Ο μεγάλος Δάσκαλος του θεάτρου (1908-1987)
Μύθοι

Ο μεγάλος Δάσκαλος του θεάτρου (1908-1987)

Ο Κάρολος Κουν, ο μεγάλος δημιουργός τέχνης και παιδαγωγός του θεάτρου, είχε βραβευτεί πολλάκις ως άνθρωπος των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, ενώ η σχέση του με το αρχαίο δράμα έγραψε ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια στην ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου.

Γεννήθηκε στην Προύσα της Μικράς Ασίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1908, από τη Μελπομένη Παπαδοπούλου και τον πάμπλουτο έμπορο και κοσμοπολίτη, κατά το ήμισυ Έλληνα Χριστιανό και κατά το άλλο ήμισυ Γερμανοπωλονοεβραίο, Ερρίκο Κοέν.

 

 

Οι γονείς του απουσίαζαν συχνά από το σπίτι, ενώ κάποια στιγμή χώρισαν, με αποτέλεσμα το μοναχικό παιδί που ήταν ο Κάρολος να μεγαλώσει σε ένα αστικό σπίτι με κατ’ οίκον διδασκάλους, με Πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα, έναν παπά και μια καθηγήτρια πιάνου.

Ο Κάρολος Κουν, ξεκίνησε από πολύ μικρός να ξεδιπλώνει τα καλλιτεχνικά του ταλέντα, σχηματίζοντας μελωδίες στην πιανόλα του σαλονιού, κόβοντας τα μοντέλα από τα περιοδικά μόδας της μητέρας του κι φτιάχνοντας μοτίβα θεάτρου. Τα έπιπλα του σαλονιού δημιουργούσαν το σκηνικό που όριζε η φαντασία του, με τις πολυθρόνες να γίνονταν βράχοι και τα χαλιά θάλασσα. Ακόμα περισσότερο, του άρεσε και ασχολούταν με τη ζωγραφική με νερομπογιές.

 

 

Τα χρόνια της εφηβείας, τα πέρασε εσώκλειστος στην αμερικανική Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης, με παιδιά από τα Βαλκάνια και μια ελληνική μειονότητα, η οποία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στερήθηκε τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας. 

Αποφοίτησε από το Λύκειο στον θεατρικό όμιλο Robert College, όπου εκτός από το να συμμετέχει σε παραστάσεις, ξεχωρίζοντας ιδιαιτέρως, κυρίως στους γυναικείους ρόλους, εκτελούσε και χρέη γραμματέα. Το 1928, η χρονιά της αποφοίτησής του, ήταν μία εποχή που όλα είχαν αλλάξει στην Πόλη, όταν ακόμα και οι συγγενείς του δεν έμεναν πια εκεί.

 

 

Έτσι, τον ίδιο χρόνο, ταξίδεψε για να σπουδάσει Αισθητική στη Σορβόννη, ενώ το 1929 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Ελλάδα. Προσλήφθηκε ως καθηγητής Αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου άρχισε να κάνει τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις με τους μαθητές του, με μικρά σκετς που έγραφε ο ίδιος. Παράλληλα, τα βράδια παρέδιδε μαθήματα αγγλικών στον σύλλογο Εθνικής Τραπέζης, για να ενισχύει τα οικονομικά του, καθώς μετά τον πόλεμο, ο πατέρας του είχε καταστραφεί οικονομικά. 

Σε μια προσπάθεια να μεταφέρει επί σκηνής το αίτημα της επιστροφής στο ρωμαίικο, τον χειμώνα του 1933, ίδρυσε, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη, τη Λαϊκή Σκηνή, η οποία έκανε συνεργασίες με διάφορους θιάσους (Κατερίνας, Κοτοπούλη, κ.ά.). 

 

Κάρολος Κουν, Γιάννης Τσαρούχης

 

Από τη δραματική σχολή, η οποία στεγαζόταν σε ένα εγκαταλελειμμένο καμαρίνι του Δημοτικού Θεάτρου, προέκυψε ο βασικός πυρήνας του θιάσου. Η πρώτη του εμφάνιση ως σκηνοθέτης ήταν στο «Τέλος του ταξιδιού του Σέριφ» με μαθητές του από το Κολλέγιο, ενώ στη συνέχεια παρουσίασε έργα του Αριστοφάνη (Όρνιθες, Βάτραχοι, Κύκλωπας) και του Σαίξπηρ (Όνειρο Θερινής Νυκτός). 

Από τις πρώτες του εκείνες σκηνοθετικές απόπειρες στις ερασιτεχνικές παραστάσεις, αποκαλύφθηκε η καινοτόμα του ματιά και η έντονη επιθυμία του να απομακρυνθεί από τις πρακτικές που ίσχυαν μέχρι τότε. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το έργο του κρητικού θεάτρου «Στάθης», στο οποίο ξεπροβάλλει μια λαϊκότητα εντελώς ελληνική. Ο Κουν σεβάστηκε απόλυτα την ελληνική παράδοση, που ήταν ζωντανή τόσο στα μέλη της αστικής τάξης όσο και στη ζωή των απλών ανθρώπων, των οποίων τα ήθη και τα έθιμα πλησίαζαν περισσότερο την Ανατολή παρά τη Δύση και θέλησε να δημιουργήσει ένα θέατρο με στοιχεία ιθαγένειας.

 

Δέσπω Διαμαντίδου, Κάρολος Κουν, Μελίνα Μερκούρη

 

Στην εναρκτήρια παράσταση της Ερωφίλης του Χορτάτση, στις 20 Απριλίου ’34, στο Θέατρο Ολύμπια, ο Κουν τοποθέτησε τους ηθοποιούς σύμφωνα με τις αγιογραφίες του Κόντογλου και τους φώτισε σαν από φως καντηλιού. Στα δύο χρόνια της λειτουργίας της, η «Λαϊκή Σκηνή» παρουσίασε ακόμα τα έργα: «Άλκηστη», «Πλούτος», «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» και τα «Παντρολογήματα».

Το 1938,  παραιτήθηκε από το το Κολλέγιο και συνεργάστηκε με τους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Όμως, το όνειρο του ήταν να δημιουργήσει τη δική του μόνιμη, αφοσιωμένη ομάδα από ηθοποιούς που θα έβλεπαν το θέατρο ως λειτούργημα και όχι ως επαγγελματική ενασχόληση. 

Το όνειρό του αυτό έγινε πραγματικότητα, το 1942, όταν ίδρυσε μέσα στο σκοτάδι της γερμανικής κατοχής το Θέατρο Τέχνης, όπου και ανέβασε Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Πιραντέλλο και μετά την απελευθέρωση για πρώτη φορά στην Ελλάδα, Λόρκα, Τένεσι Ουίλιαμς, Μίλερ κ.ά. Το ίδιο έτος, ίδρυσε τη Δραματική Σχολή του θεάτρου του, στην οποία μαθήτευσαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της μεταπολεμικής γενιάς.

 

 

Μάλιστα, στο δωμάτιο μιας αυλής της οδού Ζωοδόχου Πηγής 9, ξεκίνησε τις πρόβες στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν, με μαθητές της Σχολής, μεταξύ άλλων, τους Β. Διαμαντόπουλο, Δ. Καλλέργη, Π. Ζερβό, Β. Μεταξά, Κ. Λαμπροπούλου και με τον ίδιο σκηνοθέτη και ηθοποιό. Τις παραστάσεις του τις έδινε σε διάφορα θέατρα, κυρίως στο θέατρο Κώστα Μουσούρη και το καλοκαίρι σε διάφορα θερινά που του παραχωρούσαν.

Το Θέατρο Τέχνης συστάθηκε από την αρχή ως «θέατρο συνόλου», όπου όλοι όσοι συμμετείχαν σε αυτό, από τον σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή ως τον τεχνικό και τον κομπάρσο θεωρούνταν ισότιμοι και αμείβονταν σχεδόν ίσα. Εξίσου σημαντικό ρόλο σε αυτή τη φιλοσοφία έπαιζε και η Σχολή που τροφοδοτούσε ασταμάτητα με έμψυχο υλικό τις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης.

 

 

Με δάσκαλο και σκηνοθέτη έναν, η κοινότητα καλλιτεχνών με κοινές αρχές και κοινή γλώσσα- όπως συναντιόνταν ως τότε μονάχα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όχι όμως και στην Ελλάδα- είχαν πυξίδα, εκείνα τα πρώτα χρόνια, τον Στανισλάφσκι, συνιδρυτή, ηθοποιό και σκηνοθέτη του περίφημου Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας.

Επιδίωξή της ομάδας ήταν η μελέτη και η ανάλυση της εξωτερικής πραγματικότητας με υποκειμενικούς όρους. Όπως τόνισε ο Δάσκαλος στη διάλεξη τού ΄43: «Σκοπός της τέχνης μας δεν είναι το αντικείμενο αλλά το νόημα που του δίνουμε εμείς». Ετσι, με το κείμενο στο χέρι οι ηθοποιοί προσέρχονταν στις πρόβες, οι οποίες διεξάγονταν «μέσα σε κλίμα πυρετού, κατεπείγοντος», όπως γράφει η ηθοποιός Μάγια Λυμπεροπούλου, «και ήταν πάντοτε μεστές, πυκνές, χωρίς ανάσα».

 

 

Στην ίδια διάλεξη-μανιφέστο, ανέφερε «Λέμε αποστολή και ούτε σκιαζόμαστε τη λέξη, μήτε μας ενοχλεί η ιδέα, γιατί μονάχα με απόλυτη πίστη, με απόλυτη θυσία του εαυτού μας σε μια ανώτερη ιδέα μπορούμε ν΄ αποκτήσουμε τη δύναμη, την οντότητα και να φέρουμε στην επιφάνεια τον ψυχικό πλούτο που βρίσκεται θαμμένος μέσα μας για την πραγματοποίησή της. Πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα για να γίνουν θαύματα», θυμίζοντας κήρυγμα θρησκευτικού ηγέτη. Εντύπωση που μάλλον δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, καθώς ο ίδιος πίστευε στην Τέχνη σαν να ήταν θρησκεία. 

To 1950, οι οικονομικές δυσχέρειες τον ανάγκασαν να αναστείλει τις δραστηριότητες του θεάτρου. Τότε, κλήθηκε να σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο πέντε έργα: «Ερρίκος Δ’», «Άνθρωποι και ποντίκια», «Οι τρεις αδερφές», «Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός», «Ο θείος Βάνιας», έως και το 1953. Η Μεγάλη Πορεία άρχισε από το 1954, όταν και ο μεγάλος καλλιτέχνης ξανα-έστησε το θέατρο Τέχνης σε μορφή κυκλικού θεάτρου, στη δική του πια μόνιμη στέγη, στο κυκλικό Υπόγειο της Στοάς Ορφέως. 

 

Οδυσσέας Ελύτης, Μάνος Χατζιδάκις, Κάρολος Κουν

 

Μέσα από το «Υπόγειο των θαυμάτων», κάτω από τη σοφή, εμπνευσμένη καθοδήγηση του, βγήκαν σπουδαίοι ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, μουσικοί και σκηνογράφο. «Παιδιά» του ήταν και οι στενοί του συνεργάτες, Πλωρίτης, Χατζιδάκις, Τσαρούχης, Σταματίου και Σεβαστικόγλου, όπως και οι περισσότεροι ηθοποιοί του Κυπριακού Θεάτρου. 

Από το 1957, ανέβασε αρχαίο δράμα, αρχικά στο θέατρό του τον «Πλούτο» και, το 1959, τους «Όρνιθες του Αριστοφάνη» στο Ηρώδειο, που θεωρήθηκε παράσταση-σκάνδαλο λόγω της πρωτοποριακής της μορφής. Τρία χρόνια αργότερα, συνέχισε στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι, οι «Όρνιθες» του βέβηλου Κουν μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.

 

 

Η σκηνοθεσία και ο θίασος του Κουν έφτασαν στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στο Λονδίνο, τη Ζυρίχη, το Μόναχο, τη Μόσχα, το Λένινγκραντ, τη Βαρσοβία, τη Βενετία, το Φεστιβάλ Βιέννης, το Διεθνές Θεατρικό Φεστιβάλ Βελιγραδίου, την Ελληνική Εβδομάδα του Ντόρτμουντ, το Φεστιβάλ Φλάνδρας και τις σκανδιναβικές πρωτεύουσες με έργα όπως τα «Πέρσες», «Επτά επί Θήβας», «Αχαρνής», «Οιδίπους Τύραννος», «Λυσιστράτη», «Βάκχαι» και «Ειρήνη». 

Με τους μαθητές του, εκτός τους παλιούς συγγραφείς, παρουσίασε τα καινούργια ρεύματα του ξένου μεταπολεμικού θεάτρου και παράλληλα παρουσίασε έργα πολλών νέων Ελλήνων προικισμένων συγγραφέων, όπως οι Αναγνωστάκη, Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη και Ευθυμιάδη, ενώ το ελληνικό κοινό, χάρη στον Κάρολο Κουν, γνώρισε τα σύγχρονα ξένα θεατρικά ρεύματα, το θέατρο του «Παραλόγου», Ιονέσκο, Μαξ Φρις, Μπέκετ, Άλμπυ, Βάις, Πίντερ, Αραμπάλ. 

 

 

Παρότι κέρδισε την εκτίμηση και την αποδοχή στην Ευρώπη, αρνήθηκε όλες τις προτάσεις που του έγιναν να σκηνοθετήσει στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής. Η μοναδική φορά που δέχτηκε ήταν, το 1967, όταν σκηνοθέτησε στο Στράτφορντ το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», μια πρόσκληση από το Βασιλικό Σαιξπηρικό θέατρο της Αγγλίας, κάνοντας τον Κουν τον δεύτερο σκηνοθέτη μέσα σε τριάντα χρόνια που καλέστηκε να σκηνοθετήσει σε αυτό το θέατρο. Η αγγλική κριτική χαρακτήρισε την παράσταση ως την καλύτερη Σαιξπηρική της τελευταίας δεκαετίας.

Ο Κάρολος Κουν ήταν μια φιγούρα ηγετική, εξαιρετικά αυστηρή, απαιτούσε απόλυτο δόσιμο, αλλά ταυτόχρονα παρέμενε ανοιχτός σε κάθε ενδεχόμενο- δεν ερχόταν με προειλημμένες αποφάσεις. «Μέσα στην ένταση της πρόβας δημιουργούσε την ατμόσφαιρα, σχημάτιζε τα πρόσωπα αυτοσχεδιάζοντας. Εν τω γίγνεσθαι…» θυμάται χαρακτηριστικά η Ρένη Πιττακή, μια από τις ηθοποιούς που είχε ξεχωρίσει ο σπουδαίος καλλιτέχνης. 

 

 

«Η μέθοδός του ήταν υπαινικτική, μαιευτική, δεν «έδειχνε» τους ρόλους απαιτώντας την αντιγραφή. Ανάλογα με το ρεπερτόριο άλλαζαν οι κατευθύνσεις. Στα έργα ατμόσφαιρας οι επεμβάσεις του αφορούσαν συνήθως μια λεπτομέρεια στο βήμα, στο βλέμμα, στον τρόπο με τον οποίο κάθεσαι, στρέφεις τον ώμο σου. “Δεν βλέπω το σκοτάδι στην κίνησή σου…”,“Δεν ακούω τη φωνή του στα μαλλιά σου…” έλεγε» πρόσθεσε η κα. Πιττακή.

Ερχόταν αγουροξυπνημένος στο Ωδείο της οδού Φειδίου, διηγείται ο Ασημάκης Πανσέληνος, μα αμέσως μόλις άρχιζε η πρόβα, ξυπνούσε και γουρλώναν τα μάτια του από την ένταση. Είχε πάντα στην τσέπη του ένα κομμάτι χαλβά ταχινένιο, τον θρυμμάτιζε με επιδεξιότητα, χωρίς να τον βγάζει και ενίσχυε με αυτόν τους ηθοποιούς που από την πείνα δεν άντεχαν στην εξουθενωτική του διδασκαλία. Ήταν στη διδαχή του αδυσώπητος. «Κάποτε η Ελένη Χατζηαργύρη έπαθε κρίση κι άρχισε να κλαίει, γιατί δεν μπορούσε να βρει τον τόνο μιας έκφρασης που για 50 ίσως φορές την είχε επαναλάβει ο Κάρολος, και, ατάραχος, περίμενε να συνέλθει η Ελένη για να την επαναλάβει για 51η φορά».

 

 

Ζητούσε ολοκληρωτική αφοσίωση από τους «ακολούθους» του, όπως ολοκληρωτικά αφοσιωμένος ήταν και ο ίδιος σε εκείνους και το όραμά του. Έθετε υψηλούς στόχους πάνω στην καλλιτεχνική πορεία χωρίς συμβιβασμούς, μακριά από κάθε επιχειρηματική λογική που επικρατούσε τότε στην αγορά και ενάντια στο κυρίαρχο αστικό μοντέλο θεάτρου. 

Η ερευνά του πάνω στην αναβίωση του Αρχαίου Δράματος θεωρείται από τις εγκυρότερες, ενώ οι παραστάσεις των «Ορνίθων» και των «Περσών» έχουν χαρακτηριστεί ως οριακά γεγονότα στην ιστορία της ερμηνείας του Αρχαίου Δράματος κι έγιναν πρότυπα για τους νεότερους σκηνοθέτες. Ο ίδιος, όμως, ο Κουν έλεγε πως δε φτάνουν δυο ζωές για να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με την ερμηνευτική προσέγγιση του Αρχαίου Δράματος.

 

Μίκης Θεοδωράκης, Γιώργος Σκούρτης, Κάρολος Κουν, Επίδαυρος

 

Το 1980, το Θέατρο Τέχνης μπήκε στην Επίδαυρο με τη μεγαλειώδη παράσταση της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου, ενώ με παραστάσεις αρχαίου δράματος όργωσε την Ευρώπη και γύριζε πάντα στην Ελλάδα θριαμβευτής. Για τον Κουν, το αρχαίο δράμα αποτελούσε πεδίο διαρκούς αναζήτησης και σύγκρουσης, δεν το αντιμετώπιζε ως κάτι νεκρό και μνημειακό, αλλά ως κάτι ζωντανό, σημερινό, που αφορά όλη τη χώρα. Για αυτό και απεχθανόταν τον στόμφο, τη σοβαροφάνεια και την αρχαιοπρέπεια, που συνόδευαν τις περισσότερες παραστάσεις της εποχής του, σύμφωνα με την Ελένη Βαροπούλου, θεατρολόγο και κριτικό θεάτρου και τέχνης. 

Το 1984, το ελληνικό κράτος του παραχώρησε έναν χώρο στην Πλάκα, για την ανέγερση του θεάτρου Κ. Κουν και, στις αρχές του 1985, απέκτησε και δεύτερη θεατρική αίθουσα στην Πλάκα, με τη βοήθεια της Πολιτείας.

 

Κάρολος Κουν, Γιάννης Τσαρούχης, Αλέξης Μινωτής 

 

Όταν άρχισε να ανασαίνει οικονομικά και να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων 50 ετών, η υγεία του είχε πλέον κλονιστεί. Στις 8 Φεβρουαρίου 1987, εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» με έντονους πόνους στο στήθος. Άφησε την τελευταία του πνοή από έμφραγμα του μυοκαρδίου, το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη, που λίγο καιρό πριν είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο «Υπόγειο», στο Θέατρο Τέχνης.

«Σήμερα δεν ξέρω ποια ακριβώς ήταν τα όνειρά μου» είχε πει, «Όνειρό μου ήταν το θέατρο…Εκείνο που θέλω είναι να συνεχίσει το «Θέατρο Τέχνης» όταν εγώ αποτραβηχτώ. Υπάρχουν στοιχεία, παλιοί μου συνεργάτες που μπορούν να το κρατήσουν. Υπάρχουν άλλοι που έφυγαν από κοντά μας, δεν τους κρατάω κακία, κάνουν αυτό που νομίζουν σωστό…Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι θα νιώσω ότι κάτι έγινε, ότι δεν πήγε χαμένη η προσπάθεια, μόνο όταν αυτή η δουλειά μείνει. Είναι το μόνο κριτήριο αν έχω πετύχει το στόχο ή όχι». 

 

 

Με τη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες μετά τον θάνατό του, τον Φεβρουάριο του 1987, κληροδότησε τον τίτλο Θέατρο Τέχνης στους Γ. Λαζάνη, Μ. Κουγιουμτζή και Γ. Αρμένη, με την προτροπή να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στο Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν. 

Ο μεγάλος Δάσκαλος τιμήθηκε με το παράσημο Φοίνικα, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο Θεάτρου των Εθνών, ενώ προς τιμήν του, θεσμοθετήθηκαν και τα Βραβεία Κάρολος Κουν.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ