Ο Έλληνας προπονητής των κορυφαίων αθλητών στον κόσμο
Έργα Ελλήνων

Ο Έλληνας προπονητής των κορυφαίων αθλητών στον κόσμο

Ο Χρήστος Φιωτάκης είναι ο προπονητής κάποιων εκ των κορυφαίων αθλητών σε παγκόσμιο επίπεδο, μεταξύ των οποίων είναι ο Έλληνας πρωταθλητής του τένις Στέφανος Τσιτσιπάς και οι αστέρες του μηχανοκίνητου αθλητισμού Φελίπε Μάσα, Σαρλ Λεκλέρκ, Τιερί Νεβίλ, Αντρέας Μίκελσεν και Ζερόμ Ντ’Αμπρόσιο.

Είναι, επίσης, ο προσωπικός γυμναστής της Πριγκίπισσας Σαρλίν του Μονακό τα τελευταία χρόνια, Ambassador και μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματός της «Foundation Princess Charlene of Monaco», το οποίο, όπως είχε αναφέρει και η ίδια για τους σκοπούς του, «Ασχολείται με τα παιδιά προκειμένου να γίνουν σωστοί ενήλικες. Θέλουμε να τους δείξουμε τον τρόπο μέσω του αθλητισμού και των σωστών αξιών».

 

 

Ο Χρήστος Φιωτάκης γεννήθηκε το 1980 στα Χανιά, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε με υποτροφία Αθλητική Επιστήμη και Αθλητική Ψυχολογία στο UCLA στην Καλιφόρνια και αφού εφάρμοσε με απόλυτη επιτυχία τις γνώσεις του στον εαυτό του -ξεκίνησε ως αθλητής του στίβου (έκανε το 100άρι σε 10.58 sec και το 60άρι σε 6.78 sec) κι έπειτα του ράγκμπι- βρέθηκε στη συνέχεια να ιδρύει και να λειτουργεί στο Μονακό τη δική του personal training επιχείρηση, την «Elite Fitness MC».

Τα πρώτα του βήματα στον χώρο που πλέον διαπρέπει, έγιναν ενώ βρισκόταν στην τελευταία του ομάδα ράγκμπι στη Νίκαια της Γαλλίας και κάποιοι μεγάλοι χορηγοί με βάση το Μονακό, του ζήτησαν να αναλάβει το φυσικό και πνευματικό coaching των εργαζομένων στην εταιρεία τους.

 

 

Όταν ο Χρήστος Φιωτάκης, μετά από 59 εμφανίσεις του με το ελληνικό εθνόσημο και την καριέρα του σε Αγγλία και Γαλλία, αποφάσισε να σταματήσει το ράγκμπι, ξεκίνησε να εργάζεται ως γυμναστής στο Μονακό και με βάση τη σωστή δουλειά και το δυνατό του βιογραφικό, ως πρώην αθλητής, απέκτησε σταδιακά αναγνώριση στον τομέα του.

Η συνέχεια τον έφερε να προπονεί, αρχικά, τον Φελίπε Μάσα κι έπειτα άλλους αθλητές-αστέρες του μηχανοκίνητου αθλητισμού, κάτι που βρήκε εξαιρετικά ενδιαφέρον καθώς χρειάζονται προπόνηση υψηλής έντασης που σχετίζεται με μυϊκή συναρμογή, αφού στους αγώνες κάνουν κινήσεις πολλαπλών συνδυασμών και αυτό είναι απαιτητικό σωματικά και πνευματικά.

 

 

Όντας ένας από τους κορυφαίους τενίστες στον κόσμο -Νο.7 σήμερα στην παγκόσμια κατάταξη- ο Στέφανος Τσιτσιπάς επιλέγει κορυφαίους συνεργάτες για την εκγύμναση και την προετοιμασία του, οπότε το 2017 ξεκίνησε και η συνεργασία με τον κορυφαίο Χανιώτη γυμναστή, με στόχο να τελειοποιήσει την φυσική του κατάσταση.

O Τσιτσιπάς έκτοτε προπονείται στο τένις στο αθλητικό κέντρο του Πατρίκ Μουράτογλου στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε έδρα και ο Χρήστος Φιωτάκης ενώ πλέον η γυμναστική του γίνεται στο Μονακό. Οι ικανότητές του και η αντοχή του στους πιο πρόσφατους αγώνες τένις, δείχνουν πως η συνεργασία τους απέδωσε καρπούς και το μέλλον προβλέπεται ακόμα πιο λαμπρό.

 

 

Με μία αναδρομή στο παρελθόν, μερικά χρόνια πίσω, βλέπουμε πως έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το ξεκίνημα -αλλά κυρίως τα αποτελέσματα- της συνεργασίας του Χρήστου Φιωτάκη με έναν από τους κορυφαίους του μηχανοκίνητου αθλητισμού, τον οδηγό της Formula 1, Φελίπε Μάσα.

Την περίοδο 2009 – 2013, ο τότε οδηγός της Scuderia Ferrari πέρασε μεγάλες δυσκολίες. Έχοντας χάσει τον τίτλο του 2008 στην τελευταία στροφή της χρονιάς, την επόμενη σεζόν είχε ένα από τα πιο σπάνια ατυχήματα της σύγχρονης εποχής της Formula 1, όταν χτυπήθηκε στο μέτωπο από ένα ιπτάμενο ελατήριο βάρους 800 γραμμαρίων το οποίο έπεσε ως θραύσμα, μετά από σύγκρουση προπορευόμενων μονοθεσίων, με μεγάλη ταχύτητα πάνω στο κράνος του και από καθαρή τύχη είναι ακόμα ζωντανός. Επέστρεψε στην ενεργό δράση το 2010, βρήκε το θάρρος να ξανατρέξει αλλά όχι και την παλιά του ταχύτητα. Δεν βοηθούσε άλλωστε και το περιβάλλον του, αφού στην έδρα της Ferrari, στο Μαρανέλο, επικρατεί κατεξοχήν το κλίμα της απόλυτα ασφυκτικής πίεσης. Όταν λοιπόν ο Μάσσα αναζήτησε τον Χρήστο Φιωτάκη, χρειαζόταν κάτι πολύ παραπάνω από έναν προπονητή.

«Ένα πρωινό, ενώ ο Φελίπε είχε βγει για τρέξιμο, με είδε να γυμνάζω κάποιους πελάτες. Διστακτικά, με πλησίασε και μου συστήθηκε. Εγώ μπορεί να μην παρακολουθούσα συστηματικά αλλά μου άρεσε η Formula 1 και ήξερα ποιος ήταν. Είχε ρωτήσει για μένα, του είχαν πει πως είμαι καλός προπονητής και μιας και δεν συνεργαζόταν με κάποιον σε αυτόν τον τομέα, ήθελε να δοκιμάσουμε μαζί. Φυσικά απάντησα καταφατικά», είπε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του ο καταξιωμένος Έλληνας γυμναστής που είχε την χαρά και την τιμή ένας παραλίγο παγκόσμιος πρωταθλητής να ζητήσει τη βοήθειά του.

 

 

«Ξεκίνησα να δουλεύω με τον Φελίπε, ακριβώς δύο εβδομάδες πριν από το Grand Prix του Μονακό, στην τελευταία του σεζόν στη Ferrari. Σε μία εποχή που δεν ήταν καλά ψυχολογικά, είχε ατυχήματα, δεν είχε προπονητή, αναγκαζόταν να γυμνάζεται μόνος του και γενικά δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Εκείνη τη χρονιά είχε πολλή πίεση γιατί τελείωνε το συμβόλαιό του με την ομάδα της Ferrari, τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που ήθελαν. Ωστόσο, γίνεται να βάλεις έναν άνθρωπο να αποδίδει στο μάξιμουμ, όταν του έχεις ένα πιστόλι στο κεφάλι; Δεν γίνεται. Δεν ήταν χαρούμενος τα τελευταία χρόνια στην ιταλική ομάδα γιατί είχε πάρα πολλή πίεση. Κι αυτό είχε αντίκτυπο σε όλα. Είχε χάσει την όρεξή του. Η αλήθεια είναι πως η Ferrari στήριξε τον Mάσα πέραν κάθε προσδοκίας. Παρά την πίεση για νίκες και τίτλους, ο τότε πρόεδρος Luca di Montezemolo, δεν έπαψε να πιστεύει σε εκείνον», τόνισε ο Χρήστος Φιωτάκης.

«Τη στιγμή που πήρε μεταγραφή στη Williams, έγινε “ένας άλλος Φελίπε”. Ήταν χαρούμενος, είχε βρει κίνητρα. Εκεί που περίμενα πως θα μου έλεγε πως ήθελε την Κυριακή να κάτσει σπίτι και να χαλαρώσει με την οικογένεια, ερχόταν και μου έλεγε να κάνουμε προπόνηση. Άλλαξε σαν άνθρωπος και είδε και τη γυμναστική τελείως διαφορετικά», προσέθεσε ο Χανιώτης προπονητής.

 

 

«Στον μηχανοκίνητο αθλητισμό και ειδικά στη Formula 1, από τη μία πρέπει να σπρώξεις τον οδηγό στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων του αλλά από την άλλη, πρέπει να είσαι και πολύ προσεκτικός. Γυμνάζεις έναν οδηγό που τα χέρια του είναι “το Α και το Ω” στη δουλειά του και που αμείβεται με εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, για να οδηγεί ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο. Αν λοιπόν είσαι υπεύθυνος για τη γυμναστική του, για την ενδυνάμωσή του, λίγο να τον σπρώξεις παραπάνω, μπορεί να έρθει η καταστροφή. Στην αρχή λοιπόν ξεκινήσαμε προσεκτικά, ενίοτε μου έλεγε όχι σε κάποιες ασκήσεις γιατί φοβόταν μήπως το παρακάνει, όμως σιγά-σιγά νομίζω πως του πέρασα τη λογική πως μπορεί να κάνει τα πάντα και πως πρέπει να είναι αρκετά δυνατός για να κάνει τα πάντα. Μπορώ να πω ότι μετά από τέσσερα χρόνια συνεργασίας, ακόμα και την τελευταία του χρονιά στη Williams εξεπλάγησαν με τα εργομετρικά του», είπε χαρακτηριστικά ο Έλληνας γυμναστής.

Μαζί με τον Μάσα, είναι γεγονός πως σταδιακά άλλαξε και η Williams, ενώ υπάρχει ένας τομέας, που ο Φιωτάκης έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Μίλησε στον νέο μη-εκτελεστικό Διευθυντή της βρετανικής ομάδας, Brad Hollinger, ο οποίος όταν άκουσε το πλάνο του Χρήστου Φιωτάκη δεν το σκέφτηκε πολύ. «Προσπάθησα να τον πείσω πως οι μηχανικοί της ομάδας, θα έπρεπε να είναι σε πολύ καλή φυσική κατάσταση. Γιατί ήταν αγγλική ομάδα και λειτουργούσαν με άλλη φιλοσοφία. Αν όμως σκεφτείς πως ένας μηχανικός δουλεύει 12 ώρες την ημέρα, αν δεν είναι σε καλή φυσική κατάσταση, πως θα ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις;», θυμάται.

 

 

Είναι λογικό στην αρχή να άκουσε πολλά παράπονα εφόσον για κάποιους στην ομάδα το χουζούρεμα στο κρεβάτι αντικαταστάθηκε από τρέξιμο στη βροχή και το πρωινό με αυγά και μπέικον, από γιαούρτι με νιφάδες βρώμης. Όμως η ομάδα μηχανικών της Williams F1 μεταμορφώθηκε προς το καλύτερο και το ταχύτερο, ενώ οι χρόνοι έπεσαν από τα 3.5 και 4 δευτερόλεπτα, σταθερά στα 2 με 2.5 δευτερόλεπτα.

Η Williams F1 είχε χάσει βαθμούς, ακόμα και αγώνες, με τις αργές αλλαγές ελαστικών. Μετά το πρόγραμμα του Φιωτάκη, κατέκτησε τον τίτλο της ταχύτερης ομάδας μηχανικών, αφού ξεκινώντας με το εξωπραγματικό 9 στα 9, συνολικά έχει τα ταχύτερα pit stop σε 13 από τα 17 Grand Prix του τότε πρωταθλήματος, με ρεκόρ της τα 1.92 δεύτερα που χρειάστηκαν για να αλλάξουν τέσσερα ελαστικά στο μονοθέσιο του Μάσα στο Grand Prix του Αζερμπαϊτζάν.

 

 

Στον στίβο του Σταδίου«Louis II» του Μονακό, εκεί που κάνει προπόνηση και με τους οδηγούς του ο Χρήστος Φιωτάκης αναφέρει πως με τους οδηγούς που προπονεί «Το μοτίβο στο οποίο δουλεύουμε είναι: 1 λεπτό έργο, 30 δευτερόλεπτα ξεκούραση. Για παράδειγμα, εδώ στο στάδιο μπορεί να κάνουμε κάποιες ασκήσεις πάνω σε σανίδες ισορροπίας, push ups, έλξεις, σκοινάκι, άλματα και μέσα στην ξεκούραση να κάνουμε ένα 400άρι. Μετά κάνουμε ασκήσεις αντανακλαστικών, χρησιμοποιούμε χρωματιστές κάρτες, τους βάζω και παίζουν τένις σε ένα μικρό χώρο, με ένα μπαλάκι που λέγεται agility ball που κάθε φορά που σκάει στο έδαφος αλλάζει κατεύθυνση. Οπότε στην ξεκούρασή τους από τις μυϊκές ασκήσεις, δουλεύουμε τα αντανακλαστικά. Στο μηχανοκίνητο αθλητισμό, η προπόνηση δεν έχει να κάνει μόνο με την επίτευξη της επιθυμητής φυσικής κατάστασης. Έχει να κάνει και με τις αντιδράσεις. Αλλά και με το να μάθεις να μη το βάζεις ποτέ κάτω».

 

 

Αν αναλογιστούμε πως υπάρχουν 22 πιλότοι στη Formula 1 και ο Μάσα ήταν στο Top 5 και πως το ίδιο ισχύει και με τους οδηγούς του στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι (WRC), είναι πολύ σημαντικό αυτό που κάνει ο Χρήστος Φιωτάκης.

«Ήμουν και τυχερός γιατί έχω βάση στο Μονακό και κατάφερα να μην περιοριστώ σε έναν οδηγό. Είναι κάτι που μου είχε ζητήσει ο Φελίπε αλλά το αρνήθηκα, γιατί είχα οργανώσει πολύ καλά την επιχείρησή μου εδώ και είχα καλό πελατολόγιο. Του είπα λοιπόν πως πραγματικά δεν με συνέφερε, πως αν ήμουν πέντε χρόνια νεότερος και εκείνος το ίδιο, πως θα το έκανα. Έχω μάθει στη ζωή μου να τα ζυγίζω τα πράγματα. Όταν ήμουν νεότερος, ελεύθερος, χωρίς οικογένεια, ήμουν κι εγώ με μία βαλίτσα στο χέρι», αναφέρει χαρακτηριστικά ο διακεκριμένος προπονητής. Ο Φελίπε Μάσα αποσύρθηκε από την ενεργό δράση στο τέλος του 2017.

 

 

Ο Χρήστος Φιωτάκης κατοικεί μόνιμα στο Μονακό με την οικογένειά του, συνεχίζει να αθλείται και να γυμνάζεται εντατικά, αφού πιστεύει ακράδαντα πως για να μπορέσει να προσφέρει στους άλλους θα πρέπει να διατηρείται και ο ίδιος σε εξαιρετική φυσική κατάσταση, καθώς και να αποτελεί πρότυπο για εκείνους.

Αναμφίβολα, η συμβολή του στη φυσική κατάσταση και στη θετική ψυχολογία των αθλητών που προπονεί έχει κάνει τη διαφορα. Τα αποτελέσματα το επιβεβαιώνουν, άλλωστε. Τέλος, ακόμη και σήμερα, αν του επιτρέπει το πρόγραμμά του, αγωνίζεται σε αγώνες στίβου για βετεράνους ηλικίας 35 έως 40 ετών.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ