Ένας θρύλος της παγκόσμιας αρχαιολογίας
Ο αρχαιολόγος Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης, o «ποιητής της αρχαιολογίας», κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση για το ανασκαφικό του έργο στο Αφγανιστάν, όπου ανακάλυψε την αρχαία νεκρόπολη και τον θησαυρό του Τίλια Τεπέ, και στο Τουρκμενιστάν. Θρύλος της παγκόσμιας αρχαιολογίας, ο Έλληνας Πόντιος της Τασκένδης άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην ιστορία των ανασκαφών.
Γεννήθηκε στην Τασκένδη, στις 23 Σεπτεμβρίου 1929, από Πόντιους γονείς που είχαν μεταφερθεί από τη Γιάλτα στο Ουζμπεκιστάν, λόγω του «Λευκού στρατού» που αποχωρούσε από τη χερσόνησο και του εμφυλίου στην τότε Ρωσία που έθετε σε κίνδυνο τις ζωές των κατοίκων μιας ελληνικότατης περιοχής του Εύξεινου Πόντου. Έτσι, η οικογένεια μετακόμισε στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, όπου ήδη από την τσαρική περίοδο υπήρχε μια μικρή ελληνική κοινότητα.
Ο Βίκτωρ, μετά το σχολείο, σπούδασε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ασίας στην Τασκένδη, απ’ όπου αποφοίτησε το 1952, ενώ το 1961 πήρε το Master Αρχαιολογίας Εγγύς και Μέσης Ανατολής από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στη Μόσχα.
Ήδη από το 1947-48, ως φοιτητής, συμμετείχε σε αρχαιολογικές αποστολές, ενώ, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, μετακόμισε στη Μόσχα και έγινε συνεργάτης του Ινστιτούτου Ιστορίας του Υλιστικού Πολιτισμού (σήμερα Ινστιτούτο Αρχαιολογίας Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών), όπου συνέχισε τις σπουδές του και εξειδικεύτηκε στο τμήμα Αρχαιολογίας της Μέσης Ανατολής. Εκείνη την περίοδο, ξεκίνησαν και αποστολές του στο νότιο Τουρκμενιστάν. Από το 1955, μέχρι το τέλος της ζωής του εργαζόταν στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών.
Το 1963, έγινε διδάκτορας με εξειδίκευση στο θέμα των νεολιθικών μνημείων και, λίγα χρόνια αργότερα, ως ειδικός στην εξερεύνηση της κεντρικής Ασίας, μελέτησε εις βάθος την έρημο της Καρακούμ, καθώς πίστευε πως η άμμος κρύβει μέσα της μυστικά και ίχνη μεγάλων πολιτισμών.
Το 1975, με την εργασία του «Το Αφγανιστάν στην Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου», ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Ιστορικής Επιστήμης της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών.
Έγινε παγκοσμίως γνωστός από τις ανασκαφές του στον αρχαιολογικό χώρο Τίλια Τεπέ στο Αφγανιστάν, το 1978, στα πρόθυρα της σοβιετικής εισβολής και του εμφυλίου πολέμου που επακολούθησε. Εκεί, ανακάλυψε τη νεκρόπολη σε τύμβο, που περιελάμβανε έξι τάφους (πέντε γυναικών και ενός άνδρα), με εξαιρετικά πλούσια κοσμήματα (περίπου 20.000 χρυσά αντικείμενα), τα οποία χρονολογούνται στον 1ο αιώνα π.Χ.
Θεωρήθηκε «η ανακάλυψη του αιώνα» και τα ευρήματα αυτά εκτίθονταν στο αρχαιολογικό μουσείο της Καμπούλ, μέχρι το ξέσπασμα του εμφυλίου και την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Από τότε θεωρούνταν οριστικά χαμένα, για να ξαναβρεθούν το 2003. Ο Σαρηγιαννίδης, επίσης, ανέσκαψε και άλλες αρχαιολογικές θέσεις της Βακτριανής.
Άλλη πολύ σημαντική του δραστηριότητα ήταν η ανασκαφή σειράς κυκλικών οχυρωμένων θέσεων, της εποχής του Χαλκού, στην όαση Ντασλί (Dashli) του βόρειου Αφγανιστάν, στα σύνορα με το Τουρκμενιστάν. Εκεί, βρήκε στοιχεία εκλεπτυσμένου πολιτισμού, όπως εκτάσεις με αρδευόμενα περιβόλια και καλλιέργειες δημητριακών δίπλα σε καλά διαρρυθμισμένες πόλεις.
Με τα ευρήματα αυτά, ο Σαρηγιαννίδης διαδραμάτισε μέγιστο ρόλο στη διεύρυνση των γνώσεών μας για τον Πολιτισμό του Ώξου. Ο πολιτισμός αυτός αναπτύχθηκε στην περιοχή της αρχαίας Μαργιανής (σημ. Τουρκμενιστάν), στην κοιλάδα του ποταμό Ώξου (σημ. Αμού Ντάρια) και εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η έρημος Καρακούμ.
Ο ίδιος έχει αναφέρει σε συνέντευξή του πως, αν και μέχρι τότε πιστευόταν πως η έρημος Καρακούμ ήταν ακατοίκητη, ανακάλυψε εκεί αυτό που ο ίδιος αποκαλεί τον πέμπτο πολιτισμό του κόσμου (μετά τους αρχαίους πολιτισμούς της Κίνας, της Ινδίας, της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας), φέρνοντας στο φως επτά ναούς και ένα εντυπωσιακό ανάκτορο. Κατά τον μεγάλο αρχαιολόγο, ο πολιτισμός της Κεντρικής Ασίας ήταν μια μικρή Μεσοποταμία.
Με τις ανασκαφές του στο Γκονούρ Τεπέ (Gonur Tepe), θέση της εποχής του Χαλκού, επίσης στο Τουρκμενιστάν, έφερε στο φως ανάκτορο και βωμούς με ενδείξεις πυρολατρείας (προφανώς σχετικής με τον Ζωροαστρισμό) κατά την τέλεση της οποίας γινόταν χρήση ναρκωτικής ουσίας κατασκευασμένης από όπιο, κάνναβη και εφέδρα.
Έχει χαρακτηριστεί «ποιητής της αρχαιολογίας» και αναδειχθεί σε ηρωική μορφή για τον ποντιακό Ελληνισμό, καθώς το έργο του ταυτίστηκε με την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα βάθη της Ανατολής.
Με την πολύχρονη ανασκαφική δραστηριότητά του στην περιοχή της κεντρικής Ασίας, συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη των στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού στην ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και στην ανακάλυψη των ελληνικών ριζών του πολιτισμού της Κεντρικής Ασίας (ανάμεσα στο σημερινό Αφγανιστάν, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν). Με τα ευρήματά του, ο Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης απέδειξε ότι ο Ελληνισμός εξαπλώθηκε στην Ανατολή και στην Κεντρική Ασία 1.500 χρόνια πριν από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Οι αποστολές του στην κεντρική Ασία συνεχίστηκαν και τη δεκαετία του 2000 και, λόγω του έργου και της συνεισφοράς του στο κύρος του Τουρκμενιστάν, ο Έλληνας επιστήμονας βραβεύτηκε πολλές φορές και τιμήθηκε με τη χορήγηση της τουρκμενικής υπηκοότητας από τον πρόεδρο της χώρας Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ. Το βραβείο «Χρυσή αλυσίδα του Προέδρου» πήρε και η βοηθός του Σαρηγιαννίδη, Ναντέζντα Ντούμποβα.
Τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας (Ιανουάριος 2002), με την Ανώτατη Τιμητική Διάκριση «Μαχτουμκουλύ» της Δημοκρατίας του Τουρκμενιστάν, που μέχρι τώρα έχει δοθεί μόνο σε 4 προσωπικότητες (2001), από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (2000), ενώ το 1998 ανακηρύχθηκε Πρεσβευτής του Ελληνισμού.
Ιδιαίτερα πλούσιο υπήρξε και το συγγραφικό του έργο, με 20 βιβλία στα ρωσικά, τα οποία έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, ιαπωνικά και ελληνικά, ενώ περισσότερα από 200 άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά.
Ο Σαρηγιαννίδης ήταν μέλος της Ανθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος, της Αμερικανικής Ακαδημίας και εκείνης της Ιταλίας. Το έργο του προβλήθηκε σε ντοκιμαντέρ πολλών δικτύων (ανάμεσά τους και το BBC).
Έλαβε την ελληνική υπηκοότητα το 1997. Ερχόμενος στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έλαβε πολλές υποσχέσεις από το ελληνικό κράτος για οικονομική ενίσχυση, προκειμένου να συνεχίσει το έργο του, αλλά απογοητεύτηκε από τη συμπεριφορά και την αδιαφορία των υπευθύνων -οι υποσχέσεις του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Α. Καραμανλή δεν τηρήθηκαν.
Έχοντας ήδη προβλήματα υγείας με τα πόδια του, αιτήθηκε στο ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού τη σύνταξη που τότε δινόταν σε παλιννοστούντες Έλληνες επιστήμονες, αλλά η αίτησή του δεν έγινε δεκτή και μόνο μετά από αρκετά χρόνια, το 2005, μετά από προσπάθειες ετών, έλαβε μια πενιχρή σύνταξη από το ελληνικό δημόσιο, που έφτανε τα 192 ευρώ μηνιαίως, με τη μορφή σύνταξης Ο.Γ.Α.
Ο Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης πέθανε στη Μόσχα στις 23 Δεκεμβρίου του 2013, σε ηλικία 84 ετών.
ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΟΤΙ...
Ο Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης έχει λάβει τις παρακάτω τιμητικές διακρίσεις:
Επίτιμο μέλος της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας
Επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Εταιρείας Επιστημών
Ισότιμο μέλος της Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων Ρωσίας
Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας (Ιανουάριος 2002)
Ανώτατη Τιμητική Διάκριση «Μαχτουμκουλύ» της Δημοκρατίας του Τουρκμενιστάν (2001)
Πρεσβευτής Ελληνισμού (1998)
Έχει τιμηθεί από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (2000). Επίσης έλαβε δεκάδες άλλες τιμητικές διακρίσεις από ελλαδικά και ομογενειακά σωματεία και οργανώσεις.