Ο ποιητής του λαού
Μύθοι

Ο ποιητής του λαού

O Κώστας Βάρναλης ήταν Έλληνας ποιητής, λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο.

Γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1884 στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, όπου και βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό, δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες — το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.

 

 

Έδειξε σε νεαρή ηλικία την κλίση του προς τα γράμματα, καθώς τελειώνοντας τις σπουδές του στο Ελληνικό Σχολείο ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.

Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση, στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) και στη συνέχεια στην Ελλάδα και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών.

 

Αναμνηστική πλάκα στη βουλγαρική γλώσσα για τον Κώστα Βάρναλη στη γενέτειρα πόλη του Μπουργκάς

 

Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ώς το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Μετά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού.

Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Η επαφή με τα ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής και τις έντονες ιδεολογικές ζυμώσεις που ακολούθησαν τη ρωσική επανάσταση του 1917 στο μεσοπολεμικό Παρίσι ευθύνεται για μια σταδιακή αλλαγή της κοσμοαντίληψής του που διαμορφώνεται πλέον στη βάση της μαρξιστικής ιδεολογίας. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα «Προσκυνητής».

 

 

Από τα πιο σημαντικά έργα του είναι «Το φως που καίει», το οποίο εξέδωσε το 1922 στην Αλεξάνδρεια, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, το λυρικό ποίημα «Οι Μοιραίοι», από τα δημοφιλέστερα ποιήματα της νεοελληνικής ποίησης (με την επιτυχημένη μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη), η συλλογή αφηγημάτων «Ο λαός των μουνούχων» (1923), το κριτικό δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925), το ποιητικό «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927), το αφηγηματικό «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931) κ.α.

 

 

Το 1926 ξεκινάει το στάδιο της δημοσιογραφικής του καριέρας που θα αποτελέσει τρόπο βιοπορισμού για τον επόμενο σχεδόν μισό αιώνα, ώς τη δικτατορία του 1967: πρώτος σταθμός οι φιλολογικές και πολιτικές ανταποκρίσεις από το Παρίσι για την εφημερίδα Πρόοδος. Το 1929 παντρεύτηκε την Ελληνίδα ποιήτρια Δώρα Μοάτσου.

 

 

Μετά τη συμμετοχή του στο Συνέδριο Σοβιετικών συγγραφέων στη Μόσχα το 1935, θα είναι ένας από τους τριακόσιους που η δικτατορική κυβέρνηση Κονδύλη θα εξορίσει, ως μέρος των μέτρων για την «ομαλή» διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την κατάργηση του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ο Βάρναλης πηγαίνει στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο για δύο μήνες.

 

 

Κατά τη συνεργασία του με την εφημερίδα Πρωία επιχειρεί να θεμελιώσει μια αντικειμενική μέθοδο αισθητικής θεωρίας: τίθεται εναντίον της «φυγοκοσμίας» και της «τέχνης για την τέχνη» αλλά παράλληλα τονίζει ότι η αξία του έργου τέχνης κρίνεται από τα εκφραστικά αποτελέσματα. Επιλογή από τα άρθρα του αυτής της εποχής συγκεντρώνονται αργότερα στον τόμο Αισθητικά-Κριτικά (α΄ και β΄ τόμος, 1958).

 

 

Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύεται και η σημαντική έρευνά του με τίτλο «Άνθρωποι ― ζωντανοί, αληθινοί» για τους τρελούς του δημόσιου ψυχιατρείου.

Μετά την απελευθέρωση και το κλείσιμο της Πρωίας συνεργάζεται στον πρώτο Ριζοσπάστη(1945-1947), στο Ριζό της Δευτέρας (1946-1947) και στον Προοδευτικό φιλελεύθερο (1950-1953). Από το 1952 και για τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια ο Βάρναλης αναλαμβάνει το καθημερινό χρονογράφημα της Αυγής, μια στήλη με τίτλο «Λόγια που καίνε».

 

 

Σημαντικός σταθμός στην αναγνώριση του έργου του το 1956, όταν του απονέμεται το Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1959 κερδίζει μια σημαντική ευρωπαϊκή διάκριση: το Βραβείο Λένιν, για τη συμβολή του στον παγκόσμιο αγώνα για την ειρήνη

Έχουν προηγηθεί, μεταξύ άλλων, οι εκδόσεις των έργων Ζωντανοί άνθρωποι (1939), Ποιητικά και τα ιστορικά δοκίμια με τίτλο Διχτάτορες (1956), επιφυλλίδες στην εφημερίδα Πρωία τον καιρό της ιταλικής φασιστικής επίθεσης του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδας.

 

 

Μετά από ένα διάστημα ποιητικής σιωπής, το 1965 εκδίδεται η ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, εκδίδει το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄, που είχε ξεκινήσει στα μετεμφυλιακά χρόνια· τοποθετημένο στη ρωμαϊκή εποχή αλλά με σύγχρονες αναφορές στην Κατοχή και την Αντίσταση.

 

Ο Κώστας Βάρναλης απαγγέλει το τελευταίο του Ποίημα (1974)

 

Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου του 1974 και η κηδεία του μετατρέπεται σε παλλαϊκή συγκέντρωση.

 

 

Μερικά ποιήματά του που μελοποιήθηκαν και ακούγονται σήμερα πολύ, πιθανόν χωρίς να γνωρίζουμε καν πως πρόκειται για ποίηση του Βάρναλη, είναι «Οι Μοιραίοι» και «Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου», ερμηνευμένη στην πρώτη της εκτέλεση από τον Νίκο Ξυλούρη.

 

Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου – Νίκος Ξυλούρης

 

Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Οργή Λαού (1975), με ποιήματα επικαιρικά, γραμμένα κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας, και τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980), συγκεντρωτικός τόμος επιφυλλίδων του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος, δημοσιευμένων από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1935.

Ο Κώστας Βάρναλης υπερασπίστηκε αταλάντευτα το δίκιο του απλού ανθρώπου, διατρανώνοντας το σε όλα τα έργα του, ποιητικά και πεζά, καθώς και στο δημόσιο λόγο του ως δημοσιογράφου. «Ποιητή, σ’ είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ’ είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ’ αυτί, για ν’ αφουγκράζεσαι πίσω από τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μας έδειξες»  ήταν τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου για τον Κώστα Βάρναλη..

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ