Ένας καλλιτέχνης μύθος του 20ού αιώνα (1916 – 2009)
Μύθοι

Ένας καλλιτέχνης μύθος του 20ού αιώνα (1916 – 2009)

Ο Γιάννης Μόραλης (1916 – 2009) υπήρξε ένας εκ των επιφανέστερων Ελλήνων καλλιτεχνών του περασμένου αιώνα. Η εκλογή του σε θέση καθηγητή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και το διδακτικό του έργο εκεί, για 35 συνεχή χρόνια, αποδείχτηκαν αποφασιστικής σημασίας για μια σειρά από επιλογές και κατευθύνσεις της εικαστικής παραγωγής της Ελλάδας του 20ού αιώνα.

Γεννήθηκε στην Άρτα, στις 23 Απριλίου 1916, ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Κωνσταντίνου Μόραλη και της Βασιλικής Μιχάλη. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε το 1922  στην Πρέβεζα, όπου ο Κωνσταντίνος Μόραλης υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης. Από το 1927 εγκαθίστανται μόνιμα στην Αθήνα, στο Παγκράτι. Την ίδια χρονιά, ο νεαρός Γιάννης Μόραλης, που έχει πάρει την απόφαση να γίνει ζωγράφος, εξασφαλίζει και την άδεια του πατέρα του -ο οποίος έχει πλέον αναγνωρίσει την καλλιτεχνική φύση του γιου του- ώστε να μπορέσει να παρακολουθήσει το “κυριακάτικο μάθημα” στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ).

Το 1931, είναι η χρονιά κατά την οποία προετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην ΑΣΚΤ, και επιτυγχάνει να εγγραφεί στο Προπαρασκευαστικό τμήμα με καθηγητή τον Δημήτριο Γερανιώτη. Γνωρίζεται τότε με τους Γιάννη Τσαρούχη και Χρήστο Καπράλο και ξανασυναντά τον Νίκο Νικολάου, τον οποίο είχε γνωρίσει λίγα χρόνια πριν, στο “κυριακάτικο μάθημα”.

 

 

Ο Μόραλης είναι μεταξύ των σπουδαστών τους οποίους ο Κωνσταντίνος Παρθένης επιλέγει για το εργαστήριό του. «Εκεί επικρατούσε μια πολύ αυστηρή ατμόσφαιρα. Άμα τον ρωτούσα κάτι, απαντούσε: «Αυτό που σας είπα». Ήταν πολύ σχολαστικά εκεί μέσα, κάθισα μόνο δύο μήνες και μετά πήγα στον Ουμβέρτο Αργυρό. Όλη η παρέα – Νικολάου, Καπράλος κτλ. ήταν εκεί. Ο Αργυρός ήταν «Ελευθέρα Κέρκυρα», σ’ άφηνε να κάνεις ό,τι θέλεις! Να φανταστείτε ότι δούλευα με στρογγυλά πινέλα και δεν χρησιμοποιούσα άσπρο, αλλά jaune de Naples. Είχα απόλυτη ελευθερία», είχε δηλώσει παλαιότερα ο ίδιος.

Έναν χρόνο αργότερα, το 1932, ο Δ. Κόκκινος δημοσιεύει στο περιοδικό Νέα Εστία (1/8/1932) την πρώτη ενθουσιώδη κριτική για «τον νεαρό κ. Βόραλη», όπως επιμένει να τον αποκαλεί λανθασμένα στο άρθρο του, με αφορμή την έκθεση των μαθητών της ΑΣΚΤ. Ο Γιάννης Μόραλης είναι τότε μόνο 16 ετών. Την ίδια εποχή, αρχίζει να παρακολουθεί το νέο εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού. «Ήμουν από τους πρώτους μαθητές του. Επί τέσσερα χρόνια, φοιτούσα τα απογεύματα στο εργαστήριό του. Νεοφερμένος από το Παρίσι, ωραίος, μορφωμένος, κοσμοπολίτης, ο Κεφαλληνός ήταν για μένα πατέρας, δάσκαλος και φίλος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μόραλης.

Η γνωριμία του Μόραλη με τους Τσαρούχη, Καπράλο και Νικολάου, θα αποτελέσει σταθμό στη ζωή και στη μετέπειτα λαμπρή καριέρα του, αφού από συμφοιτητές στην ΑΣΚΤ γίνονται πολύ στενοί φίλοι. Ο Τσαρούχης εξελίσσεται σε έναν μεγάλο μέντορα για τον Μόραλη, καθώς τον μυεί στα μυστικά της ζωγραφικής. Αδερφικός του φίλος και συνοδοιπόρος θα γίνει ο Νίκος Νικολάου, με τον οποίο θα διεκδικήσουν ως «αντίπαλοι» μία υποτροφία μετεκπαίδευσης στην Ιταλία από την Ακαδημία Αθηνών. Η συμφωνία η οποία έγινε μεταξύ τους, ήταν πως όποιος από τους δύο φίλους κέρδιζε, θα μοιραζόταν τα χρήματα με τον άλλο και θα έφευγαν μαζί για τη γειτονική χώρα. Από την ΑΣΚΤ θα αποφοιτήσει το 1936 και τελικά ο Μόραλης κερδίζει την υποτροφία και ταξιδεύει μαζί με τον Νικολάου για σπουδές στην Ρώμη, τον Ιούνιο του 1937.

 

 

Στην Ιταλία θα μείνει μέχρι τον Νοέμβριο του 1937, οπότε και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Με την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάζεται, όπως οι περισσότεροι σπουδαστές, να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Παρίσι και να επιστρέψει εσπευσμένα στην Ελλάδα.

Το 1940 εκθέτει μια σειρά χαρακτικών με την ομάδα «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» στον Πειραιά, για την οποία ο ίδιος θα φιλοτεχνήσει και το εξώφυλλο του καταλόγου. Την άνοιξη κατατάσσεται στο στρατό και υπηρετεί τη θητεία του, ενώ συμμετέχει και στην τελευταία προπολεμική Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, όπου και αποσπά το χάλκινο μετάλλιο.

Το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ρουσσέν και τα χρόνια της Κατοχής ο Μόραλης ασχολείται εντατικά με την προσωπογραφία, ώστε να εξασφαλίζει κάποιο σταθερό εισόδημα, φιλοτεχνώντας πορτρέτα κατά παραγγελία. Με τη Ρουσσέν θα χωρίσει το 1945 και δύο χρόνια αργότερα θα παντρευτεί τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη, με την οποία θα παραμείνουν παντρεμένοι μέχρι το 1955, ενώ μαζί της θα αποκτήσει έναν γιο, τον Κωνσταντίνο. Το 1947, εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Προπαρασκευαστικής τάξης στην ΑΣΚΤ και ξεκινά να διδάσκει από τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου.

 

 

Στην πρώτη -μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- πανελλήνια έκθεση, το 1948, εκθέτει τα έργα: «Έγκυος γυναίκα», «Δύο φίλες», «Ο ζωγράφος με τη γυναίκα του» -όπου απεικονίζεται ο ίδιος με την πρώτη του σύζυγο- και «Το Τραπέζι».

Το 1951 φιλοτεχνεί το εξώφυλλο και την προμετωπίδα για το βιβλίο του Ηλία Τσουκαλά, «Υποβρύχιον Υ1 Β.Π. Κατσώνης», από τις εκδόσεις «Ίκαρος», με τις οποίες ο Γιάννης Μόραλης θα συνεργάζεται ουσιαστικά μέχρι το τέλος της ζωής του. To 1952 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, με τα έργα «Γυμνό» και «Μορφή» μεταξύ άλλων, και στην έκθεση της Ομάδας «Αρμός» από τον Δεκέμβριο έως τον Ιανουάριο του 1953.

Αργότερα, μέσα στο 1953, ο Μόραλης επισκέπτεται τη Ρωσία, ως προσκεκλημένος της Ρωσικής Κυβέρνησης, μαζί με εκπροσώπους της πνευματικής και της πολιτικής ζωής από την Ελλάδα και την Ευρώπη. Την επόμενη χρονιά ξεκινά η πολυετής συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, καθώς σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση «Γυμνές Mάσκες, τέσσερα μονόπρακτα του Πιραντέλο».

Ο Μόραλης εκλέγεται τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην ΑΣΚΤ το 1957. Τότε αρχίζει και η συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο. Το 1958, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο αντιπροσωπεύει την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Την επιμέλεια του ελληνικού περιπτέρου έχει τότε ο Τ. Σπητέρης. Οι Μόραλης και Τσαρούχης, σε μια Μπιενάλε όπου η κυριαρχία της αφαίρεσης είναι εμφανής, θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον του Gio Ponti με την παραστατική, ανθρωποκεντρική ζωγραφική τους.

 

 

Η πρώτη ατομική έκθεση του Μόραλη οργανώνεται μόλις το 1959 και λαμβάνει χώρα στην αίθουσα εκθέσεων «Αρμός», στο Κολωνάκι. Τα έργα που εκτίθενται είναι σε σημαντικό βαθμό εκείνα με τα οποία τον προηγούμενο χρόνο ο Μόραλης συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας.

Μέσα στο 1959 επίσης, θα του ανατεθεί από τους αρχιτέκτονες Βασιλειάδη, Βουρέκα και Στάικο, η μελέτη για τη διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων της ΒΔ και ΝΑ πλευράς του ξενοδοχείου Χίλτον στην Αθήνα, όπου η εγχάρακτη σε γιαννιώτικο μάρμαρο σύνθεση ολοκληρώνεται το 1962, οπότε και γίνονται τα εγκαίνια του ξενοδοχείου. Από τότε συνεργάζεται με έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες, όπως ο Sir Basil Spencer και Antony Blee, για τη διακόσμηση κατοικιών και κτιρίων δημόσιου χαρακτήρα.

 

 

Εκείνη την περίοδο φιλοτεχνεί και την προμετωπίδα της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη «Άξιον Εστί», για τον εκδοτικό οίκο Ίκαρος. Συνεργαζόμενος σταθερά με τον Ίκαρο, την επόμενη χρονιά ο Μόραλης θα φιλοτεχνήσει και την προμετωπίδα για την ποιητική σύνθεση, επίσης του Οδυσσέα Ελύτη «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό».

Η δεύτερη ατομική του έκθεση θα πραγματοποιηθεί το 1963 στην αίθουσα τέχνης του αθηναϊκού ξενοδοχείου Χίλτον. Σε αυτή θα παρουσιάσει τη δουλειά των τριών τελευταίων χρόνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η σειρά των Επιτύμβιων συνθέσεων, που μετέπειτα θα δωρίσει στην Εθνική Πινακοθήκη. Ανάμεσα στα έργα της έκθεσης, που επίσης θα αποτελέσουν τμήμα της δωρεάς του προς την Πινακοθήκη, και τα έργα: «Γυμνό», 1962, «Νέα γυναίκα», 1962 και «Ανάμνηση», 1963. Το 1965 του απονέμεται από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο ο τίτλος «Ταξιάρχης του Φοίνικα», ενώ είναι και η χρονιά στη διάρκεια της οποίας φιλοτεχνεί δέκα συνθέσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ των ποιημάτων, στη συλλογή «Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη».

 

 

Με την τρίτη ατομική του έκθεση το 1972 στη Γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη, ο Γιάννης Μόραλης εγκαινιάζει άλλη μία μακρά συνεργασία. Η ζωγραφική του στο εξής θα πειραματίζεται στο επίπεδο της φόρμας με αυτό το «ολιγοψήφιο αλφάβητο», για το οποίο τόσο εύστοχα έκανε λόγο ο Οδυσσέας Ελύτης στο εισαγωγικό κείμενο του καταλόγου. Το 1972 συμμετέχει επίσης για δεύτερη φορά στην Μπιενάλε Ταπισερί της Λοζάνης, ενώ την επόμενη χρονιά παίρνει μέρος στη Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας στο Μόναχο και βραβεύεται με χρυσό μετάλλιο.

Το 1978 συμμετέχει στη διεθνή έκθεση Seconde rencontre internationale d’art contemporain, στο Grand Palais στο Παρίσι, μαζί με 22 άλλους Έλληνες ζωγράφους και γλύπτες που επέλεξε η Εθνική Πινακοθήκη. Το 1979 του απονέμεται το «Αριστείο Τεχνών» από την Ακαδημία Αθηνών.

Μέσα στη δεκαετία του ‘80 θα πραγματοποιήσει άλλη μία ατομική έκθεση, το 1983, στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Μεταξύ των έργων της έκθεσης αυτής και το «Ερωτικό», 1982, το οποίο απέκτησε η Εθνική Πινακοθήκη.Το 1988, ο Γιάννης Μόραλης πραγματοποιεί τη μεγάλη του δωρεά προς την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, και το 1998 του απονέμεται ο τίτλος «Ταξιάρχης της Τιμής» από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Το 2006, παρουσιάζεται στο 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και στο Τμήμα Ταινιών Τεκμηρίωσης του 47ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης η ταινία «Γιάννης Μόραλης», του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, η οποία κατέκτησε το Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών. Στις 31 Αυγούστου του ίδιου έτους, ο Μόραλης αποχωρεί από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μετά από 36 χρόνια συνεχούς διδασκαλίας.

 

 

Το 2008, ακολουθούν η έκθεση με τίτλο «Μόραλης – Μια ανίχνευση» στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο, καθώς και η έκθεση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης με τίτλο, «Γιάννης Μόραλης – Σχέδια 1934-1994».

Το μεγάλο πάθος του Γιάννη Μόραλη ήταν η ζωγραφική και οι γυναίκες. Ήταν σχεδόν εμμονικός με την τέχνη του, και είχε μεγάλη αγάπη προς τους πίνακες του. Μάλιστα, είχε δηλώσει κάποτε σε μία από τις λιγοστές συνεντεύξεις του στην εφημερίδα «Καθημερινή» ότι παλιά δεν πουλούσε εύκολα τα έργα του, διότι δεν ήθελε να τα αποχωρίζεται. Όμως υπήρχαν περίοδοι που είχε οικονομική στενότητα και δεν είχε άλλη επιλογή. Ωστόσο, όταν κάποιες φορές συναντούσε τον κάτοχο ενός πίνακα του, τον ρωτούσε αν θέλει βερνίκωμα, θέλοντας να μάθει για την υγεία του.

Καθώς ο Μόραλης μεγάλωνε, η ζωγραφική του εξελισσόταν. Ολοένα και πιο αφαιρετικές συνθέσεις έκαναν την εμφάνισή τους. Στο ξεκίνημα της ζωγραφικής του, έθεσε ως βασικό του άξονα την ανθρώπινη μορφή. Οι σκούρες αποχρώσεις, τις οποίες χρησιμοποίησε σε συνδυασμό με το ήρεμο φως που τις περικλείει, αποδίδουν μία ρεαλιστική πραγματικότητα με ψυχολογικό βάθος.

Μετά τον πόλεμο, ο Μόραλης ξέφυγε από το νατουραλιστικό στοιχείο, που ήταν έντονο στους μέχρι τότε πίνακές του, και δοκιμάζει ένα πιο προοδευτικό, αφαιρετικό στυλ. Οι γυναικείες μορφές, που αποτέλεσαν και βασική πηγή έμπνευσης ολόκληρου του έργου του, έγιναν πιο ογκώδεις, ενώ οι γραμμές του σώματος δεν διακρίνονται πια ξεκάθαρα. Όμως, όσο πιο αφηρημένες γινόντουσαν, τόσο πιο πολύ απέπνεαν έναν ισχυρό, αρχέγονο αισθησιασμό.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η γυναικεία φιγούρα απελευθερωνόταν όλο και περισσότερο από τα κυρίαρχα γνωρίσματά της. Οι άμορφες συνθέσεις του Γιάννη Μόραλη συνεχίζουν να προκαλούν ένα έντονο ερωτισμό, με μία δόση μελαγχολίας. Είναι ίσως η τελευταία προσπάθειά του να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου μέσα από την μαγεία του έρωτα.

 

 

Ο Μόραλης υπήρξε ένας άνθρωπος μοναδικής ιδιοσυστασίας. Για παράδειγμα, οι στενές φιλικές σχέσεις του με τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι υπήρξαν πάντα εντελώς ισότιμες με εκείνες που διατηρούσε με όλους τους στενούς και αγαπητούς του φίλους. Ήταν πολύ σπάνιο την εποχή εκείνη, μέσα στην τόσο πατριαρχική δομή της κοινωνίας και ακόμα περισσότερο της συντεχνίας των εικαστικών καλλιτεχνών, να υπάρξει μια τέτοιου είδους αποδοχή και κυρίως υπέρβαση του σκοπέλου της δικής τους σεξουαλικής διαφορετικότητας. Και αυτό συνέβαινε παρά το ότι ο Μόραλης δεν διέθετε εκείνο που σήμερα θα αναγνωρίζαμε ως προωθημένη θεωρητική σκέψη, ώστε να δικαιολογείται από αυτήν η στάση του απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ήταν ο ζωγράφος της γενιάς του που ίσως είχε το μικρότερο θεωρητικό υπόβαθρο. Όμως, το αντιστάθμιζε με την τεράστια εμπειρική παιδεία του. Η στάση του, συνεπώς, απέναντι στην ομοφυλοφιλία του Τσαρούχη και του Χατζιδάκι έχει να κάνει περισσότερο με τον χαρακτήρα του, ο οποίος, κατά βάθος, ήταν αυτός ενός πολύ ντροπαλού, συνεσταλμένου ανθρώπου.

Επίσης, ο Μόραλης υπήρξε ένας άνθρωπος ανίκανος να μισήσει. Μπορούσε να θυμώνει με κάποια πράγματα, αλλά δεν μισούσε τους ανθρώπους, ούτε του άρεσε να κοντράρεται μαζί τους. Προτιμούσε να σιωπά. Παθιαζόταν, πράγματι, μόνο με τη ζωγραφική και το γυναικείο φύλο.

Ο Γιάννης Μόραλης πέθανε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου του 2009, κληροδοτώντας έναν μεγάλο πολιτιστικό πλούτο στη χώρα μας, αλλά και στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα. Το 2011 πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη η έκθεση με τίτλο «Γιάννης Μόραλης – Αρχιτεκτονικές συνθέσεις», και στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου η έκθεση «Τιμή στον Γιάννη Μόραλη». Τον Σεπτέμβριο του 2018, στο Μουσείο Μπενάκη, άνοιξε η πιο πρόσφατη αναδρομική έκθεση με σημαντικά έργα του.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ