Ο φωτογράφος που κατέγραψε στιγμιότυπα μιας ολόκληρης εποχής
Ο Κρίστοφερ Μάκος είναι ένας από τους καλύτερους και πιο γνωστούς φωτογράφους στον κόσμο, έχοντας κάνει τη φωτογραφική κάλυψη της καλλιτεχνικής σκηνής της Νέας Υόρκης από το 1970 και μετά, της πανκ και ροκ σκηνής του ’80 και ’90 στην Αμερική, αλλά και της αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής σκηνής ευρωπαϊκών πόλεων.
Έγινε διάσημος φτιάχνοντας πορτρέτα που σμιλεμένα με την αμεσότητα που χαρακτήριζε εκείνη του μποέμ ρεύματος που επευφημούσε τη διαφορετικότητα και προέτρεπε τους ανθρώπους να μη φοβούνται αυτό που είναι. Στα 75 του χρόνια, διατηρεί ακόμα τη νεανική, καλλιτεχνική του γοητεία και μια έντονη ενέργεια, ενώ δε σταματά ποτέ να προτιμά να ζει στο τώρα και να ακολουθεί το ένστικτό του.
Ο Κρις Μάκος γεννήθηκε το 1948 στο Λόουελ της Μασαχουσέτης από μητέρα Ιταλίδα και πατέρα Έλληνα. Οι Έλληνες παππούδες του (ανδρόγυνο) εγκαταστάθηκαν στο Λόουελ τη δεκαετία του ’20 και έγιναν εργάτες στο εργοστάσιο της περιοχής, το οποίο στάθηκε η αφορμή για τη γνωριμία και τη δημιουργία της οικογένειάς τους -το επώνυμο «Οικονομάκος» έγινε «Μάκος» μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στις ΗΠΑ.
Ο μικρός Κρις μεγάλωσε στην Καλιφόρνια και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη μετά το Λύκειο, στα τέλη του ’60, χωρίς σχέδια και συγκεκριμένες φιλοδοξίες. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Παρίσι, αλλά όχι φωτογραφία. Η αγάπη του για την τέχνη της δημιουργήθηκε όταν έλαβε μία φωτογραφική μηχανή σε κάποια γενέθλιά του. Τότε ήταν η αρχή, που ακολουθήθηκε από τη μαθητεία κάτω από τον Μαν Ρέι, ο οποίος τον δίδαξε να εμπιστεύεται τις «αρχικές εντυπώσεις».
Η Νέα Υόρκη, τη δεκαετία του ’70, ήταν η σκηνή μιας μοναδικής δημιουργικής έκρηξης με τον Κρις Μάκος να εντάσσεται με ευκολία στο σκηνικό αυτό, λόγω του ανοιχτού του μυαλού, όπως λέει, και να αποθανατίζει «ένα οπτικό μανιφέστο της εποχής» και τη σχέση του με την «ακατέργαστη αφέλεια» της δεκαετίας.
Ο Μάκος φωτογράφισε την «τρέλα» των νεοϋρκέζικων κλαμπ του τότε, μεταξύ αυτών και των διάσημων θαμώνων του Studio 54, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν η Λιζ Τέιλορ, ο Σαλβαδόρ Νταλί, ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά, ο Τζον Λένον, ο Ντέιβιντ Μπάουι και ο Νικ Τζάγκερ, οι οποίοι και έβαλαν την υπογραφή τους στη θύελλα δημιουργικότητας του ελληνικής καταγωγής φωτογράφου. Ο ίδιος υπήρξε αφετηρία πολλών εξελίξεων στη σκηνή της σύγχρονης αμερικανικής τέχνης και αφηγήθηκε φωτογραφικά την ιστορία του πανκ.
Καλός του φίλος και αγαπημένο του μοντέλο ήταν από την αρχή της καριέρας του και για μία ολόκληρη δεκαετία ο Άντι Γουόρχολ. Εκείνος ήταν και που έμαθε στον Αμερικανό καλλιτέχνη να κρατά τη φωτογραφική μηχανή και να φωτογραφίζει. Όπως έχει πει και ο ίδιος ο Κρις Μάκος, συνεργάστηκαν καλά και έγιναν φίλοι γιατί μιλούσαν την ίδια γλώσσα. «Οι καλλιτέχνες μιλάνε μια διαφορετική γλώσσα και εμείς συνεννοούμασταν τέλεια».
Οι φωτογραφίες του έχουν παρουσιαστεί στα μεγαλύτερα μουσεία και γκαλερί του κόσμου, όπως στο Guggenheim Bilbao και το Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, στην γκαλερί Yancey Richardson στη Νέα Υόρκη και στο Tate Modern στο Λονδίνο, ενώ οι φωτογραφίες του ξεχωρίζουν στον Τυπο και το Ίντερνετ, σε δημοσιεύσεις μεταξύ άλλων του Interview, του Paris Match και του The Wall Street Journal. Είναι συγγραφέας πολλών σημαντικών βιβλίων, στα οποία συγκαταλέγονται και τα «Andy Warhol in China: The photographs of Christopher Makos» (2007) και «Christopher Μakos polaroids» (2009).
Περισσότερα από 100 Μουσεία στον κόσμο έχουν περιλάβει τις φωτογραφίες του στις μόνιμες συλλογές τους και πολλοί συλλέκτες αγοράζουν φωτογραφίες του για τις ιδιωτικές τους συλλογές (Μάλκολμ Φορμπς, Πέδρο Αλμοδόβαρ, Τζάνι Βερσάτσε κ.ά.). Μια φωτογραφία του, όπου απεικονίζονται ο Άντυ Γουόρχολ με τη Λάιζα Μινέλι, πουλήθηκε πρόσφατα στον οίκο Σόθμπις για 45.000 δολάρια και μια άλλη της Ελίζαμπεθ Τέιλορ, για 30.000 δολάρια.
Πηγή: https://www.makostudio.com
Στην ερώτηση για το πώς περιγράφει εκείνα τα χρόνια και τη ζωή του μέσα σε αυτά, ο Κρίστοφερ Μάκος απαντά πως ήταν ξεχωριστές στιγμές για εκείνον και τη ζωή του. «Η Νέα Υόρκη ήταν τότε το επίκεντρο του κόσμου. Και εκείνη την περίοδο ήταν όλα διαφορετικά. Δεν είχε σημασία αν ήσουν πλούσιος ή φτωχός, αν είχες δουλειά ή όχι. Μπορούσες να γνωρίσεις τους πάντες.
Το Central Park είναι σχεδιασμένο στη μέση της πόλης. Κάθε Σαββατοκύριακο, οι άνθρωποι που ζουν είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά πηγαίνουν στο πάρκο και αναγκαστικά γνωρίζονται. Έτσι είναι η ΝΥ ακόμα και σήμερα. Εγώ ήμουν πολύ τυχερός που έφτασα στην πόλη στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Είχα ανοιχτό μυαλό και ο Warhol ήταν τυχερός που με γνώρισε και εγώ ήμουν τυχερός που γνώρισα όλους όσους γνώρισα και έκανα παρέα μαζί τους. Καμιά φορά είναι δύσκολο και για μένα να πιστέψω ότι γνώρισα όλους αυτούς τους πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους». Παραδέχεται ότι δεν επεδίωξε αυτόν τον τρόπο ζωής και πιστεύει ότι είχε να κάνει με το κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή.
Συνεχίζει να ζει και να εργάζεται στη Νέα Υόρκη, στο Γουέστ Βίλατζ, όπου περιφέρεται στην πόλη μόνο με ποδήλατο και καταγράφει με τον φακό του την εξέλιξή της. Είναι ένας απλός άνθρωπος που δεν εντυπωσιάζεται και δε αναζητά τα πλούτη και την πολυτέλεια. «Για μένα δε σημαίνουν τίποτα όλα αυτά, μεγάλωσα σε μια εποχή που δεν είχαν σημασία και νιώθω ακόμα χίπις.
Σήμερα, ένας από τους καλύτερους φίλους μου είναι ο Calvin Klein, ο οποίος μένει δύο τετράγωνα μακριά μου σε ένα παλάτι κι εγώ ζω σε ένα νορμάλ διαμέρισμα. Συχνά πηγαίνω στο παλάτι του με το ποδήλατο και πετάω με το ιδιωτικό τζετ του και μετά ξαναπαίρνω το ποδήλατό μου και γυρνάω στο διαμέρισμά μου. Για τους ίδιους λόγους δεν πηγαίνω στα Hamptons. Κάθε χρόνο, όλοι θέλουν να πάνε στo πάρτι στο σπίτι του Calvin των 75 εκατομμυρίων δολαρίων -εγώ αδιαφορώ. Είναι φίλος μου, αλλά δεν εντυπωσιάζεται ούτε ο ίδιος απ’ όλα αυτά κι είμαστε κυνικοί. Μας ενδιαφέρει η ευτυχία. Κι αν προσπαθείς διαρκώς να τη βρεις δεν θα είσαι ποτέ ευτυχισμένος. Με τον Calvin γελάμε και περνάμε καλά με τα πιο απλά πράγματα, όπως έκανα και με τον Andy».
Ακόμα, παραδέχεται ότι όταν τραβούσε τις φωτογραφίες ούτε σκεφτόταν αλλά κι ούτε φανταζόταν ότι θα γίνονταν διάσημες ή ντοκουμέντα. Ήταν απλά «οικογενειακές» φωτογραφίες για αυτόν, καθώς ένιωθε όλα εκείνα τα πρόσωπα σαν οικογένειά του. Θεωρεί ότι ήταν απλά η ζωή του, μια θεαματική, απλή ζωή, αλλά ότι στη βάση της απλά έκαναν παρέα και γελούσαν με χαζομάρες.