Ο θρυλικός ηθοποιός με σπίτι το… θέατρο, που τον «αποχαιρέτησαν» 50.000 άνθρωποι
Στον χορό των σκιών και των φώτων, στην αίθουσα που χορεύουν τα συναισθήματα και ξεδιπλώνονται οι ιστορίες, ένα όνομα λάμπει με ιδιαίτερη λάμψη: Βασίλης Λογοθετίδης. Στην παράσταση της ζωής του, αυτός ο θρυλικός Έλληνας ηθοποιός αναλαμβάνει τον ρόλο του αστέρα, προβάλλοντας με μοναδικό τρόπο το φως του ταλέντου, της πάθησης και της αφοσίωσης.
Με κάθε κίνηση, κάθε βήματα, αναδεικνύει έναν κόσμο γεμάτο συναισθήματα και ένταση, αφήνοντας πίσω του μια ανεξίτηλη εντύπωση και μια μεγάλη κληρονομιά από μαγικές ερμηνείες.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης γεννήθηκε στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης το 1898 και το 1915 αποφοίτησε από το περίφημο Ζωγράφειο Γυμνάσιο της Κωνσταντινούπολης. Το 1918 ήρθε στην Αθήνα και την επόμενη χρονιά εντάχθηκε στο δυναμικό του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Το ρεπερτόριό του στο θεατρικό σανίδι ήταν πολύ σημαντικό. Μπορεί κατά τη διάρκεια της καριέρας του να εμφανίστηκε μόνο σε 12 κινηματογραφικές ταινίες, ωστόσο άφησε εποχή με τις θεατρικές του ερμηνείες. Συμμετείχε σε περισσότερες από 110 ελληνικές κωμωδίες και σε πάνω από 200 ξένα θεατρικά έργα. Στις περισσότερες εμφανίσεις, παρτενέρ του ήταν η Ίλια Λιβυκού, με την οποία υπήρξαν ζευγάρι και στη ζωή, χωρίς όμως ποτέ να παντρευτούν. Οι δύο ηθοποιοί έζησαν ένα μεγάλο έρωτα, αλλά ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν, κατά βάση, μοναχικός άνθρωπος.
Στο θέατρο μπήκε κατά τύχη. Όπως γράφει η Φίνος Φίλμ, ο νεαρός Λογοθετίδης είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη με την κοπέλα του, αφού οι γονείς τους βάζανε εμπόδια στη σχέση τους. Άστεγοι και χωρίς χρήματα, βρήκαν καταφύγιο στον θίασο Κοτοπούλη, που εκείνη την εποχή αναζητούσε ηθοποιούς! Έμεινε εκεί για περίπου 30 χρόνια.
Ο Λογοθετίδης προσέφερε σε πολύ δύσκολες εποχές, μεταπολεμικές, τη διέξοδο που αναζητούσε τότε ο Έλληνας, διασκεδάζοντας τις δυσκολίες. Υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε τον λαό και που έπαιξε για τον λαό. Δύσκολα μπορεί να τον φανταστεί κανείς όπως ήταν στην κανονική του ζωή. Δεν ήταν κοινωνικός, δεν παντρεύτηκε, ούτε απέκτησε παιδιά και τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έμενε μόνος του στο Παλιό Φάληρο. Τα δύο του αδέλφια ζούσαν μακριά. Η αδελφή του στην Αμερική και ο αδελφός του στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια και ο ίδιος.
Όσοι τον έζησαν, περιγράφουν ένα μοναχικό άνθρωπο που απέφευγε τις κοσμικές εμφανίσεις και είχε αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο. Οι γείτονες του τον θυμούνται να τρώει καθημερινά μόνος, σε εστιατόριο της γειτονιάς του.
Το τέλος του, ένα τέλος που δεν άρμοζε στη φήμη του αλλά μάλλον στον τρόπο που επέλεξε να ζει, ήρθε το απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου του 1960, όταν ο Λογοθετίδης ετοιμαζόταν να πάει στο θέατρο, όπου πρωταγωνιστούσε στην παράσταση «Ο τελευταίος τίμιος».
Την ώρα που ξυριζόταν, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η οικιακή βοηθός άκουσε έναν ασυνήθιστο θόρυβο και έτρεξε στο μπάνιο, όπου τον βρήκε νεκρό.
Το 1957 είχε πάθει έμφραγμα και παρά τις συστάσεις των γιατρών να μην κουράζεται και να είναι πολύ προσεκτικός, συνέχιζε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν να περιορίσει το ποτό και το κάπνισμα.
Η είδηση του θανάτου του βύθισε στο πένθος όχι μόνο τους ανθρώπους του θεάτρου, αλλά και χιλιάδες κόσμου, που αγαπούσε και θαύμαζε τον ηθοποιό. Ύστερα από εντολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη.
Το πλήθος, που είχε γνωρίσει τον ηθοποιό μέσα από τους ρόλους του, χειροκροτούσε δακρυσμένο και οι εφημερίδες έκαναν λόγο για «δυσαναπλήρωτη απώλεια» ενώ στην εξόδιο ακολουθία του συμμετείχαν 50.000 άνθρωποι.
Μέσα από το θέατρο και τον κινηματογράφο, ο Λογοθετίδης ανέδειξε τον κόσμο της ανθρώπινης ψυχής με βάθος και ευαισθησία, κεντρίζοντας την προσοχή και κλέβοντας τις καρδιές του κοινού. Καθώς το φως σβήνει στη σκηνή, η μνήμη του Λογοθετίδη παραμένει ζωντανή, φωτίζοντας τον δρόμο για νέες γενιές καλλιτεχνών που θα ανακαλύψουν και θα αγκαλιάσουν τον μαγικό κόσμο που δημιούργησε. Και έτσι, ο Λογοθετίδης συνεχίζει να ζει μέσα από κάθε σκηνή, κάθε λέξη, κάθε συναισθηματική αναταραχή, υπενθυμίζοντάς μας ότι η τέχνη είναι η πραγματική κληρονομιά που διαρκεί στο πέρασμα του χρόνου.