Η Ελληνίδα ντίβα της Όπερας με τη «διαμαντένια» Φωνή – 100 χρόνια από τη γέννηση της
Η Μαρία Κάλλας αποτελεί όχι μόνο μια από τις μεγαλύτερες φωνές στην ιστορία της όπερας αλλά και ένα περήφανο εθνικό σύμβολο για την Ελλάδα. Με τη μοναδική της φωνή, κατάφερε να κατακτήσει τις μεγαλύτερες Όπερες του κόσμου, φέρνοντας δόξα όχι μόνο στην τέχνη της όπερας αλλά και στη χώρα μας. Η παγκόσμια φήμη της Κάλλας αναδεικνύει την ανεξίτηλη συνεισφορά της Ελλάδας στον κόσμο της μουσικής και του πολιτισμού.
Το περασμένο Σάββατο, στις 2 Δεκεμβρίου 2023, θαυμαστές κάθε ηλικίας, τίμησαν τον μύθο της μεγάλης ντίβας της Όπερας, στις εορταστικές εκδηλώσεις του Μουσείου Μαρία Κάλλας του Δήμου Αθηναίων, για τα 100 χρόνια από τη γέννησή της. Περισσότεροι από 1000 επισκέπτες έσπευσαν να το ανακαλύψουν και να γνωρίσουν ακόμη καλύτερα μία καλλιτέχνη, που άφησε ένα ξεχωριστό στίγμα στο παγκόσμιο στερέωμα.
Η διαδρομή
Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πλήρες ελληνικό όνομά της, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη. Ήταν κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και της Ευαγγελίας Δημητριάδη από τη Στυλίδα Φθιώτιδος.
Από νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη μουσική, παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα πιάνου-σολφέζ και σε ηλικία 11 ετών κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών. Ο πρώτος ρόλος της ήταν η «Σαντούτσα» στην όπερα του Μασκάνι «Καβαλερία Ρουστικάνα», σε μία παράσταση των μαθητών του ωδείου. Το 1939 εγγράφηκε στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη τραγουδιού της διάσημης Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (σημαντική τραγουδίστρια της όπερας στις αρχές του 20ου αιώνα), κοντά στην οποία γνώρισε την υψηλή τεχνική των ρόλων του ιταλικού ρομαντικού ρεπερτορίου.
Το 1940 προσλήφθηκε στη Λυρική Σκηνή του τότε Βασιλικού Θεάτρου και το 1941 πρωτοεμφανίστηκε ως «Βεατρίκη» στην οπερέτα Βοκκάκιος του Σουπέ. Στη συνέχεια και ως το 1945 πρωταγωνίστησε στην Τόσκα (1942, 1943), στον Κάμπο του Ντ’ Αλμπέρ (1944, 1945), στην Καβαλερία Ρουστικάνα (1944), στον Πρωτομάστορα του Μανώλη Καλομοίρη (1944, το μόνο ελληνικό έργο που τραγούδησε), στον Φιντέλιο του Μπετόβεν (1944) και την οπερέτα Ο Ζητιάνος Φοιτητής του βιεννέζου συνθέτη Καρλ Μιλέκερ (1945). Τον Σεπτέμβριο του 1945 επέστρεψε στη γενέτειρά της, όπου ζούσε ο πατέρας της, για να προωθήσει τη διεθνή της καριέρα, αλλάζοντας το επίθετό της σε Κάλλας. Παρότι έμεινε άνεργη έως το 1947, δεν το έβαλε κάτω και μετά από μία επιτυχημένη ακρόαση της ανέθεσαν να τραγουδήσει την «Τζιοκόντα» στην ομώνυμη όπερα του Αμίλκαρε Πονκιέλι στην Αρένα της Βερόνας.
Το 1951 εκπόρθησε και τη «Σκάλα» του Μιλάνου (άντρο της μεγάλης αντιπάλου της Ρενάτα Τεμπάλντι), με τους Σικελικούς Εσπερινούς του Βέρντι. Μετά τη «Σκάλα» του Μιλάνου ήταν η σειρά της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ) να υποκλιθεί στο φαινόμενο Μαρία Κάλλας το 1956. Η ελληνίδα ντίβα θα επιβάλλει πλήρως τους όρους της, αναγκάζοντας τον διευθυντή της Ράντολφ Μπινγκ όχι μόνο να της καταβάλλει το μεγαλύτερο ποσό που είχε πληρώσει ποτέ ο θίασος για καλλιτέχνη, αλλά και να δηλώσει ότι η πρώτη εμφάνιση της Κάλλας στη «ΜΕΤ» ήταν η πιο συναρπαστική βραδιά της ζωής του. Το καλοκαίρι του 1957 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και κυριολεκτικά αποθεώθηκε. Την επόμενη χρονιά, συνεργάστηκε με τους Αλέξη Μινωτή και Γιάννη Τσαρούχη για μια νέα παραγωγή της Μήδειας του Κερουμπίνι στη νεότευκτη Όπερα του Ντάλας. Αυτή η παράσταση μεταφέρθηκε το 1959 στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και σ’ αυτή τη θριαμβευτική «πρεμιέρα» η Κάλλας γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον μεγάλο ανεκπλήρωτο έρωτα της ζωής της.
Το 1965 αποσύρθηκε οριστικά από τις λυρικές παραστάσεις, παρά την εξαιρετική Τόσκα που τραγούδησε στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Το κύκνειο άσμα της ήταν η Νόρμα, που ανέβηκε στο Παρίσι, στις 29 Μαΐου του 1965. Στην τρίτη πράξη της όπερας του Μπελίνι κατέρρευσε επί σκηνής και μεταφέρθηκε λιπόθυμη στο καμαρίνι της. Παρά τις προσπάθειές της να ξεπεράσει τα προσωπικά της προβλήματα επιστρέφοντας στην καλλιτεχνική δράση παίζοντας στην κινηματογραφική εκδοχή της Μήδειας του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι (1969), ηχογραφεί δίσκους, διδάσκει όπερα στη μουσική σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και δίνει ρεσιτάλ με ένα παλιό της γνώριμο, τον ιταλό τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο, που κι αυτός αντιμετώπιζε φωνητικά προβλήματα. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαπόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
Η Μαρία Κάλλας, ήταν πολύ περισσότερο από μια απλή ερμηνεύτρια. Ήταν μια μορφή που ανέδειξε τον εσωτερικό πόνο μέσα από κάθε νότα και κάθε σκηνή που αποδίδονταν με συναρπαστική ερμηνεία.
Δεν τραγούδησε απλά ρόλους στη σκηνή, έζησε μέσα από αυτούς. Η φωνή της ήταν ένα όργανο που αντλούσε την ένταση των συναισθημάτων και την εκφραστικότητα που την έκανε αναγνωρίσιμη σε κάθε νότα που εξέπεμπε. Η τεχνική της ήταν ακριβής, αλλά ήταν η συναισθηματική της βάθος που έκανε τις ερμηνείες της τόσο συγκλονιστικές.
Η καριέρα της σημαδεύτηκε από εκπληκτικές επιτυχίες αλλά και προσωπικές δυσκολίες. Κατόρθωσε να κατακτήσει τις σκηνές των μεγαλύτερων όπερας του κόσμου, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπιζε τα δικά της δαιμονικά εσωτερικά ταξίδια. Αυτή η σύνθεση επιτυχιών και προσωπικών ταραχών έδωσε στη Μαρία Κάλλας τη δυνατότητα να αφοσιωθεί απόλυτα στην τέχνη, αφού ήταν ένας τρόπος να εκφράσει την ψυχή της και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής.
Ακόμα και μετά τον θάνατό της, η Κάλλας συνεχίζει να είναι ένα σύμβολο της αγάπης και αφοσίωσης στην τέχνη. Η φωνή της παραμένει ζωντανή μέσα από ηχογραφήσεις που σήμερα ακούνται από εκατομμύρια ακροατές παγκοσμίως. Η ανθρώπινη διάσταση της Κάλλας, με τις χαρές και τις δυσκολίες της, την κάνουν μια φιγούρα που εμπνέει και συγκινεί ακόμα και σήμερα. Αντιπροσωπεύει την ουσία της αληθινής τέχνης, εκφράζοντας την ανθρώπινη ψυχή με τρόπο που αφήνει ανεξίτηλο το σημάδι της στον κόσμο της μουσικής.