Βαγγέλης Παπαθανασίου: Υπόκλιση στον μεγάλο Έλληνα συνθέτη
Μύθοι

Βαγγέλης Παπαθανασίου: Υπόκλιση στον μεγάλο Έλληνα συνθέτη

O μεγάλος Έλληνας μουσικός και συνθέτης, Βαγγέλης Παπαθανασίου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών το βράδυ της Τρίτης 17 Μαΐου του 2022.

Βραβεύθηκε με Όσκαρ για την μουσική της ταινίας «Οι δρόμοι της φωτιάς το 1982». Επίσης έχει επενδύσει μουσικά πλήθος άλλων κινηματογραφικών ταινιών όπως: Blade Runner, 1492: Χριστόφορος Κολόμβος, Αλέξανδρος, Ελ Γκρέκο κ.ά.

Ο Ευάγγελος Οδυσσέας Παπαθανασίου γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1943 στην Αγριά Βόλου και από τη νεαρή ηλικία των τεσσάρων ετών έδειξε τα πρώτα σημάδια της ιδιαίτερης κλίσης του στη μουσική, ενώ στα έξι του έδωσε την πρώτη του παράσταση σε κοινό παίζοντας δικές του συνθέσεις στο πιάνο, χωρίς να έχει λάβει καμία μουσική εκπαίδευση μέχρι τότε.

Τόσο η οικογένεια όσο και οι δάσκαλοί του είδαν το μοναδικό χάρισμα που είχε και τον παρότρυναν να διευρύνει τις γνώσεις του επάνω στη μουσική, μα το παιδί θαύμα δε θέλησε ποτέ να παρακολουθήσει μαθήματα. Η φιλοδοξία του ήταν να δημιουργεί τη δική του μουσική, όπως ακριβώς την άκουγε και την αισθανόταν εκείνος, το να γίνει σολίστ στο πιάνο ή σε κάποιο άλλο μουσικό όργανο δεν ήταν κάτι που τον γέμιζε. Αργότερα, ωστόσο, σπούδασε κλασική μουσική, ζωγραφική και σκηνοθεσία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αθήνας.

 

 

Τη δεκαετία του ΄60, ο νεαρός συνθέτης δημιούργησε το συγκρότημα των Forminx που σημείωσε τεράστια επιτυχία στην Ελλάδα και ήταν αυτό που έκανε δημοφιλή την ηλεκτρονική μουσική στη χώρα. Όμως τα ελληνικά σύνορα δε συγκράτησαν τον μουσικοσυνθέτη, καθώς το πάθος του για τη μουσική τον οδήγησε, το 1968, στο Παρίσι, όπου μαζί με τον άλλον μεγάλο Έλληνα καλλιτέχνη Ντέμη Ρούσο δημιούργησαν τους Aphrodite’s Child και κατάφεραν να γίνουν το πιο δημοφιλές μουσικό σχήμα στην Ευρώπη εκείνης της περιόδου.

Η καριέρα του Βαγγέλη Παπαθανασίου πήγαινε από το καλό στο καλύτερο, ενώ η επιθυμία και η ασταμάτητη δίψα του για δημιουργία και εξερεύνηση νέων μουσικών δρόμων τον έκαναν, όντας ακόμα μέλος του συγκροτήματος, να ασχοληθεί και με άλλα projects. Το 1970, για παράδειγμα, συνέθεσε τη μουσική για μια ταινία του Χένρι Τσάπιερ (Henry Chapier), Γάλλου σκηνοθέτη, ενώ ασχολήθηκε και με τη μουσική σε ντοκιμαντέρ για την άγρια ζωή με τον Γάλλο σκηνοθέτη Φρεντερίκ Ροσίφ (Frederic Rossif), τα οποία σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.

Το Παρίσι ήταν που τον ανέδειξε, αλλά μετά τη διάλυση των Aphrodite’s Child, βρήκε το επόμενο μουσικό του καταφύγιο στο Λονδίνο, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα. Εκεί, συνέθεσε μερικά από τα πιο σημαντικά του έργα, όπως τα «Albedo 0.39», «Spiral», «Heaven & Hell», «China», «Beaubourg» και «See you later», ενώ η διεθνής του αναγνώριση ήταν πλέον γεγονός. Η δεκαετία του 1980 αποτέλεσε μια δεκαετία σταθμό για την καριέρα του, καθώς συνεργάστηκε με τη μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιό Ειρήνη Παππά, αλλά και με τον μουσικό του συγκροτήματος Yes, Jon Anderson με τον οποίο ηχογράφησαν πολλά μουσικά άλμπουμ.

 

 

Σε μία από τις τελευταίες του συνεντέυξεις στην Καθημερινή είχε δηλώσει τα εξής: «Κατ’ αρχάς, είναι προφανές ότι ο άνθρωπος χρησιμοποιεί κάθε διαφορετική πηγή ήχου για να πετύχει ένα άλφα, βήτα ή γάμμα αποτέλεσμα», εξηγεί. «Αυτή ήταν η προσέγγιση, αιώνες πριν, των συμφωνικών συνόλων, μικρών ή μεγάλων. Πάντα θεωρούσα ότι η συμφωνική ορχήστρα ήταν και η αρχή του πρώτου συνθεσάιζερ. Το να νομίζουμε ότι ο ήχος που παράγεται από τα “παραδοσιακά” μουσικά όργανα, που και αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από μηχανές, είναι ο σωστός τρόπος, αυτό είναι λάθος. Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς τα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος και κατά βάθος πώς τα χρησιμοποιεί η μουσική. Άλλωστε, όλα είναι δόνηση και η δόνηση υπάρχει παντού. Ως προς την τεχνητή νοημοσύνη που αναφέρετε και η οποία τελευταία έχει πάρει διαστάσεις μόδας, δεν βλέπω τον λόγο να χρησιμοποιώ ένα μηχάνημα με τεχνητή νοημοσύνη, τη στιγμή που μπορώ να συνεργάζομαι μ’ έναν άνθρωπο».

 

 

Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα αυτή την απάντηση, διότι κατά βάθος θα ήθελα ο συνθέτης που σφράγισε με τη μουσική του το «Blade Runner» –την ταινία που κατά τη γνώμη πολλών σε όλο τον κόσμο αποτελεί την αισθητική, κινηματογραφική, αλλά και φιλοσοφική αποθέωση της τεχνητής νοημοσύνης– να είναι έτοιμος να υποδεχθεί το νέο στάδιο της εξέλιξης του ανθρώπου, που θα προέλθει από το άνοιγμα των ασκών της νοημοσύνης. Προφανώς, όμως, η σκέψη του παραμένει σταθερά «ανθρωποκεντρική».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι απόψεις του για την Ελλάδα, τόσο τη σημερινή Ελλάδα όσο και την Ελλάδα ως διαχρονική έννοια δημιουργίας, πολιτισμού και πνευματικής ολοκλήρωσης. Σε μια συνέντευξή του στα «Πρόσωπα» και στη Μανουέλα Παυλίδου, το 1985, είχε πει ότι «οι χώρες που εισάγουν δεν διευκολύνουν τη δημιουργία, γιατί έχουν συνηθίσει να εισάγουν και όχι να εξάγουν πράγματα». Θεωρώ ότι αυτή είναι μια εξαιρετική παρατήρηση για την Ελλάδα, που ισχύει και σήμερα, παρά την όποια πρόοδο. Πιστεύει ότι η δημιουργία είναι ζήτημα νοοτροπίας – αν είμαστε και σκεφτόμαστε με εξωστρέφεια ή όχι; Το ερώτημα αυτό πυροδοτεί μια συζήτηση με επιχειρήματα που σε πολλούς θα φανούν ενδιαφέροντα όσο και απροσδόκητα, και είναι χρήσιμα για να εξηγήσουν όχι μόνο το έλλειμμα δημιουργίας στην Ελλάδα, αλλά και διεθνή φαινόμενα, όπως η οικονομική κρίση, το Brexit ή τα «κίτρινα γιλέκα».

 

Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου άφησε πίσω του ένα πλούσιο μουσικό έργο και ένα τεράστιο καλλιτεχνικό κενό.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ