Οι πρώτοι που έριξαν φως στη γέννηση των νέων άστρων
Καλά Νέα

Οι πρώτοι που έριξαν φως στη γέννηση των νέων άστρων

O Δρ Άρης Τρίτσης με τον επίκουρο καθηγητή Κώστα Τάσση του Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης είναι οι πρώτοι ερευνητές παγκοσμίως που κατάφεραν να «χαρτογραφήσουν» τρισδιάστατα ένα μεσοαστρικό μοριακό νέφος αερίων και σκόνης, δηλαδή μια περιοχή όπου γεννιούνται νέα άστρα. Η νέα τους ανακάλυψη φανερώνει πως το μαγνητικό πεδίο του νέφους δονείται σαν να παράγει ήχο, αποκάλυψη που ανοίγει τον δρόμο για την επίλυση ενός από τα μεγαλύτερα μυστήρια στην αστροφυσική, το τι είναι αυτό που καθορίζει τον αριθμό και το είδος των άστρων και των πλανητών που δημιουργούνται στον Γαλαξία μας.

Ο Άρης Τρίτσης σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και πήρε μεταπτυχιακό στην Αστροφυσική από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου, το 2013, ενώ, το 2017, έλαβε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Κρήτης, υπό την επίβλεψη του Κώστα Τάσση. Πλέον, είναι μεταδιδακτορικός υπότροφος στη Σχολή Αστρονομίας και Αστροφυσικής του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας (ANU) στην Καμπέρα, στο Αστεροσκοπείο του Βουνού Στρόμλο, και εργάζεται στην ερευνητική ομάδα του Κρίστοφ Φέντεραθ (Cristoph Federrath).

 

Ο Κώστας Τάσσης έλαβε πτυχίο Φυσικής από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το 1999, και το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στην Ουρμπάνα Καμπέιν (ΗΠΑ), το 2005. Εργάστηκε ως μεταδιδακτορικός υπότροφος στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο (2005-2008) και στο Εργαστήριο Προώθησης Τζετ της NASA και του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνια (Caltech, 2008-2011). Εκλέχτηκε επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής, το 2011, και ήρθε στην Κρήτη το φθινόπωρο του 2012. Τη χρονιά 2011-2012, διετέλεσε Επισκέπτης Ερευνητής στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ Ραδιοαστρονομίας της Βόννης στη Γερμανία. Επιπλέον, είναι ο επίκουρος καθηγητής ο οποίος ανέλαβε την υλοποίηση του πειράματος PASIPHAE στο Ινστιτούτο Ηλεκτρονικής Δομής και Λέιζερ, το 2017 -τη χρηματοδότηση του οποίου έχει αναλάβει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC) .

 

Η ανακάλυψη τους, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, ήταν ο πυρήνας της διδακτορικής διατριβής του Δρ Τρίτση, την οποία και ολοκλήρωσε στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Κώστα Τάσση. Βασίστηκε σε θεωρητικές και πειραματικές μελέτες των δύο ερευνητών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, καθώς επίσης και σε δεδομένα από τη διαστημική αποστολή Herschel του Eυρωπαϊκού Διαστημικού Οργανισμού (ESA).
«Η διαδικασία της αστρογένεσης παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα άλυτα προβλήματα στην αστροφυσική», δήλωσε ο κ. Τάσσης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «Γνωρίζουμε ότι τα αστέρια γεννιούνται σε μεσοαστρικά νέφη αερίου «αστρονομικών» διαστάσεων, όμως τι ακριβώς συμβαίνει για να φτάσουμε από το νέφος σε άστρα, όπως ο Ήλιος μας, καθώς και στους πλανήτες, είναι ακόμη μυστήριο. Τι καθορίζει αν ένα νέφος θα φτιάξει πολλά μικρά άστρα ή λίγα μεγάλα; Τι ποσοστό από το αέριο του νέφους θα μετατραπεί σε αστέρια και πόσο θα ανακυκλωθεί;».

Οι φυσικές διεργασίες που καθορίζουν τη διαδικασία της αστρογένεσης αφήνουν το αποτύπωμά τους στο τρισδιάστατο σχήμα των νεφών αυτών. Αυτά τα ίχνη θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους επιστήμονες να αποκρυπτογραφήσουν τις φυσικές διεργασίες της γέννησης των άστρων. Όμως αυτό ήταν, ως τώρα, αδύνατο, καθώς ακόμη και τα πλέον προηγμένα τηλεσκόπια μπορούν να χαρτογραφήσουν μονάχα τη δισδιάστατη προβολή των νεφών στον ουρανό και όχι την τρισδιάστατη δομή τους.

Αυτή ακριβώς είναι η πρωτοπορία των Ελλήνων ερευνητών. Μελέτησαν την περίπτωση του Μούσκα (Musca), ενός μεγάλου απομονωμένου νέφους, ορατού από το νότιο ημισφαίριο της Γης, που μοιάζει στον ουρανό με λεπτό κύλινδρο σαν βελόνα. Το νέφος, που αποτελείται κυρίως από μοριακό υδρογόνο και βρίσκεται σε απόσταση 570 ετών φωτός από τη Γη και λίγο κάτω από τον αστερισμό του Σταυρού του Νότου, έχει μήκος περίπου 27 ετών φωτός και βάθος 20 ετών φωτός, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών.

Οι Έλληνες επιστήμονες ανακάλυψαν ότι το μαγνητικό πεδίο του Μούσκα δονείται ολόκληρο, παράγοντας ήχους, οι συχνότητες των οποίων αποκαλύπτουν το πραγματικό τρισδιάστατο σχήμα του, όπως ακριβώς οι συχνότητες ενός μουσικού οργάνου -άλλος ο ήχος ενός μικρού ταμπούρλου και άλλος ενός μεγάλου τύμπανου. Με τον ίδιο περίπου τρόπο, υπολόγισαν ότι το πλάτος του είναι συγκρίσιμο με το ορατό μήκος του νέφους στον ουρανό.

«Το Μούσκα είναι το μεγαλύτερο αντικείμενο στον Γαλαξία που πάλλεται ολόκληρο», σύμφωνα με τον Άρη Τρίτση, «Η γνώση του τρισδιάστατου σχήματος των νεφών θα βελτιώσει σημαντικά την κατανόησή μας γι’ αυτά τα «μαιευτήρια» άστρων και τη γέννηση του δικού μας ηλιακού συστήματος. Το Μούσκα μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί ως «εργαστήριο» για τον έλεγχο των θεωριών σχετικά με τον σχηματισμό των άστρων και της σκόνης».

«Αυτή είναι η πρώτη φορά που διακρίναμε το «τραγούδι» ενός αντικειμένου τέτοιου μεγέθους, το πρώτο αντικείμενο στον Γαλαξία για το οποίο αναγνωρίστηκαν τέτοιες χαρακτηριστικές συχνότητες μαγνητικών δονήσεων. Είναι, επίσης, η πρώτη φορά που το «μαγνητικό τραγούδι» ενός νέφους χρησιμοποιήθηκε για την αποκρυπτογράφηση του πραγματικού του σχήματος. Είναι ιδιαίτερη χαρά για μας ότι αυτή η έρευνα πραγματοποιήθηκε όχι μόνο από Έλληνες επιστήμονες, αλλά και εντός Ελλάδας, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και το ΙΤΕ, και είναι αποτέλεσμα μιας διδακτορικής διατριβής που εκπονήθηκε εξ ολοκλήρου στη χώρα μας».

«Ήταν μεγάλη έκπληξη», συμπλήρωσε ο Κώστας Τάσσης, «καθώς το Μούσκα θεωρείτο έως τώρα από όλους τους αστροφυσικούς το πρότυπο του λεπτού κυλινδρικού νέφους. Το «τραγούδι» του απέδειξε ότι αντίθετα έχει σχήμα στρογγυλό, απλώς τυχαίνει να το βλέπουμε από τη λεπτή του πλευρά. Το σχήμα αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι το μαγνητικό πεδίο του Γαλαξία παίζει ενεργό ρόλο στον σχηματισμό και στη δομή των μεσοαστρικών νεφών. Αυτή η ανακάλυψη μας επέτρεψε να προσομοιώσουμε τη δομή του με λεπτομέρεια, ανοίγοντας, έτσι, τον δρόμο σε όσους επιστήμονες επιθυμούν να το χρησιμοποιήσουν ως ένα υποδειγματικό «εργαστήριο», όπου μπορούμε να μελετήσουμε τη διαδικασία της αστρογένεσης με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από ποτέ».

 

 

Η πρωτοποριακή ερευνητική εργασία στο πεδίο της μαγνητικής αστροσεισμολογίας χρηματοδοτήθηκε από ευρωπαϊκά προγράμματα (FP7 Marie Curie, ERC-CoG και REGPOT) και έκανε χρήση του υπερυπολογιστή Metropolis HPC στο Κέντρο Κβαντικής Πολυπλοκότητας και Νανοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ