Ο άνθρωπος πίσω από το Home Cinema
Σημαντικοί Έλληνες

Ο άνθρωπος πίσω από το Home Cinema

Theo ή Θόδωρος, όπως κι αν τον προσφωνήσει κάποιος, ο σινεφίλ νοσταλγός Καλομοιράκης θα ανταποκριθεί. Μεγάλωσε στην Ελλάδα, στις γειτονιές της Αθήνας, ανάμεσα στο πραγματικό του κόσμου και στην φαντασία που του χάριζε η 7η τέχνη. 

Με γερές σπουδές στο σχέδιο και στο σινεμά, έφυγε με υποτροφία για τις ΗΠΑ και δοκίμασε τις δυνάμεις του, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στην κριτική και στη σκηνοθεσία, ωστόσο άλλαξε ρότα μόλις θαμπώθηκε από τα απομεινάρια μιας γκρεμισμένης, εμβληματικής κινηματογραφικής αίθουσας της δοξασμένης περιόδου των movie palaces της Αμερικής. Το ιστορικό, αχανές Roxy έμελλε να αποτελέσει το σημείο αναφοράς μιας μεγάλης καριέρας στην κατασκευή «home theaters», όρο που αν είχε προλάβει να κατοχυρώσει, ίσως και να μην είχε ανάγκη να ξαναδουλέψει στη ζωή του. Ξεκινώντας από το υπόγειο του σπιτιού του, ξεκίνησε αυτοσχέδια οπτικοακουστικά συστήματα πολύ πριν γίνουν μόδα, χωρίς να διαθέτει απαραίτητα ειδικές τεχνικές γνώσεις. Η αγάπη του για το σινεμά έφερε παραγγελίες απ’ όλο τον κόσμο κι εκείνος ανταποκρίθηκε, βάζοντας τη φαντασία του να προσαρμοστεί ακόμα και σε εξωφρενικές απαιτήσεις. Ο αυτοδίδακτος σινεφιλ έχτισε γέφυρες ανάμεσα στην νοσταλγία του καλού σινεμά και της ιδιωτικής παρακολούθησης ταινιών. 

 

 

Οι συνεργασίες του καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο στο βιογραφικό του, μέσα σε αυτες και η συνεργασία με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (του οποίου ήταν συνιδρυτής), μια χαμένη ευκαιρία με τη Μέριλ Στριπ, τους λόγους της ματαίωσης της συνεργασίας του με την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, το πνεύμα και τη μέθοδο της δουλειάς του, τις ιλαρές και ενδιαφέρουσες εμπειρίες του με πελάτες, την ανελέητη άποψή του για τις ταινίες που είχε προλάβει ο ίδιος να σκηνοθετήσει, με έμφαση σε ένα φιλόδοξο σχέδιο που τον απέτρεψε οριστικά και αμετάκλητα από τη χίμαιρα του auteur. Ταγμένος στο όραμα για ένα ιδανικό σινεμά, διέσωσε πολλά θεατρικά σχέδια, αναπαράγοντάς τα με εντυπωσιακή πιστότητα. 

«Νομίζω ότι ήταν το ’81 που έφυγα από το Μπρούκλιν. Ήμουν αρραβωνιασμένος, χώρισα, έπιασα ένα διαμέρισμα στο Μανχάταν, δεν ασχολιόμουν με το βίντεο. Είχα τελειώσει το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης κι έγραφα κριτική κινηματογράφου στις ελληνικές εφημερίδες.
 Μετά έφυγα γιατί η ελληνική κοινότητα ήταν τόσο απομακρυσμένη από την κουλτούρα της Νέας Υόρκης, που ήταν σαν να ζω στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε επαφή μεταξύ Μανχάταν και Αστόριας» έχει πει σε πρόσφατη συνέντευξή του. 

 

 

 

Κάποια χρόνια πριν φύγει για την Αμερική συνεργάστηκε σε μια εταιρεία κινηματογράφου στην οποία συμμετείχαν ο  Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Παντελής Βούλγαρης, ο Βασίλης Ραφαηλίδης και ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος. Αργότερα πήραν μια υποτροφία από το Fulbright για την έκδοση του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος. Τον πρώτο χρόνο δούλεψε ως κριτικός. “ Είχαμε όλοι μας μια στήλη και γράφαμε κριτική, βάζοντας αστεράκια. Εγώ έβαζα στο «Ψυχώ» 3 αστέρια, ο Βασίλης 4, ο Αγγελόπουλος 1! Γράφαμε άρθρα για το αμερικανικό σινεμά. Τότε, λοιπόν, και ενώ ήμουν στη Σχολή Σταυράκου, αποφάσισα να στήσω έναν κινηματογράφο στο ρετιρέ όπου μέναμε στην οδό Κολοκοτρώνη, στη στοά Κουρτάκη. Το έλεγα Σινέ Κατινάκι κι είχα βάλει βασιλικούς απέξω, για να δώσω μια λαϊκή αίσθηση. Εκεί μου μπήκε το ψώνιο να φωνάζω κόσμο για να βλέπουμε ταινίες. Βέβαια, είχαμε μόνο τις ταινίες της σχολής, κάτι πειραματικές, μερικά ντοκιμαντέρ που βρήκαμε από την Αμερικανική Ταινιοθήκη. Μαζευόμασταν οι γνωστοί των γνωστών. Θυμάμαι πως ερχόταν ο Κατρανίδης, ο Αλέκος Σακελλάριος, θυμάμαι μια φορά και την Κατερίνα Χέλμη… Από κει μου μπήκε η ιδέα: ήθελα να βλέπω κινηματογράφο σε βραδιές σινεμά με φίλους” έχει δηλώσει. 

 

 

Λίγα χρόνια αργότερα το περιοδικό είχε πάρει μια επιχορήγηση από το Fulbright ώστε να δημιουργεί ταινίες και ο Αγγελόπουλος δεν την είχε χρησιμοποιήσει. “Εκείνη την εποχή είχε τελειώσει την «Αναπαράσταση» και σχεδίαζε τις «Μέρες του ’36», το 1972.” Η πρώτη του μικρού μήκους ταινία” Για λίγες μόνο Παραστάσεις” μετά το βραβείο που απέσπασε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης «ταξίδεψε» μέχρι το Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης και του χάρισε μια υποτροφία στο πανεπιστήμιο της
Παγκόσμιας Μητρόπολης για σπουδές κινηματογράφου και τηλεόρασης. “Ήταν μια μικρού μήκους ταινία που παίχτηκε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης μαζί με τις «Μέρες του ’36». Από κει μου τη ζήτησαν για το Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, της Γκρενόμπλ και ένα άλλο στην Τσεχοσλοβακία. Κάποιος που την είδε εκεί μου τη ζήτησε για το Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης, όπου δεν είχε ξαναπαιχτεί ελληνική ταινία. Την έστειλα, το 1973” έχει πει χαρακτηριστικά. 

Ο Αγγελόπουλος έγινε έξω φρενών που δεν ζήτησαν τη δική του – μου το κρατούσε πολλά χρόνια αυτό. «Μα», του έλεγα, «τι φταίω εγώ;»
Με το που παίχτηκε εκεί, λοιπόν, ένας από τους δύο διευθυντές, ο Λάζλο Μπένεντεκ, που είχε κάνει το «The Wild One» με τον Μάρλον Μπράντο, με πρόσεξε. Τελικά, μου πρόσφεραν μια υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στο τμήμα Film & TV, για την επόμενη χρονιά όμως”. 

 

Τα χρήματα ήταν ελάχιστα για να ταξιδέψει ως την Αμερική αλλα και να σπουδάσει εκεί σκέφτηκε να προτεινει σε έναν φίλο του εφοπλιστή,με την πρόφαση ότι θα γύριζε μια ταινία για τους ναυτικούς, να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για το πώς ζουν οι ναύτες, μεταφέροντας πετρέλαιο από το Μαρακαΐμπο στον Περσικό. Δούλεψε εκεί έναν χρόνο, από το ’73 ως το ’74, σπούδασε έναν χρόνο στη σχολή και αποφοιτώντας, το 1974, εργάστηκε σε μια τηλεοπτική εταιρεία, την Αστήρ TV, ως βοηθός σκηνοθέτη σε ένα σίριαλ με την Ελένη Ερήμου, τα «Ανήσυχα Νιάτα», σε σκηνοθεσία του Μανώλη Κουτελιδάκη. Έξι μήνες αργότερα βρέθηκε να είναι βοηθός σκηνοθέτη σε μια ταινία του Φίλιππα Φυλακτού, τον «Παύλο Μελά». Η φήμη όμως της ταινίας ήταν κακή και είχε χαρακτηριστεί χουντική, επειδή την είχε χρηματοδοτήσει η χούντα. Εκεί  όμως γνωρίστηκε με τον Λάκη Κομνηνό που ήταν πρωταγωνιστής, έγιναν φίλοι και εκείνος του πρότεινε να τον ακολουθήσει σε μια περιοδεία στην ελληνική επαρχία ως βοηθός σκηνοθέτη. Έτσι βρέθηκε σε ένα θίασο που δεν ήταν μπουλούκι  αλλα κάτι πιο καλό,  που μάλιστα έπαιζε δύο έργα. 

 

Όλο αυτό κράτησε 4-5 μήνες, έπειτα επέστρεψε στην Αθήνα και εκεί έκανε την δεύτερη ταινία του με τίτλο: το «Ακρόπολις Εξπρές» με τον Παπαλιό, “ Προσπάθησα να την βρω στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, μου έδωσαν το «Ακροπόλ» του Παντελή Βούλγαρη. Μου είπαν ότι η ταινία παίχτηκε μια εβδομάδα μετά τον θάνατο της Φλέρυς Νταντωνάκη, που πρωταγωνιστούσε… Ποιος ξέρει πού είναι χαμένη έχει πει σε συνέντευξή του. 

 

 

Ο Θόδωρος Καλομοιράκης μέσα στην μακρά πορεία του στον κινηματογράφο γνωρίστηκε με πολύ σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Ανάμεσα σ’ αυτούς και η Φλέρυ Νταντωνάκη αλλά και ο Μάνος Χατζιδάκις. “ Όταν κάναμε τα γυρίσματα της ταινίας Ακρόπολις Εξπρες. Την χάναμε την Φλέρυ πάντα – κάτω από τις γραμμές του τρένου έτρωγε παπαρουνόπιτες που έφτιαχνε μόνη της… Έπαιξε κι ο Φασουλής στην ταινία −δεν νομίζω να έχει παίξει σε άλλη−, ο Βογιατζής, ο Δάνης Κατρανίδης, η Ευαγγελία Σαμιωτάκη, ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε τη μουσική. Μου είχε πει: «Θα σου κάνω μουσική επιμέλεια, αν παίξει η Φλέρυ» αναφέρει σε συνέντευξή του. 

 

 

Το πρώτο home cinema το έφτιαξε στο διαμέρισμά του το 1982, με μια μεγάλη τηλεόραση και δύο ηχεία. Οργάνωνε Σαββατοκύριακο κινηματογραφικού οργίου με μια τηλεόραση Mitsubishi, αυτήν από την οποία κατέβαινε ο προβολέας. “Τον δεύτερο κινηματογράφο τον είχα τοποθετήσει στο living room και δεν άρεσε – το παράθυρο από τη μια μεριά, η κουζίνα από την άλλη, χάλαγε τη συγκέντρωση. Μαζευόμασταν φίλοι από τα περιοδικά, το Σαββατοκύριακο. Από τις 8 το πρωί ως τις 12 την άλλη μέρα βλέπαμε 30 ταινίες!” Τότε ήταν η στιγμή που αποφάσισε πως έπρεπε να πάρει πιο σοβαρά το θέμα του Home Cinema μιας και οι φίλοι του έφευγαν κατενθουσιασμένοι πάντα. Με αυτό τον τρόπο έβαλε κάτω το σχέδιο του βασιζόμενος σε δύο δεδομένα:  στα pre-recorded movies και στη διαθεσιμότητα ενός στέρεο και μιας μεγάλης οθόνης. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα δύο, ώστε να εξασφαλίζεται η πιστότητα της εικόνας, θα έλειπαν τα υλικά με τα οποία χτίστηκε το home theater. Χωρίς αυτά όπως έχει πει δεν θα σκεφτόταν ποτέ να κάνει μια αίθουσα προβολής στο σπίτι. 

 

 

Τα πρώτα χρόνια του στην Αμερική είχε αναγκαστεί να γράφει κριτικές ταινιών στις ελληνικές εφημερίδες ώστε να μπορεί να συντηρηθεί. Επειδή όμως η κοινωνία της Αστόρια ήταν μια μικρή Ελλάδα ένιωθε πως δεν μπορούσε να εξελιχθεί, έτσι αποφάσισε να μετακομίσει στο Μανχάταν και να εργαστεί ως art director σε περιοδικά. “Με έδιωξαν από το σπίτι λόγω του rent control (το είχα πάρει από έναν άλλο φίλο που το υπενοικίαζε), έψαξα με δυο φίλους μου που δούλευαν στην Time Warner για σπίτι στο Μπρούκλιν και βρήκαμε μια μονοκατοικία, townhouse. Εγώ πήρα το υπόγειο, που το είδα ως ευκαιρία για να φτιάξω τον κινηματογράφο. Είχε μέσα καζάνια θέρμανσης που τα καθαρίσαμε, έβαψα τιρκουάζ τους τοίχους και αγόρασα από έναν παλιό κινηματογράφο 8 καρέκλες – μέχρι που έξυσα τις τσίχλες που ήταν κολλημένες από κάτω, μόνο αυτό μου πήρε 6 μήνες. Πήγα και παρακάλεσα να μου μάθουν τη δουλειά του ταπετσέρη, γιατί οι καρέκλες ήταν κατεστραμμένες, με καψίματα από τσιγάρο, νάιλον τιρκουάζ κάλυμμα − ήταν από πορνοσινεμά… Τις έντυσα με κόκκινο βελούδο και πήρα έναν προτζέκτορα Barco. Τον αγόρασα, θυμάμαι, 150 δολάρια από μια εταιρεία που λεγόταν In-flight Entertainment. Τον έβαλα πάνω σε ένα κουτί, πήρα μια οθόνη από αυτές που την κρεμάς στον τοίχο κι έστησα δύο σειρές με τρεις καρέκλες καθεμία – αυτό ήταν και η καινοτομία, δεν είχες μία καρέκλα εδώ, έναν καναπέ εκεί.
 Οι δημοσιογράφοι ήρθαν, τον είδαν, «πω πω», είπαν, «σαν κανονικός κινηματογράφος». Και χάλια να ήταν, δεν τους ένοιαζε¨ είπε σε συνέντευξή του. Σε αυτό το σημείο ήταν η πρώτη μεγάλη του επιτυχία αφού έγινε θέμα στην πρώτη σελίδα του «USA Today»: «Ένα τρελό παιδί στο Μπρούκλιν έκανε κινηματογράφο μέσα στο σπίτι, το πιστεύετε;». 

 

 

Από τη στιγμή που έφτιαξε τον κινηματογράφο, ένιωσε μια έλλειψη ικανοποίησης. Το πνεύμα του Καλομοιράκη ανήσυχο όπως πάντα πρότεινε στους συνεργάτες του να πουλήσουν το σπίτι και να αγοράσουν ένα μεγαλύτερο ώστε να έχει χώρο να κάνει ένα ακόμα πιο μεγαλοπρεπές Home Cinema. “Το Roxy το έκανα γιατί ήθελα να τους δείξω ότι είμαι ικανός για κάτι καλύτερο. Πάντοτε το είχα αυτό, ήθελα να ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμή μου. Ό,τι φτιάχνω, το θεωρώ απαίσιο… Η ταινία μου «Για λίγες μόνο παραστάσεις», που πήρε 4 βραβεία, δεν βλέπεται! Το «Ακρόπολις Εξπρές», τρισχειρότερο. Για μένα, δηλαδή. Δεν μπορώ να σταθώ σε αυτό που κάνω…. Καλό, κακό, κατάρα! Έχει πει χαρακτηριστικά σε πρόσφατη συνέντευξή του. 

 

Οι προσπάθειες του Θόδωρου Καλομοιράκη για εξέλιξη δεν σταμάτησαν εκεί αλλά δεν ήταν και τυχαία επιτυχημένες όπως έχει πει “ Ό,τι είναι καλό στην Αμερική, θεωρείται κακό στην Ελλάδα” μια φράση που την πιστεύει έως και σήμερα αφού ήταν η χώρα που του έδωσε πολλές ευκαιρίες. 

 

 

 

 

“Χάνοντας” την Μέριλ Στριπ

Μέσα στις αγαπημένες του ταινίες που έχει κάνει είναι μία που δεν τελείωσε ποτέ, λεγόταν Κάμελοτ και συμπεριελάμβανε τις αναμνήσεις του από την Ελλαδα. Γυρισμένη σε 16 mm στη Νέα Υόρκη. “Τεχνική ταινία, αλλά τουλάχιστον ήμουν εγώ. Την έκανα τον πρώτο χρόνο που ήμουν στο πανεπιστήμιο. Και τον δεύτερο έκανα το «Καρφί στο φέρετρο». Έγραψα ένα σενάριο που πήρε το πρώτο βραβείο μαθητικού σεναρίου στην Αμερική και μου έδωσαν 5.000 δολάρια. Εγώ είχα μάθει όμως με τα 35 mm, έγχρωμα. Είχα τον Γιάννη τον Παυλόπουλο μοντέρ, τον Σταμάτη Τρίγκο οπερατέρ, που ήταν βοηθός σκηνοθέτη στις «Δέκα Εντολές» του Σεσίλ Ντε Μιλ. Τα 5.000 δολάρια δεν μου έφταναν. Μάζεψα 100.000 – εκείνη την εποχή αγόραζες διαμέρισμα στην Παρκ Άβενιου με αυτά τα λεφτά. Τα ξεχρέωσα σε 6 χρόνια. Για να αντιμετωπίσω τα έξοδα, έβαλα συν-σκηνοθέτη κάποιον από την τάξη μου, που άλλαξε το σενάριό μου, το έκανε αγνώριστο. Έφταιγα κι εγώ που τον άφησα να το κάνει. «Fascination» λεγόταν. Μου ζήτησαν να παιχτεί στο Φεστιβάλ των Καννών. Μεγάλη παραγωγή, με σκηνικά, χορογραφίες από τον χορογράφο του «Hello Dolly», με τις 50 Rockettes, τις χορεύτριες του Radio City Music Hall… Είχε μια σκηνή-αναδρομή από μιούζικαλ του Μπάσμπι Μπέρκλεϊ. Κάναμε έναν μήνα οντισιόν για να βρούμε τους κατάλληλους ηθοποιούς, 30-40 συνολικά. Όταν είδα την πρώτη κόπια του μοντάζ από το μηχάνημα προβολής με έπιασε τρόμος. Τους είπα πως αν ήμουν ικανός να κάνω αυτό το τέρας, δεν έπρεπε να με ξανα αφήσουν να μπω πίσω από τον φακό. 
Μετά από χρόνια αποφάσισα να ξαναδώ τις φωτογραφίες από τις οντισιόν. Μία από τις κοπέλες που είχαν έρθει ήταν η Μέριλ Στριπ. Πού να ξέρω ότι είχα μπροστά μου ένα ιερό τέρας! Ήμουν εγώ που την απέρριψα ή ήταν ο σκηνοθέτης; Πέρασε από μπροστά μου η καλύτερη Αμερικανίδα ηθοποιός κι εγώ πήρα μια άσχετη γκόμενα του σκηνοθέτη μου (του Τζόναθαν Κάπλαν), ένα ονοματάκι στο Μπρόντγουεϊ.” έχει διηγηθεί πρόσφατα σε συνέντευξή του.

Συνέχισε λέγοντας: Αυτή η κόπια υπάρχει στην Ελλάδα, την έκλεψα από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, του οποίου ήταν περιουσία. Με υποχρέωναν να κάνω την πρώτη κόπια στην Αμερική, δεν είχα όμως τα λεφτά να την κάνω. Την έφτιαξα μετά, σε ένα στούντιο ελληνικό, δεν θυμάμαι το όνομά του. Την άφησα, δεν είχα λεφτά για να την πάρω, τόσο χρεωμένος ήμουν. Ούτε για να γυρίσω στην Ελλάδα. Για έναν χρόνο, για να επιβιώσω, κουβαλούσα σάντουιτς στο Empire State Building και σε παντοπωλεία, μέχρι που έκανα δεύτερη καριέρα στα περιοδικά” δήλωσε σε συνέντευξή του. 

 

 

Η διαδρομή του Καλομοιράκη έχοντας τα πάνω της και τα κάτω της τον οδήγησε σε ένα δεύτερο σινεμά, μιας και τα μνημειώδη movie palaces είχαν σχεδόν εξαφανιστεί εκείνη την εποχή, με μοναδικό επιζήσαντα το Radio City. “Το πρώτο μου home cinema ήταν η ιδιοτροπία ενός μικρού παιδιού. Για το δεύτερο γράφτηκαν περισσότερα στον Τύπο, όπως στην πρώτη σελίδα των «New York Times»… Κάπως μαθεύτηκε στην Ιαπωνία, έπεσε στην αντίληψη εταιρειών όπως η Sony, η Yamaha και έγινε τόπος προσκυνήματος των Γιαπωνέζων, που κατέφθαναν κάθε εβδομάδα με πούλμαν, κατέβαιναν με δωράκια και μπλοκ στο υπόγειο, τους έκανα προβολή και μετά έγραφαν για την εμπειρία τους. Το πρώτο άρθρο γράφτηκε στο «Audio Visual Interiors», ένα περιοδικό για τεχνολογία και διακόσμηση. Άρχισαν να πέφτουν τηλέφωνα στη συνέχεια,” έχει περιγράψει ο Θόδωρος Καλομοιράκης. 

 

 

Οι πελάτες του Καλομοιράκης ήταν κάθε εθνικότητας, μέσα σε αυτούς  και ο Ουκρανός Πρόεδρος Κούτσμα που του είχε φτιάξει αίθουσα προβολής όπου ο Στάλιν και ο Λένιν έβλεπαν τα επίκαιρα σε ένα προάστιο του Κιέβου. Ήταν ένα τσιμεντένιο δωμάτιο, αλλά  εκείνος το είχε κάνει σαν ντάτσα (ρωσική εξοχική κατοικία). “Θυμάμαι μια κυρία στη Φλόριντα που ο άντρας της ήταν ελληνικής καταγωγής. Πήγα στο σπίτι της για συνέντευξη. «Τι θέλετε;», τη ρωτάω, «τι έχετε στο μυαλό σας;». «Ξέρω τι θέλω», μου λέει, «την Ακρόπολη. Κι αφού εσείς είστε Έλληνας…» Τρόμαξα! Εννοούσε τις Βερσαλλίες. Δεν ήξερα από πού να φύγω. Φεύγοντας, πήρε το μάτι μου κάτι ωραία λουλούδια στην κουζίνα. Τα έπιασα, «αληθινά είναι;» ρώτησα. «Όχι καλέ, ψεύτικα» ήταν η απάντηση. Παρεξηγήθηκε που τα πέρασα για αληθινά έχει δηλώσει. 

 

 

 

Τα μικρά διαμάντια, ή αλλιως οι ναοί της 7ης τέχνης που δημιούργησε ο Καλομοιράκης, είναι άλλα σε σπίτια ευκατάστατων της Αμερικής και άλλα στο Hollywood. Ο τρόπος δημιουργίας τους περιορίστηκε τυπικα και μόνο στην κύρια αίθουσα προβολής αλλά επεκτάθηκε και στον προθάλαμο ώστε παντα να προκαλεί συναισθήματα στον θεατή. Αυτή είναι η ματιά του Έλληνα σινεφίλ που βρήκε τον τρόπο να καθιερωθεί στον χώρο κατασκευής Home Cinema ακόμα κι αν δεν κατοχύρωσε ποτέ την ονομασία αυτή, παρότι εμπνευστής της. 

 

Τι είναι η thematic architecture;

Για πολλούς οι θεματικές αίθουσες είναι συνήθως χώροι σε μουσεία αλλά και σε πιθανες σκηνές για καλλιτεχνικά performances, για τον Καλομοιράκη όμως είναι ο τρόπος που φέρνει τους πελάτες του πιο κοντά στο όνειρό τους αλλά και σε αυτό που είναι. Για παράδειγμα στην Corona del Mar έχει φτιάξει έναν κινηματογράφο, τον Rich, με το γνωστό λόμπι και ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκε τον υπαίθριο χώρο, όπου αναπαρέστησε  τον κεντρικό δρόμο της πόλης, την Main Street, στην οποία είχε γεννηθεί ο πελάτης του, τοποθετώντας εκεί όλα τα πράγματα που ήταν σημαντικά στη ζωή του (ένα κοσμηματοπωλείο με τα μπιζού της γυναίκας του, μια γκαλερί με τη συλλογή των 200 αυτοκινήτων του, ένα bar-restaurant). Κάτι ανάλογο που έκαναν στο θάνατο των Φαραώ κτλ τοποθετώντας αγαπημένα τους πράγματα μέσα στις πυραμίδες. 

“Στις δουλειές που μου αρέσουν κατατάσσω μια κατασκευή που έκανα για έναν Ρώσο μεγιστάνα ελληνικής καταγωγής. Του είχα φτιάξει ήδη έναν κινηματογράφο αιγυπτιακού στυλ στη Ρωσία. Αυτός αγόρασε μια μεγάλη έκταση στη νότια Πελοπόννησο, στην Κορώνη, και μου ζήτησε να του φτιάξω εκεί κάτι που να του θυμίζει την Αγία Σοφία. Πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη, αντιγράψαμε τους κίονες, τους οποίους παραγγείλαμε να σκαλιστούν στην Ιταλία, και δημιουργήσαμε έναν κινηματογράφο με ψηφιδωτά” είπε σε συνέντευξή του. 

 

 

 

 

Ο Eddie Murphy, η Barbara Steisant  και ο Dwayne Johnson

Στην ερώτηση αν έχει δημιουργήσει κινηματογραφικές αίθουσες στο Χόλιγουντ Θόδωρος Καλομοιράκης απάντησε: “Λίγες! Στο Χόλιγουντ ο κινηματογράφος είναι η ζωή των κατοίκων του. Δεν υπάρχει εκεί η φαντασίωση που ισχύει για τον υπόλοιπο κόσμο. Έκανα δύο αίθουσες για τον Έντι Μέρφι, στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη και στο Μπέβερλι Χιλς, έναν πολύ ωραίο κινηματογράφο για τον Ντουέιν Τζόνσον, τον Rock, ένα πολύ συμπαθή άνθρωπο. Όταν πήγα να τον συναντήσω στα Hollywood Hills, μου ζήτησε μια μεγάλη χάρη: ήθελε να αγοράσει το βιβλίο μου για να του δώσω αυτόγραφο. «Ανάποδα τα είδες» του είπα. Με αγκάλιασε, με σήκωσε ψηλά, ένα θηρίο! Ενώ βλέπεις κάτι άλλους, την Μπάρμπαρα Στράιζαντ ας πούμε, η οποία μου είπε: «Θα μου δώσεις μεγάλη χαρά αν μου φτιάξεις έναν κινηματογράφο και χρησιμοποιήσεις το όνομά μου». Όταν φτάσαμε στο συμβόλαιο, μου λέει: «Δεν θα μου πάρεις λεφτά, θα μου πάρεις τη φήμη». Ήθελε να τον κάνω τσάμπα. «Ξέχνα το», της λέω, «κράτα τη φήμη σου». Και η Μάρθα Στιούαρτ ήθελε να της τον κάνω τσάμπα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είτε θα σε εκμεταλλευτούν είτε θα σου δώσουν πολύ λίγα, δήλωσε.  

Ο Θόδωρος Καλομοιράκης άρπαξε τις ευκαιρίες της ζωής και πορεύεται πάντα με γνώμονα του τον ρομαντισμό του σινεφίλ και την αγάπη προς την 7η τέχνη. Ξεπέρασε τον εαυτό του και έχει μάθει από τα λάθη του γιατι όπως έχει πει “Δεν υπάρχει σχολή για να πάς να μάθεις αυτό που κάνω. Έμαθα κάνοντας λάθη”. Αν είστε λίγο τυχεροι μπορεί να βρεθείτε σε κάποια αίθουσα που έχει δημιουργήσει ο ίδιος και να απολαύσετε το σινεμά με άλλα μάτια. 

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ