Η σημαντικότερη μορφή στην παγκόσμια όπερα
Μύθοι

Η σημαντικότερη μορφή στην παγκόσμια όπερα

Η Μαρία Κάλλας υπήρξε η σημαντικότερη μορφή στον χώρο της παγκόσμιας όπερας. Η εμβληματική της φωνή και παρουσία παραμένει έως και σήμερα σημείο αναφοράς για καλλιτέχνες αλλά και λάτρεις της όπερας. Οι εξαιρετικές μελοδραματικές της ικανότητες, η μουσικότητα αλλά και η εκπληκτική έκταση της φωνής της που κάλυπτε τρεις οκτάβες, την έφεραν στην κορυφή.

H Μαρία Αννα Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Ν. Υόρκη. Η καταγωγή των γονιών της, Γιώργου Καλογερόπουλου και η Ευαγγελίας Δημητριάδου, ήταν από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και από τη Στυλίδα αντίστοιχα. Εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Astoria και αργότερα στο Manhattan όπου ο πατέρας της άνοιξε φαρμακείο και άλλαξε το όνομά του αρχικά σε “Kalos” και αργότερα σε “Callas”. Οι γονείς της είχαν μετακομίσει στην αμερικανική μεγαλούπολη προς αναζήτηση καλύτερη τύχης.

Από νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη μουσική, παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα πιάνου-σολφέζ και σε ηλικία 11 ετών κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών. Την πρώτη της επαφή με τη μουσική την αποδεικνύει μια μαγνητοταινία από το 1935, στην οποία η Κάλλας, μόλις 12 ετών, με το ψευδώνυμο Νίνα Φορέστι μιλάει και κατόπιν τραγουδάει την άρια «un bel di vedremo» από τη Μαντάμ Μπάτερφλάϊ. Το 1937 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της και τη μεγάλη αδελφή της στην Αθήνα, μετά το διαζύγιο των γονιών της και εγγράφηκε στο Εθνικό Ωδείο, με δασκάλους τη Μαρία Τριβέλλα (τραγούδι), την Ήβη Πανά (πιάνο) και τον Γεώργιο Καρακαντά (μελοδραματική).

Ο πρώτος ρόλος της ήταν η «Σαντούτσα» στην όπερα του Μασκάνι «Καβαλερία Ρουστικάνα», σε μία παράσταση των μαθητών του ωδείου. Το 1939 εγγράφηκε στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη τραγουδιού της διάσημης Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (σημαντική τραγουδίστρια της όπερας στις αρχές του 20ου αιώνα), κοντά στην οποία γνώρισε την υψηλή τεχνική των ρόλων του ιταλικού ρομαντικού ρεπερτορίου. Οι σχέσεις της με την μητέρα της δεν ήταν πότε καλές, καθώς η μητέρα έδειχνε αδυναμία στην αδερφή της Μαρίας. Σύμφωνα με την ίδια, η μητέρα της την υποχρέωνε να τραγουδάει για τους Γερμανούς κατακτητές προκειμένου να στηρίζει οικονομικά την οικογένεια τη δύσκολη περίοδο του πολέμου, όπως εκμυστηρεύτηκε στη mezzo-soprano και στενή της φίλη Giulietta Simionato. Η Μαρία Κάλλας ποτέ δεν συγχώρησε τη μητέρα της γι” αυτό.

Στις 27 Νοεμβρίου 1940 γίνεται η πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση με τη Λυρική Σκηνή. Ενσαρκώνει  τη Βεατρίκη στο «Boccaccio» του Suppe. Μέχρι το 1945 συνεργάζεται με τη Λυρική Σκηνή και τραγουδά Tosca, Cavalleria, τη Σμαράγδα στον «Πρωτομάστορα» του Μ.Καλομοίρη, τη Μάρθα στο «Tiefland» του d” Albert και τη Leonora στο «Fidelio».

Τον Σεπτέμβριο του 1945 επέστρεψε στη γενέτειρά της, όπου ζούσε ο πατέρας της, για να προωθήσει τη διεθνή της καριέρα, αλλάζοντας το επίθετό της σε Κάλλας. Παρότι έμεινε άνεργη έως το 1947, δεν το έβαλε κάτω και μετά από μία επιτυχημένη ακρόαση της ανέθεσαν να τραγουδήσει την «Τζιοκόντα» στην ομώνυμη όπερα του Αμίλκαρε Πονκιέλι στην Αρένα της Βερόνας, έναν από τους σπουδαιότερους λυρικούς χώρους της Ιταλίας. Αν και γλίστρησε στη γενική δοκιμή και στραμπούληξε τον αστράγαλό της, κατάφερε να κάνει με επιτυχία το πρώτο σημαντικό βήμα της σταδιοδρομίας της στις 2 Αυγούστου του 1947.
Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη στη Βενετία. Ο ένας θρίαμβος διαδέχεται τον άλλο. Το 1949 εμφανίζεται στο Buenos Aires με τη Norma στο Theatro Collon. Το 1950 στο Μεξικό γίνεται Leonora στο «Il Trovatore», Fiorila στο «Il Turco in Italia» στη Ρώμη, Traviata στο Communale της Φλωρεντίας. Στο Communale της Φλωρεντίας ερμηνεύει την Ελένη στο «I Vespri Siciliani» και την Ευρυδίκη στο «Ορφέας και Ευρυδίκη».

Μαέστρος της παράστασης ήταν ο διάσημος Τούλιο Σεραφίν, ο οποίος θαύμαζε τη φωνή της και έγινε δάσκαλός της, διευρύνοντας τους τεχνικούς και ερμηνευτικούς της ορίζοντες. Όμως, στη Βερόνα ζούσε και ο βιομήχανος Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, που τη λάτρεψε, όχι μόνο ως καλλιτέχνιδα, αλλά και ως γυναίκα. Έτσι, στις 21 Απρλίου του 1949, η Κάλλας τον παντρεύτηκε, παρότι είχε τα διπλά της χρόνια, ίσως για να αναπληρώσει συναισθηματικά την απουσία της πατρικής φιγούρας, όπως γράφτηκε.

Με τη βοήθεια του Μενεγκίνι η καριέρα της Κάλλας απογειώθηκε σε ρόλους δραματικής υψιφώνου και δραματικής κολορατούρα. Το 1951 εκπόρθησε και τη «Σκάλα» του Μιλάνου (άντρο της μεγάλης αντιπάλου της Ρενάτα Τεμπάλντι), με τους Σικελικούς Εσπερινούς του Βέρντι.

 

 

Μετά τη «Σκάλα» του Μιλάνου ήταν η σειρά της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ) να υποκλιθεί στο φαινόμενο Μαρία Κάλλας το 1956. Η ελληνίδα ντίβα θα επιβάλλει πλήρως τους όρους της, αναγκάζοντας τον διευθυντή της Ράντολφ Μπινγκ όχι μόνο να της καταβάλλει το μεγαλύτερο ποσό που είχε πληρώσει ποτέ ο θίασος για καλλιτέχνη, αλλά και να δηλώσει ότι η πρώτη εμφάνιση της Κάλλας στη «ΜΕΤ» ήταν η πιο συναρπαστική βραδιά της ζωής του. Ο μύθος της είχε αρχίσει να δημιουργείται, βοηθούντος και του Τύπου.

Όμως, η εξαντλητική δίαιτα στην οποία είχε υποβληθεί και οι φωνητικοί ακροβατισμοί της (συχνά έφθανε στα όρια της φωνής της, ερμηνεύοντας εκ διαμέτρου αντίθετους ρόλους σε μία σεζόν ή και σε ένα ρεσιτάλ) είχαν επιπτώσεις στην ποιότητα της φωνής της, η οποία σταδιακά άρχισε να αδυνατίζει στις υψηλές νότες. Στην αρχή της καριέρας της, η Μαρία Κάλλας ήταν εύσωμη, μέχρι που το 1953 αποφασίζει να χάσει βάρος, το οποίο, όπως έλεγε η ίδια, την περιόριζε στη σκηνή και τη ζωή της. ‘Εχασε συνολικά 36 κιλά και έθεσε ως στόχο της να παραμείνει αδύνατη. Το καλοκαίρι του 1957 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και κυριολεκτικά αποθεώθηκε.

 

Η Μαρία Κάλλας με τον αρχιμουσικό Αντονίνο Βόττο το καλοκαίρι του 1957 στο μοναδικό της ρεσιτάλ στο Ηρώδειο

 

Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με τους Αλέξη Μινωτή και Γιάννη Τσαρούχη για μια νέα παραγωγή της Μήδειας του Κερουμπίνι στη νεότευκτη Όπερα του Ντάλας. Αυτή η παράσταση μεταφέρθηκε το 1959 στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και σ’ αυτή τη θριαμβευτική «πρεμιέρα» η Κάλλας γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον μεγάλο ανεκπλήρωτο έρωτα της ζωής της.
Το 1960 τραγουδάει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου Νόρμα και Μήδεια σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας. Είναι στο Covent Garden του Λονδίνου με την «Tosca» σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι.

Το καλοκαίρι του 1964, σε μια έξοδό της από τον Σκορπιό, παρακολουθεί μαζί με τον Ωνάση μία μουσική εκδήλωση του φεστιβάλ της Λευκάδας και εκφράζει την επιθυμία να τραγουδήσει. Βρίσκεται ένα πιάνο κι ένας νεαρός πιανίστας (ο μετέπειτα συνθέτης Κυριάκος Σφέτσας), και χωρίς πρόβα η Κάλλας τραγουδά την άρια της Σαντούτσα Voi lo sapete, o mamma («Εσείς το ξέρετε, μητέρα») από την Καβαλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι, που ήταν και ο πρώτος ρόλος της καριέρας της στην παράσταση του Εθνικού Ωδείου το 1937. Το 1965 αποσύρθηκε οριστικά από τις λυρικές παραστάσεις, παρά την εξαιρετική Τόσκα που τραγούδησε στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Το κύκνειο άσμα της ήταν η Νόρμα, που ανέβηκε στο Παρίσι, στις 29 Μαΐου του 1965. Στην τρίτη πράξη της όπερας του Μπελίνι κατέρρευσε επί σκηνής και μεταφέρθηκε λιπόθυμη στο καμαρίνι της.

 

 

Στη συνέχεια προσπαθεί να βάλει μια τάξη στα προσωπικά της. Ζητά διαζύγιο από τον σύζυγό της για να παντρευτεί τον Ωνάση, ο οποίος αρνείται να της το δώσει. Το 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι. Πλέον, ελπίζει ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν, κάτι που τελικά δεν συμβαίνει, καθώς τον Ιούλιο του 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κένεντι, Τζακ. Αυτή του η πράξη βυθίζει σε κατάθλιψη την κορυφαία υψίφωνο.

Καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να ξεπεράσει τα προσωπικά της προβλήματα, επανακάμπτοντας στην καλλιτεχνική δράση. Παίζει στην κινηματογραφική εκδοχή της Μήδειας του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Πιερ-Πάολο Παζολίνι (1969), ηχογραφεί δίσκους, διδάσκει όπερα στη μουσική σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και δίνει ρεσιτάλ με ένα παλιό της γνώριμο, τον ιταλό τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο, που κι αυτός αντιμετώπιζε φωνητικά προβλήματα. Το 1970 γυρίζει σε ταινία τη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Παζολίνι. Στις 8 Δεκεμβρίου 1973 είναι  η τελευταία της δημόσια εμφάνιση όπου τραγούδησε άριες στην όπερα του Παρισίου, το κοινό μάλιστα την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές.

 

Η προσωπική της ζωή ήταν πάντα στο επίκεντρο. Η εμμονή της με τη δίαιτα και κυρίως ο έρωτας της για τον Αριστοτέλη Ωνάση, αποτελούσαν το βασικό θέμα εφημερίδων και περιοδικών.  Ο γάμος της με τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της βιομήχανο Giovanni Battista Meneghini το 1949 αλλά όποιος άνδρας πέρασε από τη ζωή της, βρισκόταν σχεδόν πάντα στα πρωτοσέλιδα της εποχής.

Έκτοτε, η Μαρία Κάλλας κλείστηκε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και τον εαυτό της. Η μεγάλη ντίβα έφυγε από τη ζωή το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου 1977 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 54 ετών, 2 μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του άνδρα που σημάδεψε την ζωή της του Αριστοτέλη Ωνάση. Το σώμα της αποτεφρώθηκε και στις 3 Iουνίου του 1979 η στάχτη της σκορπίστηκε στο Aιγαίο, όπως επιθυμούσε.

 

 

ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΟΤΙ...


  • Το πραγματικό της όνομα ήταν  Μαρία Αννα Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου
  • Σε μαγνητοταινία του 1935 φαίνεται η Κάλλας, 12 ετών τότε, με το ψευδώνυμο Νίνα Φορέστι να μιλάει και να τραγουδάει την άρια “un bel di vedremo” από τη Μαντάμ Μπάτερφλάϊ
  • Το σώμα της αποτεφρώθηκε και η τέφρα της ρίχθηκε στη θάλασσα του Αιγαίου

ΣΧΟΛΙΑ

  Σχόλια: 1

  1. Παύλος Γκραίκης

    Ηταν και παραμένει Θεά και Μούσα !


ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ