Από τη Νέα Υόρκη στην Τσεχία, από το Σάο Πάολο στην Ουγκάντα, στη Μαδρίτη και από εκεί στην Αυστρία και τη Γερμανία. Η τέχνη της Τζένης Μαρκέτου έχει ταξιδέψει ανά τον κόσμο και έχει παρουσιαστεί μέσα από πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων.
Έργα της έχουν παρουσιαστεί σε μεγάλες εκθέσεις και μουσεία, όπως το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης (CCA) στη Σάντα Φε του Νέου Μεξικού, στη Μπιενάλε της Βενετίας, στη Μπιενάλε της Σεβίλλης, στο Ίδρυμα Palazzo Strozzi στη Φλωρεντία της Ιταλίας, το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι, το Eyebeam στη Νέα Υόρκη, το ZKM (Κέντρο Τέχνης και Τεχνολογίας των Νέων Μέσων) στην Καρλσρούη της Γερμανίας, το Νέο Μουσείο στη Νέα Υόρκη κ.α.
Η Τζένη Μαρκέτου γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε φωτογραφία και time-based art, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Pratt και έχει διδάξει στο Cooper Union School of Art της Νέας Υόρκης. Επίσης έχει εκδώσει το φωτογραφικό λεύκωμα “The Great Longing: The Greeks of Astoria”.

Η ίδια έχει παραδεχθεί ότι για έναν καλλιτέχνη είναι εξαιρετική εμπειρία να βρίσκεται και να εργάζεται στο περιβάλλον της Νέας Υόρκης, καθώς παίρνοντας απλά το τρένο και μέσα σε λίγες στάσεις έχει τη δυνατότητα να βρεθεί σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους.
Έχει πραγματοποιήσει πολυμεσικές εγκαταστάσεις και έργα τέχνης με τη βοήθεια της έρευνας και της συνεργασίας, καθώς και των προγραμμάτων καλλιτεχνικής φιλοξενίας και της ανάθεσης έργων, που παρουσιάστηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Στο έργο της χρησιμοποιεί τις βιντεοεγκαταστάσεις, το διαδίκτυο, την περφόρμανς, τη φωτογραφία και το δημόσιο διάλογο. Η πλειοψηφία των έργων της βασίζεται στην παρατήρηση, την έρευνα, τη διαδικασία εξέλιξης, η οποία συχνά είναι πολυεπίπεδη, χιουμοριστική και ειρωνική, διερευνώντας την πολιτισμική και κοινωνική σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την τεχνολογία.
Σε πρόσφατη συνέντευξή της, η Τζένη Μαρκέτου αναδεικνύει πώς η πρώιμη εμπειρία της στη Νέα Υόρκη διαμόρφωσε την αντίληψή της ότι η τέχνη είναι βαθιά κοινωνική — όχι κάτι που περιορίζεται στις γκαλερί, αλλά κάτι που εκδηλώνεται παντού όπου οι άνθρωποι ζουν, αλληλεπιδρούν και μοιράζονται χώρο και χρόνο. Θυμάται την πρώτη της δημόσια εγκατάσταση, στον σταθμό «Jamaica» του Κουίνς, όπου, παρά τις αντιδράσεις για την επιλογή των πορτρέτων που χρησιμοποίησε, «φοβήθηκα πολύ», αλλά την οδήγησε στη συνειδητοποίηση ότι ένα έργο στον δημόσιο χώρο πρέπει να μοιάζει σαν να υπήρχε πάντα εκεί — να έχει δηλαδή ρίζες στο χώρο και στην κοινότητα, κάτι που απαιτεί προσεκτική έρευνα και ευαισθησία προς τους ανθρώπους γύρω.
«Για να κάνει ένας καλλιτέχνης ένα έργο στον δημόσιο χώρο πρέπει να κάνει μεγάλη έρευνα… Θέλω αυτός που θα περάσει να πιστέψει ότι υπήρχε πάντα εκεί.»
Τονίζει επίσης τον ανθρωποκεντρισμό ως μία πρόκληση — πιστεύει πως ήρθε η ώρα να επανεξεταστεί ο ρόλος του ανθρώπου ως «πρωταγωνιστή», και να δημιουργηθούν έργα όπου μη-ανθρώπινες κοινότητες, οικοσυστήματα και στοιχεία της φύσης ισοσταθμούνται με τον άνθρωπο.
Στα έργα της συμπεριλαμβάνονται το “RED EYED SKY WALKERS”, όπου εγκαταστάθηκε σε δημόσιο χώρο και περιλάμβανε 99 μετεωρολογικά κόκκινα μπαλόνια από λάτεξ, 9 ασύρματες βίντεο κάμερες, 9 υπολογιστές, 9 επίπεδες οθόνες, βίντεο προβολή σε server αποκλειστικής χρήσης και ειδικά σχεδιασμένο λογισμικό για τη διαχείριση ζωντανής σύνδεσης σε Αθήνα και Κλίβελαντ.
Το 2011 παρουσίασε το “Silver Series” με 50 Mylar μπαλόνια φουσκωμένα με ήλιο και το “PAPEROPHANIES” στο εργαστήριο της PRAXIS Gallery του Artium Museum με συζητήσεις και δημόσια “διαμαρτυρία” στις πόλεις Βιτόρια και Μπιλμπάο στη χώρα των Βάσκων, ενώ το 2012 δημιούργησε το “Sunspotting A Walking Forest” για το Highline Park στη Νέα Υόρκη, σε συνεργασία με τον Otto Von Busch και φοιτητές από το Parsons School of Design.

Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο της Βραζιλίας και στη Manifesta 1 του Ρότερνταμ, ενώ έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το NYSCA Grant, το CCA Artists Residency Santa Fe, το Ohio State Art Council Grant, το Eyebeam Artist Grant and Residency και το New Media Residency and Co-production, Banff, Canada.
Τα τελευταία χρόνια συνεχίζει να παρουσιάζει σημαντικά έργα σε διεθνές επίπεδο. Το 2022 παρουσίασε το “Rivering” στο New York Harbor, ενώ το 2023 συμμετείχε στη Vienna Art Week με το έργο “The Hatchery, An Aquatic Lab” και πήρε μέρος στο πρόγραμμα Mystery 42 – Futuring Waters της Ελευσίνας, Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. Το 2024 δημιούργησε στη Βιέννη το site-specific έργο “In the Belly of a Garden”, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Turning the Tide, χρησιμοποιώντας ένα παραδοσιακό ξύλινο βαρκάκι που βρέθηκε στον Δούναβη, ως σύμβολο μνήμης και οικολογικής φροντίδας. Από το καλοκαίρι του 2024 έως την άνοιξη του 2026 παρουσιάζει στην Αθήνα, στο Μέγαρο Μουσικής, την εγκατάσταση “Folly for Songs for Funk Kinships”, μια δημιουργία στο Megaron Garden που λειτουργεί ως καταφύγιο για “άγριες συγγένειες” και αισθητηριακούς συγχρονισμούς ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη-ανθρώπινο.








