Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας εκ των κορυφαίων ποιητών της Ελλάδας, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, όπως έχει χαρακτηριστεί. Το έργο του αποτελείται από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Οι ξένες εκδόσεις του έργου του, που έχουν μεταφραστεί σε σαράντα διαφορετικές γλώσσες, ανέρχονται σε 266.
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1909 στη Μονεμβασιά. Ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας Ρίτσου. Ο πατέρας του, Ελευθέριος, γεννήθηκε το 1872 και είχε καταγωγή από την Κρήτη. Ο Ελευθέριος Ρίτσος ήταν κληρονόμος τεράστιας κτηματικής περιουσίας και βασιλόφρων. Είχε συναναστροφές με τον κλήρο και είχε ελλιπείς γνώσεις καθώς τελείωσε μονάχα το δημοτικό. Η μητέρα του Ρίτσου ήταν η Ελευθερία Βουζουναρά, γεννημένη το 1879, κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο. Οι δυο τους παντρεύτηκαν όταν ήταν ακόμα εκείνη 13 ετών και είχε συμφωνηθεί ότι θα συζούσαν οριστικά μόλις τελείωνε το γυμνάσιο.

Η οικογένεια ζούσε απέναντι από την Παναγία τη Χρυσαφίτισσα. Αργότερα εγκαταστάθηκε οριστικά, μετά τη γέννηση του Γιάννη, σε ένα σπίτι που αγόρασε ο Ελευθέριος στην είσοδο της καστροπολιτείας, δίπλα στα τείχη, σπίτι που αποκαταστάθηκε και σώζεται ως σήμερα.
Η ζωή του Ρίτσου κατά την παιδική του ηλικία στη Μονεμβασιά ήταν ανέμελη και πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια κοντά στη φύση. Κάποια προβλήματα που είχε με την όραση του στην παιδική ηλικία λόγω ίσως τραχωμάτων τον τρομάζουν. Ο φόβος μήπως χάσει το φως του τον συνόδευε μέχρι την ωριμότητά του. Η μητέρα του, που ήταν καλλιεργημένη, του έδειχνε πολλή αγάπη και τρυφερότητα.
«Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του».
Η γιαγιά του η Άννα του έλεγε παραμύθια, όπως επίσης κι ένας Μωραΐτης, που φρόντιζε αυτόν και τη Λούλα, μετά τη δολοφονία του παππού τους το 1910. Ο Ρίτσος από μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών. Η μητέρα του τον υποστήριζε απόλυτα σ’ αυτή του την κλίση και θεωρούσε πως κάποια μέρα θα διαδεχόταν τον Κωστή Παλαμά. Αργότερα τον έγραψε ως συνδρομητή στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων.

Ο Ρίτσος ολοκλήρωσε τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδόθηκαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, τα οποία κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου του 1936. Το ποίημα αυτό έγινε ένα από τα γνωστότερα στο ελληνικό κοινό ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου. Μετά από αυτό το γεγονός, ο Ρίτσος εξακολούθησε να γράφει στις σποραδικές παράνομες εκδόσεις του Ριζοσπάστη ως ΣΟΣΤΙΡ (αναγραμματισμός του ΡΙΤΣΟΥ).
Στις 15 Οκτωβρίου του 1936, ο Ρίτσος έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι παραστάσεις που έδινε ως χορευτής και ως ηθοποιός (οι οποίες δεν τον έκαναν ιδιαίτερα υπερήφανο) τον ταλαιπώρησαν τόσο, που τον οδήγησαν στο να υποτροπιάσει η υγεία του. Αυτή τη φορά, από τον Οκτώβριο του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938, έζησε στο Σανατόριο της Πάρνηθας, στο οποίο έγραψε το Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα και την Εαρινή Συμφωνία, χάριν του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Οι συμφορές τόσο για την οικογένεια, όσο και για τον ίδιο συνεχίστηκαν, όταν η αδελφή του η Λούλα επισκέφτηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1937 την αδελφή τους και της είπε ότι είδε τον Θεό. Ακολούθως, κατευθύνθηκε κι εκείνη στο Δαφνί, όπου βρισκόταν ο πατέρας της και μάλιστα στις 5 Νοεμβρίου 1938 είδε να βγάζουν τη σορό του πατέρα της από τον απέναντι θάλαμο. Ο Ρίτσος εμπνεύστηκε από τα παθήματα της αδελφής του και έγραψε το ποίημα Τραγούδι της Αδελφής μου, για το οποίο ο Κωστής Παλαμάς έγραψε στο τελείωμα του τετράστιχου: «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις.»
«Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει».
Τότε χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Κώστας Ελευθερίου υπογράφοντας τρία ποιήματα που δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα. Το ίδιο έτος γράφει τον «Επιτάφιο», ένα από τα πιο γνωστά του έργα.

Παράλληλα συμμετέχει σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου αλλά και της Λυρικής Σκηνής. Το 1942 προσχωρεί στο μορφωτικό τομέα του ΕΑΜ. Στα Δεκεμβριανά καταστρέφεται το αρχείο του. Το 1945 ξεκινά τη συγγραφή της «Ρωμιοσύνης». Το 1948 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στη Λήμνο. Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο. Πέρα από τα ποιήματα που γράφει κατά τη διάρκεια της εξορίας του, στρέφεται και στη ζωγραφική. Με τη βοήθεια συντρόφων του κάποια έργα του, αυτής της περιόδου σώζονται, χαρακτηριστικό παράδειγμα τα χειρόγραφά του, που είχε θάψει ο Μάνος Κατράκης.
Το 1950 η υγεία του έχει επιδεινωθεί, αν και τον αφήνουν ελεύθερο, ένα μήνα αργότερα συλλαμβάνεται ξανά και μεταφέρεται στον Αϊ-Στράτη. Τελικά επιστρέφει από την εξορία στην Αθήνα το 1952, μεταφέροντας όλα τα ποιήματα και έργα ζωγραφικής του σε δύο βαλίτσες με διπλό πάτο. Τον Απρίλιο του 1954 εκδίδεται η «Αγρύπνια». Περιέχει δε τη «Ρωμιοσύνη» και την «Κυρα των Αμπελιων».
Το 1966 «Η Ρωμιοσύνη» αποσπάται από το σώμα της Αγρύπνιας και εκδίδεται για πρώτη φορά σε χωριστή έκδοση. Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί ορισμένα αποσπάσματα της και στο δίσκο που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά τους στίχους ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Το 1967 μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Λέρο. Το 1968 η διάγνωση του με καρκίνο τον οδηγεί στο να καταστρέψει κάποια μισοτελειωμένα έργα του, θεωρώντας πως δεν θα προλάβει να τα ολοκληρώσει.

Τα επόμενα χρόνια μέχρι το θάνατο του είναι πλούσια σε συγγραφικό έργο, αλλά και πολιτική δράση.
Πεθαίνει σαν σήμερα, στις 11 Νοεμβρίου το 1990 και οδηγείται στην τελευταία του κατοικία στη Μονεμβασιά.
«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει, με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου».
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Το 1956 του απονέμεται το Πρώτο Κρατικό Βραβείο ποίησης για την “Σονάτα του σεληνόφωτος”. Το 1972 διακρίνεται με το Μέγα διεθνές βραβείο ποίησης στο Βέλγιο. Ακολουθεί 3 χρόνια μετά, το 1975, το Διεθνές βραβείο “Γκεόργκι Δημητρώφ” το οποίο του απονέμεται στη Βουλγαρία, επίσης αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Την ίδια χρονιά στη Γαλλία διακρίνεται με το Mέγα βραβείο ποίησης “Αλφρέ ντε Βινύ”, ενώ προτείνεται για βραβείο Νόμπελ. Το 1976 αποκτά το Διεθνές βραβείο “Αίτνα-Ταορμίνα”. Το 1977 του απονέμεται το “Βραβείο Ειρήνης του Λένιν” και το 1978 το Διεθνές βραβείο “Μποντέλο”. Το ίδιο έτος αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Μπίρμιγχαμ. Το 1986 του απονέμεται το βραβείο «Ποιητή Διεθνούς Ειρήνης» του ΟΗΕ και μετάλλιο από το Εθνικό Νομισματοκοπείο Γαλλίας. Τον Μάρτιο του 1987 αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Δήμαρχος Αθηνών του απονέμει το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής της πόλης. Το 1990 του απονέμεται το μετάλλιο «Ζολιό-Κιουρί», ανώτατη διάκριση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης.





