Σε μια Ελλάδα που πάλευε να σταθεί όρθια μέσα από τον πόλεμο και τη φτώχεια, ο Νίκος Τσιφόρος κατάφερε να χαρίσει γέλιο εκεί που κυριαρχούσε η πίκρα. Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια το 1909, μεγάλωσε στην Αθήνα και από μικρός άρχισε να γράφει ιστορίες. Σπούδασε νομικά, άσκησε τη δικηγορία και εργάστηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο, όμως πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι η ζωή του ανήκε στο χαρτί και στο θέατρο. Όπως έλεγε κι ο ίδιος, «η γης έχει εμάς και σπάει κέφι μαζί μας», αφήνοντας να εννοηθεί πως η ανθρώπινη ύπαρξη είναι πολύ πιο φευγαλέα και αστεία απ’ όσο νομίζουμε.
Από τη δικηγορία στο θέατρο
Η πρώτη του επιθεώρηση γράφτηκε το 1928 για ένα θερινό θέατρο στη Φρεαττύδα, όμως η μεγάλη του επιτυχία ήρθε χρόνια αργότερα, μέσα στην Κατοχή, με την «Πινακοθήκη των Ηλιθίων». Το έργο ανέβηκε το 1944 από τον Δημήτρη Χορν και τη Μαίρη Αρώνη και έκανε τον κόσμο να ξεχάσει, έστω για λίγο, τις στερήσεις της εποχής. Από εκεί κι έπειτα ακολούθησε μια καριέρα γεμάτη θεατρικά έργα, επιθεωρήσεις και σενάρια που άφησαν εποχή.
Ο Τσιφόρος έβλεπε την καθημερινότητα σαν σκηνή θεάτρου. Παρατηρούσε τους μικρούς ανθρώπους, τους περιθωριακούς τύπους, αυτούς που η «σοβαρή» κοινωνία προσπερνούσε, και τους έκανε πρωταγωνιστές. Στο «Τα παιδιά της πιάτσας» έπλασε έναν ολόκληρο κόσμο, με τις αδυναμίες, τα πάθη και τις ατάκες του. Ήταν, όπως έλεγε, «οι άνθρωποι και τα ανθρωπάκια» που συνθέτουν την πραγματική εικόνα της κοινωνίας.
Ο σατιρικός καθρέφτης
Με το χιούμορ του, ο Τσιφόρος δεν χάριζε κάστανα. Έγραψε παρωδίες ιστορικών γεγονότων, σατίρισε ήρωες και κατεστημένα, δημιούργησε τον Μίλωνα Φιρίκη, τον «Μυστικό Πράκτορα χωρίς 08», για να δείξει με τον πιο ανάλαφρο τρόπο ότι και τα μεγάλα πρότυπα της εποχής μπορούν να γίνουν αντικείμενο γέλιου. Όπως σημείωνε σκωπτικά, «το κοροϊδιλίκι των ανθρώπων, πάνω στο οποίο βασίζεται κάθε θρησκεία, είναι από την πρώτη μέρα μέχρι σήμερα». Η πένα του δεν σταματούσε στην κωμωδία· έφτανε μέχρι τον πυρήνα της κοινωνικής κριτικής.
«Επάγγελμα: Με μια γραφομηχανή στο χέρι. Γράψε εδώ, γράψε εκεί, να φέρεις τη μια άκρη με την άλλη.»
Δεν ήταν όμως μόνο σατιρικός. Μέσα από τις γραμμές του περνούσε και μια υπαρξιακή αγωνία. «Πέθανες και περάσανε πενήντα χρόνια και μήτε κανένας ξέρει αν υπήρξες», έγραφε, υπενθυμίζοντας ότι η μνήμη και η λήθη είναι πιο δυνατές από κάθε ανθρώπινη φιλοδοξία.
Η κληρονομιά
Ο Νίκος Τσιφόρος έγραψε πάνω από σαράντα θεατρικά έργα και εξήντα σενάρια, ενώ σκηνοθέτησε ταινίες που έμειναν στην ιστορία. Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά, χάρισε χρονογραφήματα και ευθυμογραφήματα που έκαναν τον κόσμο να γελάει σε εποχές που το είχε ανάγκη. Ακόμη και μετά τον θάνατό του, το 1970, τα βιβλία του συνεχίζουν να επανεκδίδονται και να διαβάζονται: Ελληνική Μυθολογία, Σταυροφορίες, Ιστορία της Γαλλίας, Ιστορία της Αθήνας, όλα γραμμένα με το μοναδικό του ύφος, όπου το σοβαρό γίνεται αστείο και το αστείο σοβαρό.

Όπως γράφτηκε τότε στις εφημερίδες, με τον χαμό του Τσιφόρου «γέλασαν για τελευταία φορά οι ήρωές του και έκλαψαν οι φίλοι του». Γιατί ο Νίκος Τσιφόρος δεν ήταν απλώς ένας συγγραφέας κωμωδιών· ήταν ο καθρέφτης μιας Ελλάδας που ήθελε να ζήσει, να ξεχάσει, να ονειρευτεί. Και αυτό το χάρισμα, να μετατρέπει τον πόνο σε γέλιο και τη σάτιρα σε τέχνη, παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα.
Το ντεμπούτο του έγινε το 1948 με το σενάριο για το φιλμ «Εκατό Χιλιάδες Λίρες» (σε σκηνοθεσία του Αλέκου Λειβαδίτη) ενώ την ίδια χρονιά ξεκινά και τη συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ γράφοντας και σκηνοθετώντας την δραματική ταινία «Χαμένοι Άγγελοι» με την Ειρήνη Παπά και την Σμαρούλα Γιούλη. Η επίσης δραματική «Τελευταία Αποστολή» (1949) ήταν η δεύτερη ταινία του για τη Φίνος Φιλμ και η πρώτη ελληνική ταινία που διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών (στην 4η διοργάνωση, το 1951). Δεν άργησε να στραφεί στην κωμωδία, όπου άλλωστε είχε ιδιαίτερο ταλέντο. Έτσι σκηνοθετεί το φιλμ «Έλα στο Θείο» (1950) αλλά και την «Ωραία των Αθηνών» (1954) όπου δημιουργεί τον τύπο που θα ακολουθεί τη Γεωργία Βασιλειάδου ως το τέλος της καριέρας της. Ο Τσιφόρος εμπνεύστηκε το όνομα της ταινίας «Η Ωραία των Αθηνών» από τα πρώτα καλλιστεία που είχαν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, διακωμωδώντας φυσικά την παρουσία της πιο όμορφης «άσχημης» του ελληνικού κινηματογράφου.
Ακολούθησαν δύο ακόμα αθάνατες κωμωδίες της Φίνος Φιλμ: «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959) και «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός» (1961) με τον Βασίλη Αυλωνίτη να δίνει ακόμα μεγαλύτερη διάσταση με την ερμηνεία του στον ρόλο που έγραψε ο Τσιφόρος. Συνεργαζόμενος με άλλους παραγωγούς σκηνοθέτησε τις ταινίες «Το Παιδί μου Πρέπει να Ζήσει» (1951), «Ο Πύργος των Ιπποτών» (1952), «Το Ποντικάκι» (1954), «Ο Άνεμος του Μίσους» (1954), «Γλέντι, Λεφτά κι Αγάπη» (1955), «Τσιγγάνικο Αίμα» (1956), «Τρεις Ντετέκτιβς» (1957), «Ο Γυναικάς» (1957), «Ο Λεφτάς» (1958), «Τρεις Κούκλες κι Εγώ!» (1960). Από το 1961 στρέφεται αποκλειστικά στη συγγραφή σεναρίων αφήνοντας σε άλλους την καρέκλα του σκηνοθέτη.
Για τη Φίνος Φιλμ εκτός από τις ταινίες που σκηνοθέτησε έγραψε το σενάριο έξι φιλμ άλλων σκηνοθετών που πλέον συγκαταλέγονται στις καλύτερες ελληνικές κωμωδίες: «Η Κυρία του Κυρίου» (1962), «Ο Θόδωρος και το Δίκανο» (1962), «Οι Κληρονόμοι» (1964), «Ένα Έξυπνο Έξυπνο Μούτρο» (1965), «Μια Tρελλή Tρελλή Οικογένεια» (1965), «Η Γυναίκα μου Τρελλάθηκε» (1966). Σε δικά του θεατρικά έργα βασίστηκαν τα σενάρια των ταινιών της Φίνος Φιλμ «Ένα Κορίτσι για Δύο» (1963), «Μια Ιταλίδα Από Την Κυψέλη» (1968) και «Ο Κατεργάρης» (1971). Δικά του επίσης είναι τα σενάρια για ταινίες άλλων παραγωγών, όπως «Ο Τζίτζικας και ο Μέρμηγκας» (1958), «Ζητείται Τίμιος» (1963), «Διακόσια Ένα Καναρίνια» (1964), «Ο Καταφερτζής» (1964), «Αν Έχεις Τύχη» (1964), «Αχ Αυτή η Γυναίκα Μου» (1967), «Ο Εξυπνάκιας» (1967), «Βοήθεια! Ο Βέγγος Φανερός Πράκτωρ “000”» (1967) και «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος» (1968).