
Η αρχόντισσα της θάλασσας και της επανάστασης
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα δεν ήταν απλώς ηρωίδα. Ήταν φαινόμενο. Μια γυναίκα σε μια ανδροκρατούμενη εποχή που τόλμησε όχι μόνο να σταθεί ισότιμα με τους άντρες της Επανάστασης, αλλά και να τους ξεπεράσει. Με γενναιότητα, διορατικότητα και αφοσίωση, έγραψε το όνομά της δίπλα στους πρωταγωνιστές της Ελευθερίας — με πλοία, μάχες και την ψυχή της ολόκληρη δοσμένη στην Ελλάδα που δεν είχε ακόμη γεννηθεί.
Μια ζωή κόντρα στα κύματα
Η Λασκαρίνα γεννήθηκε το 1771 μέσα στη φυλακή της Κωνσταντινούπολης, όπου κρατούνταν η μητέρα της, σύζυγος αρματολού που είχε επαναστατήσει κατά των Τούρκων. Έχοντας χάσει τον πατέρα της πριν καν την κρατήσει στην αγκαλιά του, η μικρή μεγάλωσε στις Σπέτσες, όπου και γνώρισε τον κόσμο της ναυτοσύνης και του εμπορίου. Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε δύο φορές, και έχασε και τους δύο άντρες της στη θάλασσα. Ο δεύτερος σύζυγός της, ο καπετάνιος Δημήτρης Μπούμπουλης, της άφησε μια τεράστια περιουσία και σημαντικό ναυτικό στόλο. Η Λασκαρίνα δεν αναδιπλώθηκε. Αντίθετα, ανέλαβε το τιμόνι, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Χωρίς ποτέ να υποκλιθεί στις συμβάσεις που ήθελαν τις γυναίκες «αφανείς», κινήθηκε σαν αρχηγός, επιχειρηματίας, στρατηγός.
Μυστική Φιλική, φανερή επαναστάτρια
Λίγο πριν το ξέσπασμα του Αγώνα, η Μπουμπουλίνα εντάχθηκε άτυπα στη Φιλική Εταιρεία, η μόνη γυναίκα με τέτοια πρόσβαση. Με προσωπικό της πλούτο κατασκεύασε και εξόπλισε το θρυλικό πλοίο «Αγαμέμνων», το μεγαλύτερο ελληνικό πολεμικό σκάφος της εποχής. Το 1821, χωρίς να περιμένει εντολές, υψώνει τη σημαία της επανάστασης και ρίχνεται στη μάχη. Με επικεφαλής τον στόλο της, συμμετέχει στις πολιορκίες του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς, ανεφοδιάζει τα στρατεύματα, συντονίζει επιθέσεις, διασώζει πολίτες. Στο σπίτι της στις Σπέτσες φιλοξενούνται αγωνιστές, συζητούνται στρατηγικές, σχεδιάζεται η πορεία του Αγώνα. Γίνεται ένα με την ιστορία της Πατρίδας — και με τις πληγές της.
Μάνα, σύμμαχος και τραγική φιγούρα
Η Μπουμπουλίνα δεν πολέμησε μόνο με πλοία. Πόνεσε με την απώλεια του γιου της, Πάνου, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συγκρούσεων ανάμεσα στους Έλληνες, όταν οι Επαναστάτες σκότωσαν ο ένας τον άλλον για την εξουσία. Εκείνη δεν λύγισε. Συνέχισε να μιλά για ενότητα, για την ελευθερία όχι ως κατάκτηση αλλά ως στάση ζωής. Όταν η εξουσία πέρασε στα χέρια των Βαυαρών, η Μπουμπουλίνα θεωρήθηκε επικίνδυνη. Εξορίστηκε, περιθωριοποιήθηκε και τελικά βρήκε τον θάνατο το 1825 σε ηλικία μόλις 54 ετών, από σφαίρα, σε συμπλοκή με οικογένεια Κουτσαίων για ζήτημα γάμου της κόρης της. Ένας τραγικός και άδικος επίλογος για μια γυναίκα που είχε δώσει τα πάντα.
«Πολεμούμε για την πατρίδα, όχι για τα καράβια μας»
Η ίδια η Μπουμπουλίνα δεν άφησε γραπτά, αλλά καταγράφονται μαρτυρίες για τα λόγια και τη στάση της. Σε μια επιστολή της προς τους προκρίτους του Μοριά, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων διενέξεων, λέγεται ότι είχε απευθυνθεί με αξιοπρέπεια και πάθος, λέγοντας:
«Είμαι γυναίκα, μα πολεμώ για την πατρίδα, όχι για τα καράβια μου ή την τιμή μου. Για τα παιδιά σας, και για το αίμα που χύνεται άδικα».
Οι λέξεις της ήταν απλές, όμως γεμάτες ουσία. Δεν έδινε μάχες για την προσωπική της δόξα, αλλά για ένα ιδανικό που υπερέβαινε ακόμα και τη δική της απώλεια. Αυτή η ηθική υπεροχή ήταν που την έκανε μοναδική. Δεν ήταν απλώς αγωνίστρια. Ήταν συνείδηση.
Η τιμή που της αρμόζει
Ο Τσάρος της Ρωσίας, αναγνωρίζοντας την προσφορά της, της απένειμε μετά θάνατον τον τίτλο της Ναυάρχου του Ρωσικού Ναυτικού. Η Ελλάδα, με καθυστέρηση δεκαετιών, άρχισε να αποκαθιστά τη μνήμη της: το σπίτι της στις Σπέτσες έγινε μουσείο, το όνομά της δόθηκε σε πλοία, σχολεία, δρόμους, αγάλματα. Σήμερα, η Μπουμπουλίνα δεν είναι απλώς σύμβολο γυναικείας δύναμης. Είναι μια διαχρονική υπενθύμιση ότι το πάθος για την ελευθερία δεν έχει φύλο, δεν γνωρίζει περιορισμούς, και δεν ζητά άδεια.
Ένα πλοίο με ψυχή
Η Μπουμπουλίνα έζησε με σθένος, διορατικότητα και αποφασιστικότητα. Ήταν ένα πλοίο με ψυχή, που δεν φοβήθηκε την τρικυμία. Και αν η ιστορία έγραψε τα ονόματα των στρατηγών, εκείνη χάραξε τη δική της ρότα — με πανιά φουσκωμένα από τη δίψα για ελευθερία.