Μια Θρυλική Μορφή του Ελληνικού Θεάτρου
Η Μαρίκα Κοτοπούλη, μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς που γέννησε το ελληνικό θέατρο, γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1887. Προερχόμενη από μια θεατρική οικογένεια, ήταν αναπόφευκτο να καλλιεργήσει από νεαρή ηλικία μια βαθιά αγάπη για το σανίδι. Οι γονείς της, Διονύσης και Ελένη Κοτοπούλη, ηθοποιοί και οι ίδιοι, μετέδωσαν την καλλιτεχνική παράδοση στην κόρη τους, η οποία από πολύ νωρίς έδειξε σημάδια εξαιρετικού ταλέντου. Το 1901, σε ηλικία μόλις 14 ετών, ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου “Βαριετέ”, σε μια επιθεώρηση, όπου η ερμηνεία της κέρδισε αμέσως την αναγνώριση του κοινού και των κριτικών.
Η άνοδος της Κοτοπούλη ήταν ραγδαία. Ήδη από το 1908 είχε καταφέρει να ιδρύσει τον δικό της θίασο, και μαζί με μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών, άρχισε να κατακτά τις κορυφές της θεατρικής σκηνής στην Ελλάδα. Οι ρόλοι της στις κλασικές τραγωδίες του αρχαίου ελληνικού δράματος, όπως οι “Βάκχες” του Ευριπίδη και η “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή, ανέδειξαν το αξεπέραστο ταλέντο της και την καθιέρωσαν ως την απόλυτη πρωταγωνίστρια της εποχής της. Η Κοτοπούλη δεν ήταν απλώς μια ερμηνεύτρια του κλασικού ρεπερτορίου. Με το δικό της ιδιαίτερο ύφος και την έντονη προσωπικότητα, κατάφερε να αναδείξει και σύγχρονα θεατρικά έργα, συμβάλλοντας σημαντικά στην αναγέννηση του νεοελληνικού θεάτρου.
Μια από τις πιο θρυλικές στιγμές της καριέρας της ήταν η αντιπαράθεση της με την επίσης σημαντική ηθοποιό, Κυβέλη. Οι δύο γυναίκες αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικές σχολές υποκριτικής, και οι συγκρούσεις τους – καλλιτεχνικές αλλά και προσωπικές – γέννησαν ένα πάθος που μεταφέρθηκε και στο κοινό. Οι θεατρόφιλοι χωρίστηκαν σε δύο “στρατόπεδα”, με τους θαυμαστές της Κοτοπούλη να την υποστηρίζουν φανατικά, ενώ οι υποστηρικτές της Κυβέλης υπερασπίζονταν την αντίπαλό της. Παρά την αρχική ένταση και τον ανταγωνισμό, οι δύο γυναίκες απέκτησαν αργότερα στη ζωή τους αμοιβαία εκτίμηση, κατανοώντας ότι η κάθε μία, με τον τρόπο της, είχε συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη δεν ήταν μόνο μια θεατρική ηθοποιός, αλλά και μια προσωπικότητα με έντονη πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα. Μάλιστα, η πολιτική της τοποθέτηση υπέρ της μοναρχίας τη διαχώρισε έντονα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον μεγάλο ηγέτη της εποχής και υποστηρικτή του βενιζελισμού. Η πολιτική τους διαφορά αποτυπώθηκε έντονα σε ένα περιστατικό που έγινε θρυλικό. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του Βενιζέλου στο θέατρό της, η Κοτοπούλη, γνωρίζοντας τις πολιτικές τους διαφωνίες, τον έδιωξε από το καμαρίνι της. Αυτό το γεγονός εξέπληξε πολλούς, καθώς ο Βενιζέλος ήταν ήδη μία εξέχουσα πολιτική φυσιογνωμία. Ωστόσο, η Κοτοπούλη δεν δίστασε να υποστηρίξει τις απόψεις της, ακόμη και απέναντι σε έναν από τους πιο ισχυρούς άνδρες της εποχής, δείχνοντας την ανεξαρτησία και το θάρρος της, όχι μόνο στη σκηνή, αλλά και στην προσωπική της ζωή.
Στα χρόνια της κορύφωσης της καριέρας της, η Κοτοπούλη γνώρισε τεράστια αναγνώριση. Το 1933, τιμήθηκε με το “Παράσημο του Φοίνικα”, μια σπουδαία διάκριση που απονέμονταν σε καλλιτέχνες που συνέβαλαν σημαντικά στον ελληνικό πολιτισμό. Το 1951, το Θέατρο “Μαρίκα Κοτοπούλη” στην Αθήνα πήρε το όνομά της, ως αναγνώριση της τεράστιας προσφοράς της στο ελληνικό θέατρο. Η τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο πραγματοποιήθηκε το 1953, κλείνοντας έτσι έναν τεράστιο κύκλο μιας καριέρας που άλλαξε το πρόσωπο του ελληνικού θεάτρου για πάντα.
Η Κοτοπούλη έφυγε από τη ζωή στις 11 Σεπτεμβρίου 1954, αφήνοντας πίσω της μια πολιτιστική κληρονομιά που συνεχίζει να εμπνέει μέχρι και σήμερα. Η επιρροή της στη θεατρική σκηνή δεν ήταν μόνο καλλιτεχνική αλλά και κοινωνική. Η παρουσία της στην τέχνη υπήρξε επαναστατική, καθώς δεν δίστασε να πάρει καλλιτεχνικά ρίσκα και να στηρίξει έργα που εξέφραζαν τις σύγχρονες ανησυχίες της εποχής της. Το πάθος, η δύναμη και η αφοσίωσή της στην τέχνη την κατέστησαν μια μορφή σύμβολο, τόσο για το θέατρο όσο και για την κοινωνία της εποχής της.
Ακόμη και σήμερα, η μνήμη της παραμένει ζωντανή, με πολλούς καλλιτέχνες να την αναφέρουν ως πηγή έμπνευσης για τις δικές τους ερμηνείες. Η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν και θα παραμείνει μία από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα. Η αφοσίωση, το ταλέντο και η δυναμική της προσωπικότητα την καθιέρωσαν ως έναν από τους θρύλους του ελληνικού θεάτρου.