Η διαδρομή ενός μεγάλου πρωταγωνιστή του θεάτρου
Μύθοι

Η διαδρομή ενός μεγάλου πρωταγωνιστή του θεάτρου

Ο Μάνος Κατράκης, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ηθοποιούς του 20ού αιώνα, άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική θεατρική και κινηματογραφική σκηνή. Με την επιβλητική του παρουσία και την βαθιά, εκφραστική φωνή του, ενσάρκωσε ρόλους που παραμένουν ζωντανοί στη μνήμη μας. Η καριέρα του, γεμάτη από σημαντικές ερμηνείες και καλλιτεχνικές κατακτήσεις, ξεπερνά τα στενά όρια της υποκριτικής, αφήνοντας μια κληρονομιά που εμπνέει μέχρι και σήμερα. Στο κείμενο αυτό, θα εξερευνήσουμε τη ζωή και το έργο του Μάνου Κατράκη, τιμώντας τον σπουδαίο αυτό δημιουργό που συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου.

Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1908 στο Καστέλι Κισσάμου και έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, 2 Σεπτεμβρίου του 1984.

Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από την Κρήτη. Σε νεαρή ηλικία αναγκάστηκε να γίνει ο προστάτης της οικογένειας, καθώς ο πατέρας του έλειπε συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιάννης ζούσε στην Αμερική.

Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή. Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο Οι Νέοι στο έργο Για την αγάπη της. Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία Το λάβαρο του ’21.

Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη. Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.

Το 1943, ο Μάνος Κατράκης ανέλαβε τη θέση του Προέδρου του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από αυτήν τη θέση συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, όπου εργάστηκε μέχρι το 1946, πριν επιστρέψει στο Εθνικό Θέατρο. Ωστόσο, το 1947, λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων, απομακρύνθηκε από το Εθνικό. Αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετανοίας, εξορίστηκε στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Άγιο Ευστράτιο.

Το 1952, επέστρεψε στην Αθήνα και ξεκίνησε τη διοργάνωση «ποιητικών απογευματινών» στο θέατρο Μουσούρη. Ξαναβγήκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη και συνεργάστηκε με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή, ερμηνεύοντας τον «Προμηθέα Δεσμώτη». Από το 1953 μέχρι το 1955, εμφανίστηκε με την Κυβέλη και στη συνέχεια δημιούργησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου, ανεβάζοντας παραστάσεις όπως η «Ευγενία Γκραντέ» και «Το κορίτσι με το κορδελάκι».

Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, το οποίο εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, όπου εγκαινίασε τις παραστάσεις με τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Σ’ αυτό το θέατρο, κατάφερε να προσελκύσει ευρύ κοινό και να επιτύχει καλλιτεχνικά, προωθώντας ελληνικά έργα όπως «Ο μονοσάνδαλος» και «Η Αντιγόνη της Κατοχής», καθώς και διασκευές έργων του Καζαντζάκη όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».

Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο, όπου πρωταγωνίστησε σε σημαντικές παραστάσεις, όπως ο «Οθέλλος» και ο «Δον Κιχώτης», ενώ στην Επίδαυρο συμμετείχε στον «Οιδίποδα Τύραννο» και τον «Προμηθέα Δεσμώτη».

Στη συνέχεια συνεργάστηκε με κορυφαίους καλλιτέχνες, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το 1977 επανίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, ανεβάζοντας έργα σπουδαίων συγγραφέων όπως ο Αρμπούζοφ και ο Μπρεχτ. Η τελευταία του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1984 στο Ηρώδειο, με το έργο «Προμήθεια» του Θόδωρου Αντωνίου.

Ο Μάνος Κατράκης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της εποχής του, συνεργαζόμενος με εξέχουσες προσωπικότητες της τέχνης και αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στον κινηματογράφο, με ερμηνείες σε ταινίες όπως ο «Μαρίνος Κοντάρας» και η «Συνοικία το όνειρο». Βραβεύτηκε για τις ερμηνείες του σε διάφορα φεστιβάλ, επιβεβαιώνοντας την τεράστια συνεισφορά του στην ελληνική τέχνη.

Νυμφεύτηκε σε ηλικία 25 ετών την, επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη, αλλά σύντομα χώρισαν.

Την περίοδο της Κατοχής παντρεύεται την Νένα Βρακοτσώλη, με την οποία είχε δεσμό πριν τον πόλεμο. Η γυναίκα του έμεινε έγκυος, αλλά οκτώ μηνών αποβάλλει και χάνει τα δίδυμά της.

Το 1954, μετά από μία θεατρική πρεμιέρα, γνώρισε την τρίτη σύζυγό του, Λίντα Άλμα.

Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας, όντας καπνιστής. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας όπου πρωταγωνίστησε με τίτλο Ταξίδι στα Κύθηρα, απεβίωσε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών, λόγω καρκίνου του πνεύμονα.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ