Από τα βοσκοτόπια της Ηλείας στην κορυφή της 20th Century Fox με την Μέριλιν Μονρόε
Μύθοι

Από τα βοσκοτόπια της Ηλείας στην κορυφή της 20th Century Fox με την Μέριλιν Μονρόε

Ο μεγάλος άνδρας της 20th Century Fox, ο Σπύρος Σκούρας ξεκίνησε ως βοσκός, όπως έλεγε, από ένα μικρό χωριό του Πύργου Ηλείας. Ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε την Μέριλιν Μονρόε και βρισκόταν πίσω από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εποχής.  Μεγάλωσε στην Πελοπόννησο κατα διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Την εποχή εκείνη, οι αμπελουργοί της ελληνικής γης συντηρούσαν τις οικογένειές τους εξάγοντας το σύνολο της ετήσιας παραγωγής τους σε Ευρώπη και Ασία, καλύπτοντας το κενό της Γαλλίας, της οποίας οι αντίστοιχες καλλιέργειες είχαν υποστεί τρομακτική ζημιά. Τον καιρό εκείνο η σταφίδα του Μοριά -φρέσκια και αποξηραμένη- ήταν βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Περισσότεροι από 150.000 τόνοι ελληνικού προϊόντος καταναλώνονταν κάθε χρόνο στα τραπέζια του κόσμου. Ήταν η χρυσή εποχή για την ελληνική γεωργία, η οποία δεν κράτησε και πολύ. Στη δεκαετία 1870-80, οι Γάλλοι, με τη βοήθεια της κυβέρνησής τους, ξεκίνησαν να φυτεύουν υγιή αμπέλια και σε λίγα χρόνια πήραν πίσω το μερίδιο της αγοράς που είχε κερδίσει με την απουσία τους η Ελλάδα. 

 

 

Ο Σπύρος Σκούρας γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου του 1893 στο Σκουροχώρι όπου βρίσκεται στους πρόποδες ενός χαμηλού λόφου στην περιφέρεια του Πύργου Ηλείας. Ο πατέρας του ήταν  βοσκός και προσπαθούσε να συντηρήσει την δεκαμελή του οικογένεια περνώντας πολύ δύσκολα. Ο μικρός Σπύρος τότε, τον ακολουθούσε στη δουλειά μαζί με τα αδέρφια του προσπαθώντας να βοηθήσει την οικογένεια.  

Στην εφηβεία τους, ο Κάρολος, ο Σπύρος και ο Γιώργης τα τρία αδέρφια, είχαν αναλάβει να βόσκουν τα πρόβατα αλλά η περίοδος τότε ήταν σκληρή. Λίγο αργότερα ξεκίνησε ο πόλεμος, έτσι η λύση ήταν μία, να αφήσουν την χώρα και να ξενιτευτουν.  Το 1910 ο Κάρολος στα 21 του, ο Σπύρος στα 17 και ο Γιώργης 14 χρόνων, επιβιβάστηκαν στο κατάστρωμα ενός υπερωκεάνιου με προορισμό την Αμερική. Αυτό ήταν και το πρώτο κύμα μετανάστευσης οι Έλληνες είχαν ξεκινήσει την αναζήτηση της  τύχης τους μακριά από τη φτωχή Ελλάδα (σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, μόνο τη δεκαετία 1901-1910, 167.519 άνθρωποι -95% άνδρες- είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα για τις ΗΠΑ). 

 

 

Το ταξίδι του Σπύρου Σκούρα με τα αδέρφια του κράτησε σχεδόν έναν μήνα. Η μόνη τροφή που είχαν μαζί τους ήταν ένα καλάθι γεμάτο ελιές και ψωμί ζυμωμένο από τα χέρια της μητέρας τους. «Λάτρεψα το δολάριο, το κυνήγησα με πάθος χρόνια και χρόνια, γέρασα, κουράστηκα» δήλωσε μετά από χρόνια ο Σπύρος Σκούρας, όταν πλέον ήταν στην κορυφή της επιτυχημένης πορείας του. Τον καιρό εκείνο οι μετανάστες έφταναν και συγκετρώνονταν  στο Ellis Island, εκεί περνούσαν τους πρώτους ελέγχους ιατρικούς και συνεντέυξεις ώστε να τους δοθεί η πράσινη κάρτα για την γη των ευκαιριών. 

 

 

Τα αδέλφια Σκούρα αποφάσισαν να κινηθούν προς το εσωτερικό της Αμερικής και έφτασαν στο Σαιντ Λούις, στην πύλη εισόδου της αμερικανικής δύσης. Την εποχή εκείνη η πόλη βρισκόταν σε μεγάλη ανάπτυξη και προσέφερε ευκαιρίες στο εμπόριο, τις κατασκευές, την εστίαση και τον τουρισμό. Οι δουλειές που πέρασε ο Σπύρος Σκούρας και τα αδέρφια του ήταν αχθοφόροι, σερβιτόροι, σε εστιατόρια πλένοντας πιάτα και σε μπαρ φτιάχνοντας κοκτέιλ. Κάποια στιγμή κατέληξαν να πουλούν ποπ κορν σε μία αίθουσα προβολής ταινιών βωβού σινεμά. «Δεκάξι ώρες δουλεύαμε, δύο ώρες θέλαμε να πάμε και να ‘ρθουμε στο δωμάτιο που κοιμόμαστε ο ένας απάνω στον άλλο. Σκληρά χρόνια, αλλά μακάρι να τα ξαναζούσα, γιατί ήμουνα νέος. Αχ, να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές!» είχε πει σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Δ. Λυμπερόπουλο.

 

 

Σε μία 5ετία, με αιματηρές οικονομίες, είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν 3.500 δολαρια και αγόρασαν μία αίθουσα, την οποία ονόμασαν «Olympia». Ο πολυμήχανος  Σπύρος πρότεινε  στη βάση της μεγάλης οθόνης να εγκαταστήσουν μία μικρή ορχήστρα, η οποία θα συνοδεύει με ζωντανή μουσική τα δρώμενα στο πανί. Το κοινό ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό και  έτσι πλήθος κόσμου βρισκόταν εκεί κάθε βράδύ και απολάμβανε τον συνδυασμό ταινίας και μουσικής. Η επιτυχία τους αυτή απέφερε αρκετά χρήματα στα αδέλφια αφού ήταν πρωτοποριακή για την εποχή του βωβου σινεμά. Κατά την διάρκεια της πρώτης μεγάλης επιτυχίας του γνωρίζει και την σύντροφο της ζωή του,την Σάρα Μπρουίλια,  για την ακρίβεια την ξανασυναντά αφού ήταν η συμμαθήτρια του από το νυχτερινό σχολείο που φοιτούσε. «Ήμασταν δεμένοι σαν κληματόβεργες» θα περιέγραφε την σχέση του με τα αδέλφια του ο Σπύρος. «Λυγίζαμε, μα δεν σπάγαμε. Φεύγαμε μπροστά χωρίς φόβο. Αποκτούσαμε τη μία αίθουσα μετά την άλλη. Ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολέμους καταφέραμε να αποκτήσουμε εκατοντάδες κινηματοθέατρα. Αγοράσαμε όλες τις αίθουσες του Σαιντ Λούις και φτάσαμε τις 600 στις νότιες πολιτείες! Όπως ήταν λογικό, με τόσες αίθουσες, επιλέγαμε πια τις ταινίες. Δημιουργήσαμε τη δική μας εταιρεία παραγωγής ταινιών. Κάποτε συνειδητοποιήσαμε ότι πλέον μας υπολόγιζαν μεγαθήρια του σινεμά. Ο Γουόρνερ, ο Μάγιερ, ο Ζανούκ» είχε πει χαρακτηριστικά. 

 

 

Το μυαλό και η φιλοδοξίες του Σπύρου δεν σταματούσαν εκεί, ήθελε πάντα το κατι παραπάνω, μια αίθουσα που θα ήταν η απόλυτη πολυτέλεια ήταν συνέχεια στο μυαλό του. Το 1926 λοιπόν παρουσιάστηκε η ευκαιρία του, ήταν η περίοδος μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και Το «Ambassador» έκανε την εμφάνιση του,  μία επένδυση 5,5 εκατομμυρίων δολαρίων! Ήταν ένα σύμπλεγμα αιθουσών σε ένα επιβλητικό πολυτελές κτήριο, που προκαλούσε τον θαυμασμό ακόμη και των πλέον δύσπιστων. Τα αδέλφια Σκούρα είχαν κάνει πραγματικότητα το κοινό όνειρο του το οποίο λόγω της επίθεσης των μονοπωλίων δεν κράτησε πολύ αφού τρία χρόνια αργότερα έγινε το μεγάλο οικονομικό Κραχ το 1929. 

Οι αδελφοί Γουόρνερ της περίφημης Warner Bros, που ηγούνταν της βιομηχανίας του θεάματος, εξαγόρασαν τις αίθουσες των Ελλήνων που αδυνατούσαν να συντηρήσουν. Τα τρία επόμενα χρόνια τους βρήκαν χωρίς δικές τους επιχειρήσεις αλλά να διευθύνουν 500 αίθουσες του ουγγρικού κολοσσού Fox-West Coast.

Λίγο αργότερα η τηλεόραση έκανε την εμφάνιση της και ξεκίνησε να μπαίνει στα σπίτια των Αμερικανών απειλώντας ξεκάθαρα την θέση του σινεμά. Κατα την διάρκεια εκείνη ο Σπύρος Σκούρας θέλοντας να βρει τις ιδανικότερες λύσεις πρότεινε συγχώνευση της Fox με την 20th Century. Το 1935, κυρίαρχος πια του παιχνιδιού έκανε πρόταση στα αδέλφια του να αγοράσουν την 20th, αφού δέχτηκαν, εκείνος πήγε στην Τράπεζα και πρότεινε την συγχώνευση των δύο εταιρειών, προκειμένου να μην πτωχεύσει η Fox. Η επόμενη μέρα τον βρήκε νικητή αφού μετά την συγχώνευση ήταν ο βασικός μεγαλομέτοχος της  εταιρείας  υπό τον τίτλο «20th Century Fox» πια.  

 

Παράλληλα με τις μεγάλες του δουλειές ο Σπύρος Σκούρας δημιούργησε την δική του  οικογένεια με την Σάρα, έκαναν τέσσερα παιδιά και τους έδωσαν διπλά ονόματα. Ο Σπύρος Σολών (1923), η Ντιάνα Αθανασία (1925), η Διονυσία Κολίν (1926) και ο Πλάτων Αλέξανδρος (1930). Ένα άτυχο βρέφος, η Δάφνη Ντολόρες,  γεννήθηκε το 1924 και πέθανε λίγο αργότερα, αυτή ήταν η πρώτη δυσκολία που αντιμετώπισε η οικογένεια Σκούρα. Το επόμενο, μεγαλύτερο καρφί ήρθε το 1950, όταν στα 24 της έχασε τη ζωή της σε ατύχημα η Διονυσία Κολίν, πέφτοντας στο κενό από τον 4ο όροφο του κτιρίου του Fox West Coast Theater που άνηκε στον θείο της Κάρολο Σκούρα. 

 Τον προηγούμενο Δεκέμβριο, η Διονυσία Σκούρα είχε τραυματιστεί στο χέρι από σφαίρα αστυνομικού κατά τη διάρκεια ενός άγριου κυνηγητού από αυτοκίνητο της αστυνομίας, στον δρόμο Boston Post, όπου εκείνη οδηγούσε με 80 μίλια την ώρα. Μετά τη σύλληψή της δέχθηκε τις πρώτες βοήθειες.  

 

 

 

Ο Σπύρος Σκούρας δεν μίλησε ποτέ για αυτοκτονία της κόρης του, θρήνησε την απώλειά της περνώντας απομονωμένος μία περίοδο κατάθλιψης. Η δυναμικότητα του χαρακτήρα του δεν του επέτρεψε να παραμείνει στη θλίψη και λίγο αργότερα επανήλθε στα καθήκοντά του και στην μεγάλη του αγάπη το σινεμά.  

Το οξύμωρο με τον Σπύρο Σκούρα ήταν ότι παρόλο που στερείτο μόρφωσης και ικανότητας να μιλάει τα αγγλικά καλά κατάφερνε πάντα να κερδίζει με το μυαλό του και τις πρωτοποριακές ιδέες του. Χαρακτηριστική ατάκα για τον Σκούρα ήταν εκείνη του Μπομπ Χόουπ «ο Σπύρος είναι είκοσι χρόνια εδώ και ακόμα μιλάει τα Αγγλικά σα να πρόκειται να έρθει την ερχόμενη εβδομάδα!» είχε πει για τον μεγάλο παραγωγό.

 

 

Την περίοδο της απειλητικής εισβολής της τηλεόρασης στην καθημερινότητα των Αμερικανών ο ευρηματικός Σκούρας λάνσαρε το CinemaScope, ένα φορμάτ κινηματογραφικής προβολής ευρείας εικόνας, ήταν ο τρόπος του για να επιστρέψει και πάλι το κοινό στις αίθουσες.. Η πρώτη ταινία που προβλήθηκε σε αυτό το νέο περιβάλλον οθόνης ήταν «Ο Χιτών» (1953) σε σκηνοθεσία Χένρυ Κόστερ, με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Τζην Σίμμονς. Αυτό ήταν το φιλί της ζωής στο σινεμά όπου χάρισε δύο Όσκαρ στους συντελεστές της.

 

 

 

«Ποιο είναι αυτό το κορίτσι;» Η Νόρμα Τζιν κατακτά το σινεμά ως Μέριλιν

Δύο χρόνια πριν από αυτή την μεγάλη επιτυχία, ο Σπύρος Σκούρας είχε βρεθεί σε ένα πάρτι παρουσίασης των κινηματογραφικών παραγωγών της 20th, εκεί ακριβώς πρόσεξε μια κοπέλα που είχε τραβήξει όλα τα βλέμματα του κόσμου πάνω της. Κάνοντας τις απαιτούμενες ερωτήσεις έμαθε πως η όμορφη γυναίκα ήταν το μοντέλο Νόρμα Τζιν, σχέση του διάσημου παίκτη του μπέιζμπολ Τζο Ντι Μάτζιο. Η αυθόρμητη κίνηση του ήταν το να την γνωρίσει άμεσα με την σκέψη αφού είναι τόσο δημοφιλής εδώ, αντίστοιχα θα γίνει και στο σινεμά. Κάθισαν μαζί στο τραπέζι και δεν χρειάστηκε πολύ για να την πείσει ώστε να γίνει το νέο πρόσωπο του Αμερικανικού σινεμά.  

Εκείνο το βράδυ “γεννήθηκε” η Μέριλιν Μονρόε και ο Σπύρος βαφτίστηκε για τη μούσα του «papa Spyros». Η Μέριλιν δεν υπήρξε σπουδαία ηθοποιός, δεν «τα λέει», έλεγαν οι κινηματογραφικοί κύκλοι, κατηγορούνταν μάλιστα κυκλοθυμία, ασυνέπεια, αλλά και για τον κακό της τρόπο στα γυρίσματα. Αυτό που ενδιέφερε όμως τον παραγωγό ήταν η απήχηση της στο κοινό και οι πωλήσεις ουσιαστικά των ταινιών. Ο Σπύρος Σκούρας δημιούργησε την απόλυτη Σταρ, την ανακάλυψε και δημιούργησε μια αρτίστα που μιλούν ακόμη και σήμερα για εκεινη. Κατά τα  έτη 1951 και 1952 το όνομα της Μέριλιν εμφανίστηκε στους τίτλους επτά ταινιών της 20th Century Fox!

 

 

Η δράση του και οι μεγάλες επαφές  

Οι επαφές και η δράση του μεγάλου Έλληνα παραγωγού δεν περιορίστηκαν στον κινηματογράφο, η εμπλοκή του με πρόσωπα της εκκλησίας και της πολιτικής, του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, υπήρξε για πολλούς ύποπτη και οπωσδήποτε εντυπωσιακή. Ως ισχυρή φυσιογνωμία του ελληνικού λόμπι στήριζε με θέρμη τον Ελληνοαμερικανό φέρελπι πολιτικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Σπύρο Άγκνιου, ο οποίος αρχικά εκλέχθηκε  κυβερνήτης του Μέριλαντ και ακολούθως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Νίξον, θέση από την οποία και παραιτήθηκε αποδεχόμενος την εμπλοκή του σε σκάνδαλα.

 

 

Χρηματοδότησε γενναιόδωρα την Αρχιεπισκοπή και το Πατριαρχείο, ενώ νωρίτερα -μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου – συνδέθηκε με βαθιά φιλία τόσο με τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, όσο και με τον Σοβιετικό ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ, τον οποίο μάλιστα για κάμποσα χρόνια μετά επισκεπτόταν στη Μόσχα. Γνωρίστηκαν το 1957 σε επίσημη επίσκεψη του Σοβιετικού στις ΗΠΑ και μια από τις στιχομυθίες τους είχε ως εξής:

 Σκούρας: Σύντροφε, ήμουν τσοπανόπουλο και δες πού έφτασα. Διαφεντεύω χιλιάδες εργαζόμενους, που ο καθένας τους έχει δικό του αυτοκίνητο. Τις δε ταινίες μου τις βλέπουν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο.

Χρουστσόφ: Κι εγώ ήμουν γιος ανθρακωρύχου και τώρα κυβερνάω 350 εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν δωρεάν σπίτι, παιδεία και νοσοκομείο.

Οι δυό άνδρες συνδεθηκαν με ισχυρούς δεσμούς φιλίας παρόλο που δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα, χαρακτηριστική ήταν η ατάκα του Καζάν σχολιάζοντας την επαφή των δύο ανδρών: «Ο ένας μαζεύει τον κόσμο στις σκοτεινές αίθουσες για ψυχαγωγία κι ο άλλος στις πλατείες για επανάσταση» είχε πει. 

 


 

 

Στο Λος Άντζελες ο Σκούρας, για χάρη του επίσημου ζεύγους, ζητά από τις κοπέλες που χόρευαν Καν Καν σε κάποια ταινία, να αναπαραστήσουν τη σκηνή. Μετά το τέλος του χορού, ο Χρουστσόφ σηκώνεται όρθιος χειροκροτώντας. Το στιγμιότυπο του ηγέτη των Σοβιετικών να χειροκροτεί με πάθος τις χορεύτριες από την πρώτη σειρά των θεατών δημοσιεύεται από το σύνολο του Τύπου. Του αμερικανικού, βέβαια. Όχι του Σοβιετικού.

 

 

 

O Σπύρος Σκούρας είχε πει για τον Χρουστόφ «Ο Νικήτας. Μου μοιάζει και του μοιάζω. Εγώ έτυχε να έρθω στα δολάρια κι εκείνος έτυχε να γραφτεί στο Κόμμα. Ήταν εργατικός και πονηρός σαν κι εμένα και να πού έφτασε. Για δέκα χρόνια ήταν το μεγάλο αφεντικό στο Κρεμλίνο. Ποιος; Ο γιος του μουζίκου. Που γεννήθηκε σ’ ένα χαμόσπιτο από πλίθρα”.

 

 

Το φιάσκο της Κλεοπάτρας

Το 1958 ο 20th Century Fox ήταν ένας κολοσσός στον χώρο του σινεμά ώσπου ο παραγωγός Γουόλτερ Γουάνγκερ, είχε ονειρευτεί μία έγχρωμη μεταφορά της ζωής της Κλεοπάτρας στο σινεμά και έτσι έκανε την πρόταση στον Σκούρα ώστε να δουλέψει το concept υπό τη σκέπη της 20th, με τον δοκιμασμένο Ρούμπεν Μαμούλιαν στη σκηνοθεσία και την Ελίζαμπεθ Τέηλορ στον ομώνυμο ρόλο. Παρόλο που το το μπάτζετ της ταινίας ήταν τεράστιο από την αρχή ο  Σκούρας δέχτηκε την πρόκληση. 

Η Τέηλορ πήρε για τον ρόλο της ένα εκατομμύριο δολάρια, ενώ από την πρώτη κιόλας μέρα, στα Pinewood Studios έξω από το Λονδίνο, όπου είχαν ξεκινήσει  τα γυρίσματα, εκείνη είχε φέρει τους δικούς της κομμωτές και στιλίστες αναγκάζοντας τους επαγγελματίες του στούντιο να διακόψουν την κινηματογράφηση. Την τρίτη ημέρα των γυρισμάτων η Τέηλορ επρεπε να εμφανίζεται στους εξωτερικούς χώρους με ορθάνοιχτο το μπούστο της και έτσι αρρώστησε με πυρετό και αργότερα πνευμονία. Τα γυρίσματα διακόπηκαν και ο προυπολογισμός έφτασε στα ύψη.  Κάποια προβλήματα με τον σεναριογράφο αλλά και με επιτήδειους που θέλησαν να εκμεταλλευτούν την ανάγκη του Σκούρα, προστέθηκε το ποσό των 3 εκατ. δολλαρίων.  

 

 

Μέσα σε όλα αυτά έγινε και αλλαγή των πρωταγωνιστών και στη θέση τους προσλήφθηκαν αντί εξαιρετικά παχυλών αμοιβών, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ρεξ Χάρισον, η «Κλεοπάτρα» πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, τα γυρίσματα μεταφέρθηκαν  στην Ρώμη και τα studios της Cinecittà. Εκεί στήθηκαν νέα σκηνικά με νέα έξοδα προφανώς. Μέσα σ΄ όλα τα άλλα  ξεκίνησαν τα γυρίσματα, αλλά η Τέηλορ και Μπάρτον ερωτεύονται τρελά μεταξύ τους, διέλυσαν τους γάμους τους και προκάλεσαν σκάνδαλο, τόσο μεγάλο που δεν εμφανίστηκαν καν στην πρεμιέρα της ταινίας, πέντε χρόνια μετά στη Νέας Υόρκης.

Το τελικό κόστος της ταινίας άγγιξε τα 44 εκατομμύρια δολάρια και όλα αυτά το 1963, ποσό που αντιστοιχεί σήμερα σε 300 εκατομμύρια δολάρια. Η ταινία ευτυχώς κάλυψε τα έξοδα της και έδωσε κέρδη αλλά η θέση του Σκούρα στην εταιρεία δεν ήταν η ίδια πια. Οι μέτοχοι της ένιωσαν εκτεθειμένοι έτσι ήρθε η αναγκαστική παραίτηση του.   

Η ατσάλινη θέληση και το πείσμα του Σκούρα δεν τον άφησαν να ησυχάσει έτσι λίγο αργότερα μπήκε στον χώρο της ναυτιλίας αγοράζοντας πλοία. «Είμαι Έλληνας εγώ.Πρέπει να αφήσω προίκα στα παιδιά μου» έλεγε με την χαρακτηριστική του προφορά.  Στα 78 του πια έτη, έφυγε ήσυχα από καρδιακή προσβολή.  Η οικογένειά του δέχτηκε εκατοντάδες τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο. Το όνομα του έχει γραφτεί στα περισσότερα success stories ως παράδειγμα αφοσίωσης και επιχειρηματικού δαιμονίου ενώ πολλά πανεπιστήμια μέχρι και σήμερα μελετούν την ιστορία του. Το όνομά του ταυτίστηκε με την λάμψη και πρόοδο της 7ης τέχνης.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ