Η συναρπαστική ιστορία του Ιδρυτή του ΜΙΝΙΟΝ
H Ιστορία τού «Μινιόν» ταυτίζεται επί πολλές δεκαετίες με εκείνη της Αθήνας. Μεγάλωνε όσο μεγάλωνε κι η πόλη και ταυτόχρονα ήταν εκείνο που έφερνε όλα τα δώρα που θα μπορούσε να βάλει κάποιος με το μυαλό του. Η παρουσία του συνδέθηκε έντονα με τα Χριστούγεννα και τις γιορτές. Στον 6ο όροφο κάποτε τα παιδιά ζητούσαν από τον Άγιο Βασίλη μια ολοκαίνουργια κούκλα ή ένα εντυπωσιακό τρενάκι που είχαν δει στα ράφια.
Το «Μινιόν» τη δεκαετία του 1970 ήταν το ενδέκατο μεγαλύτερο πολυκατάστημα στην Ευρώπη με πωλήσεις γύρω στο ένα δις δραχμές. Κι όμως αυτό δεν ήταν καν το πιο σημαντικό που είχε καταφέρει.. Το ευρηματικό μυαλό του κ. Γιάννη Γεωργακά δε σταματούσε ποτέ, μαζί με τα “Ευρωπαϊκά” Χριστούγεννα που είχε φέρει στην Ελλάδα, σύστησε και τις σημερινές εκπτώσεις στο Αθηναϊκό κοινό.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.. Βρισκόμαστε στην Αθήνα του 1926 που δειλά – δειλά μεταμορφώνεται. Ο πληθυσμός της αυξάνεται, το Σύνταγμα και η πλατεία της Ομονοίας αρχίζουν να αναδεικνύονται, οι δρόμοι γεμίζουν, και τα νεοκλασικά κτίρια μέσα στα επόμενα χρόνια ξεκινούν να δίνουν τη θέση τους σε πολυκατοικίες.
Ο μικρός τότε Γιάννης μόλις είχε φτάσει στην μεγάλη πρωτεύουσα της Ελλάδας από το ορεινό χωριό Αυλώνα της Τριφυλίας όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Το 1913 είδε το πρώτο φως στη γη του Άργους.Ο πατέρας του Μήτσος, χρόνια μετανάστης στην Αμερική, κατάφερε, επιστρέφοντας, να αγοράσει μαζί με τον αδερφό του ένα μαγαζάκι στην πλατεία του χωριού. Κάποια νύχτα όμως ληστές σήκωσαν τα πάντα και εξαφανίστηκαν με τα άλογά τους και κάπως έτσι η οικογένεια βρέθηκε στο μηδέν.
Η «επιχείρηση» καταστράφηκε και ο Μήτσος Γεωργακάς για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του (έξι κορίτσια και ο Γιάννης) μάζεψε μερικά νεογέννητα αρνάκια, έφτιαξε μια μικρή στάνη και συνέχισε να βρίσκει τις λύσεις στη δύσκολη εποχή εκείνη. Το 1926 η οικογένεια αποφάσισε να στείλει τον γιό τους Γιάννη στην Αθήνα, ώστε να δουλέψει στο μπακάλικο του θείου του. Δούλεψε ενώ παράλληλα γράφτηκε και στο νυχτερινό σχολείο. Αργότερα, άφησε το μπακάλικο για να δουλέψει σε πρατήριο τσιγάρων και ύστερα έγινε βοηθός παπατζή.
Η αμοιβή κρατώντας τσίλιες στον παπατζή ήταν πενήντα δραχμές για δέκα ώρες και έφτανε ίσα ίσα για φαγητό, είχε πει ο κ. Γεωργακάς. Αφού τελείωσε την θητεία του στο στρατό, το 1934 ξεκίνησε να δουλεύει πλασιέ με το ποδήλατό του. Γυρνούσε τα περίπτερα κουβαλώντας μικροπράγματα. Ένα από αυτά τα περίπτερα, στα Χαυτεία, που ονομαζόταν «Μινιόν», το έχει νοικιάσει ο Αγγελος Σεραφειμίδης (μελλοντικός συνεργάτης του).
Ο Γεωργακάς μπήκε συνεταίρος στη δουλειά και άρχισε τις… καινοτομίες. «Αντί να πουλάμε ένα ένα τα ξυραφάκια, πουλάμε πακετάκια με δέκα λάμες που κόστιζαν βέβαια φθηνότερα από το να τα αγοράζεις ένα ένα. Για τον φτωχό κοσμάκη, αυτό ήταν μεγάλη οικονομία. Φτάσαμε να πουλάμε χίλια πακετάκια τη μέρα!» είχε πει σε συνέντευξή του. Με την ίδια λογική χτυπούσαν τις τιμές σε όλα τα είδη. Πολύ σύντομα νοίκιασαν και δεύτερο περίπτερο και στη συνέχεια δημιούργησαν το πρώτο κατάστημα στα Χαυτεία. Το 1939 ξεκίνησαν τα πρώτα σχέδια επέκτασης αλλά τους πρόλαβε ο πόλεμος.
Ήταν η εποχή που ο Γιάννης Γεωργακάς έπρεπε να υπηρετήσει την πατρίδα και έτσι έφυγε για το μέτωπο. «Ο αέρας της νίκης μάς έκανε να ξεχνάμε την κούραση, τις πορείες στο χιόνι, τα ξενύχτια, την πείνα ακόμη και τις ψείρες». Υστερα, τον ενθουσιασμό διαδέχεται η απογοήτευση. «Η προέλαση μας σταμάτησε. Και η δική μου μονάδα βρέθηκε σε ένα υψόμετρο 1.500 μέτρων όπου τα πάντα ήταν παγωμένα. Είδα μουλάρια ζωντανά καρφωμένα μέσα στην παγωμένη λάσπη. Η πείνα θέριζε τα σωθικά μας» είχε πει χαρακτηριστικά.
Τον Απρίλιο του 1941 κατέληξε άρρωστος στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων και όταν συνήλθε επέστρεψε κακήν κακώς στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά φυλακίστηκε από τους Γερμανούς για τρεις μήνες. Μόλις στάθηκε όμως στα πόδια του, συνέχισε και πάλι το μεγάλο του όνειρο, τη δουλειά στο «Μινιόν».
Η πολυπόθητη απελευθέρωση ήρθε το 1944, με τον Εμφύλιο να ακολουθεί. Το κατάστημα βρισκόταν στο κυβερνητικό στρατόπεδο αλλά οι αποθήκες του στους αντάρτες έτσι τα εμπορεύματα του «Μινιόν» κατασχέθηκανι, ενώ απέναντί τους εμφανίστηκε και ο πρώτος ισχυρός ανταγωνιστής, το «Μπιζού», που αντέγραφε τις μεθόδους του «Μινιόν». Μόλις ηρέμησαν τα πράγματα, το 1950, αιτήθηκε άδεια, εξαγωγής ελληνικών προϊόντων και εισαγωγής ξένων. Στο τέλος της δεκαετίας είχε αγοράσει ένα ολόκληρο δεκαώροφο κτίριο, (πάντα κοντά στην Ομόνοια) και λίγο μετά αγόρασε και το διπλανό του.
Οι πρώτες κυλιόμενες σκάλες μέχρι τα πρώτα κομπιούτερ και από τον πρώτο αναπτήρα triplex έως τα σχέδια για το πρώτο franchise είχαν φτάσει στην Ομόνοια. Μέσα στο καινοτόμο μυαλό του Γεωργακά ήταν πάντα προτεραιότητα να έχει ευχαριστημένη την «οικογένεια» του Μινιόν, τους υπαλλήλους του. Για παράδειγμα εκτός από τα μπόνους που τους έδινε αν ήταν πέντε λεπτά νωρίτερα στη θέση τους, παράλληλα είχε θεσπίσει το μπόνους για τη διακοπή καπνίσματος. Οποίος λοιπόν σταματούσε το κάπνισμα έπαιρνε για 6 μήνες μια οικονομική ενίσχυση (περίπου τα διπλάσια χρήματα του μισθού) από τον διευθυντή και ιδιοκτήτη του καταστήματος. Μέσα σε όλα προσέφερε καθημερινά έναν καφέ και ένα σάντουιτς στον κάθε εργαζόμενο. Τους καλοκαιρινούς μήνες ξεκινούσαν τα θαλάσσια μπάνια όπου προσέφερε δωρεάν μετακίνηση στους εργαζόμενους κάθε Τετάρτη και Σάββατο.
Το «Μινιόν» συνδέθηκε με τις ωραιότερες στιγμές στη ζωή των Αθηναίων, τότε που είχε ακόμη σημασία να πηγαίνεις σε ένα «χειροποίητο» κατάστημα και να γνωρίζεις τον ιδιοκτήτη που εννοείται ότι ήταν πάντα εκεί, άλλοτε μοιράζοντας σοκολάτες στα παιδιά, πλάι στην Κράισλερ με τον Άγιο Βασίλη κι άλλοτε κουβαλώντας τα πράγματα των πελατών «μια φορά πήγα τα πράγματα κάτω, μου έδωσαν ένα εικοσάρικο, είμαι ο ιδιοκτήτης, κυρία μου, της είπα, αλλά πήρα το εικοσάρικο» είχε πει χαμογελώντας σε μια συνέντευξή του. Αυτός ήταν ο τρόπος του κ. Γεωργακά, να είναι πάντα δίπλα στον πελάτη του, που πιο πολύ τον έβλεπε σαν φίλο. Ακόμη κι όταν το «Μινιόν» ήταν ένας γίγαντας 1.000 υπαλλήλων και 120.000 διαφορετικών ειδών ο ίδιος συνέχιζε να περνάει από όλα τα πόστα του καταστήματος και να δουλεύει με μεράκι. Στο «Μινιόν» μπορούσε να βρει κανείς τα πάντα, από καρφίτσες μέχρι αυτοκίνητα και από τρόφιμα μέχρι κομπιούτερ.
Το 1975 έφτασε να κατέχει ένα τεράστιο μπλοκ 5 δεκαώροφων κτιρίων, με πωλήσεις που ξεπερνούσαν το τρομακτικό εκείνη την εποχή ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών! Το Μινιόν ήταν το πρώτο – και το τελευταίο- που έκλεισε αποκλειστική συνεργασία με την The Walt Disney World και έφερε από το Ορλάντο τις αυθεντικές στολές Disney, σε μια εποχή που οι δασμοί έκαναν απαγορευτικό το κόστος μεταφοράς.
Μία από τις ιστορίες που αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του, ήταν την εποχή που διαδραματίζονταν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στην εξέγερση λοιπόν, του Πολυτεχνείου, λένε πως περιέθαλψε πολλούς από τους τραυματίες και έκρυψε κυνηγημένους από την αστυνομία φοιτητές μεταμφιέζοντάς τους σε υπαλλήλους του. Το ιδιαίτερο του χαρακτήρα του ήταν η αλληλεγγύη και το νοιαξιμο προς τους ανθρώπους.
Πρωτιές του Μινιόν
Το Μινιόν χάρη στον Γιάννη Γεωργακά ήταν το πρώτο κατάστημα στην Ελλάδα που:
- καθιέρωσε τις ετήσιες εκπτώσεις
- κατήργησε τα παζάρια, που ίσχυαν μέχρι τότε, και έβαλε καθορισμένες τιμές
- καθιέρωσε τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο και αργότερα στην τηλεόραση
- έβαλε στα κτίριά του κυλιόμενες σκάλες
- έβαλε air condition
- έκανε χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή
- καθιέρωσε τη λίστα αγορών και τη λίστα γάμου
- δημιούργησε σχολές πωλητών και στελεχών
- καθιέρωσε τα σεμινάρια προσωπικού
- λειτούργησε εστιατόριο καφετέρια-μπαρ στους ορόφους του
- καθιέρωσε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στους χώρους του
Η πραγματικά απίστευτη ιστορία αρχίζει από τη βραδιά της πυρκαγιάς. Το σήμα στα περιπολικά έλεγε τα εξής: «Δεκέμβριος 1980. Παρασκευή 19 του μηνός. Τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Η φωνή στο σύρμα, κραυγή: ‘‘Το Μινιόν έπιασε φωτιά! Το Μινιόν καίγεται. Τρέξτε!’’» Η Πυροσβεστική ελάχιστα πράγματα έσωσε. Οι περισσότερες δυνάμεις της κατευθύνθηκαν στο κατάστημα «Κατράντζος» χωρίς να καταφέρουν να σώσουν ούτε αυτό, με την αιτιολογία ότι κινδύνευε το κέντρο της Αθήνας. Ηταν η αρχή μιας σειράς εμπρησμών στα περισσότερα μεγάλα καταστήματα εκείνης της εποχής. Κανείς ένοχος δεν βρέθηκε ποτέ σε όλη αυτή την τραγωδία έως και σήμερα. «Κοιτούσα την καταστροφή, που ανεμπόδιστη από δύο μόνο πυροσβεστικά ολοκλήρωνε λεπτό προς λεπτό το έργο της. Και ήμουνα ξαφνικά, το ένιωθα, ο πιο φτωχός άνθρωπος του κόσμου. Το φτωχός όμως δεν με πείραζε. Με πείραζε που ήμουνα ο πιο καταχρεωμένος φτωχός του κόσμου!» έλεγε ο κ. Γιάννης περιγράφοντας εκείνη την δύσκολη νύχτα.
Οι ζημιές υπολογίστηκαν σε δύο δισεκατομμύρια δραχμές. Η ασφαλέστερη λύση ήταν να κηρύξει χρεοκοπία, αλλά εκείνος αρνείτο κατηγορηματικά. Στο πλάι του ήταν η σύντροφος του Αμαλία με κοινό τους στόχο να ξαναφτιάξουν το «παιδί» τους.
Μετά την καταστροφή
Ο Γιάννης Γεωργακάς είχε ξεκινήσει εκείνη την εποχή την πολιορκία του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, που του υποσχόταν αμέριστη συμπαράσταση. Οι υπουργοί του όμως δεν έδειχναν τον ίδιο ενθουσιασμό και πάντα έβρισκαν έναν τρόπο να μπλοκάρουν τα δάνεια που χρειαζόταν. Εκείνος, έστω και υπερχρεωμένος, είχε αρχίσει να ξαναχτίζει το κατάστημα. Είχε ζητήσει βοήθεια από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, Πρόεδρο τότε της Δημοκρατίας. Λίγο πριν από τις εκλογές πήρε ενίσχυση 70 εκατομμύρια δραχμές. Το 1981 η κυβέρνηση άλλαξε και ο Ανδρέας Παπανδρέου πήρε την ηγεσία της χώρας. Η συνάντηση τους ήταν μία όπου και του υποσχέθηκε βοήθεια και λίγο αργότερα εγκρίθηκε ένα δάνειο 100 εκατομμυρίων δραχμών.
Την εποχή εκείνη ο κ. Γιάννης ήταν 70 ετών, με πείσμα όμως και επιμονή έφηβου και καθώς τα χρήματα δεν έφταναν ξεκίνησε να “ καταδιώκει” τον Ανδρέα Παπανδρέου ώστε να βοηθήσει στα επόμενα δάνεια. Είχαν βρεθεί μία φορά στη Βιέννη, ήταν τότε μια επίσημη επίσκεψη του πρωθυπουργού, ενώ ακόμα και στις στις διακοπές του στην Κέρκυρα του συζητούσε πως θα καταφέρει να ξανακάνει το Μινιόν όπως ήταν πριν.. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είπε στους υπουργούς που τον συνόδευαν: «να φροντίσετε να λυθούν τα προβλήματα του “Μινιόν”».
Τελικά ενέταξαν το «Μινιόν» κατ’ εξαίρεση σε έναν νόμο για τις προβληματικές βιομηχανίες και το 1983, το κατάστημα πέρασε στα χέρια του κράτους. «Με άφησαν να το διοικώ ως υπάλληλος του κράτους για επτά ολόκληρα χρόνια! Ως υπάλληλος μέσα στο ίδιο μου το μαγαζί!» είχε πει σε μια τηλεοπτική συνέντευξή του. Μάλιστα κάποια στιγμή είχαν έρθει να του κάνουν έλεγχο για τυχόν ατασθαλίες. Δεν βρήκαν τίποτα και του ζήτησαν συγνώμη. Εκείνος συνέχιζε να ονειρεύεται το κατάστημα του όπως ακριβώς το ήθελε. Το 1989 ταξίδεψε στην Κίνα, μαζί με άλλους εκατό Ελληνες επιχειρηματίες. «Ισως ήταν μια ευκαιρία να ανοίξουμε ένα “Μινιόν” στην Κίνα»(!) είχε γράψει στην αυτοβιογραφία του. Μέχρι τότε ήταν ακόμα «υπάλληλος», το 1991 όμως κατάφερε και συγκέντρωσε το ποσό που χρειαζόταν και πήρε πάλι τα ηνία του «Μινιόν». Το ανακοινώσε ζωντανά από τα μεγάφωνα του καταστήματος γεμάτος χαρά.
Παρέμεινε για έναν χρόνο ακόμη και το 1992 το άφησε το τιμόνι της επιχείρησης στους συνεταίρους του. Αισθανόταν ότι είχε εξασφαλίσει το μέλλον για το μοναδικό «παιδί» που απέκτησε ποτέ. Παράλληλα στην ηλικία των 80 ετών έλαβε το πτυχίο του από το Ιστορικό Αρχαιολογικό Τμήμα της Αθήνας. Ο χρονος για τον Γεωργακά και οι στόχοι δεν σταματούσαν ποτέ, η αδιάκοπη δημιουργικότητα του τον έκανε έναν από τους πιο έξυπνους και ανθρώπινους εργοδότες της Ελλάδας.
Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι το Μινιόν δεν άντεξε πολύ χωρίς τον αγαπημένο του Γιάννη Γεωργακά και το 1998 έκλεισε οριστικά. Ο Έλληνας επιχειρηματίας έφυγε το 2002 στα 90 του έχοντας την γυναίκα του Αμαλία στο πλευρό του. Πριν λίγο καιρό το κτήριο του Μινιόν αγοράστηκε από την οικογένεια του Δημήτρη Ανδριόπουλου και θα μπορούσε να πει κανείς πως ίσως υπάρχει μια ελπίδα για ένα νέο «Μινιόν».
Η πορεία του Γιάννη Γεωργακά μας δίδαξε, όχι πώς κατακτάς το όνειρό σου -αυτό ήταν το εύκολο- αλλά πώς το φτάνεις έως τον ουρανό και πώς, όταν το βλέπεις να γίνεται στάχτη, ξαναρχίζεις από την αρχή. Όσες φορές κι αν «έπεσε» άλλες τόσες ξανά σηκώθηκε κρατώντας πάντα ζωντανή την πίστη του στο όνειρο του, το Μινιόν. Αυτός ήταν ο Γιάννης Γεωργάκας ένα υπόδειγμα επιχειρηματικού δαιμονίου και ανθρωπιάς μαζί.