Ο πρώτος Έλληνας υπεραθλητής 
Μύθοι

Ο πρώτος Έλληνας υπεραθλητής 

Η θρυλική μορφή του ελληνικού αθλητισμού, ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας υπήρξε τέσσερις φορές Ολυμπιονίκης στα αγωνίσματα άνευ φοράς. Έζησε μόλις 25 χρόνια και όμως κατάφερε μια τεράστια καριέρα στον αθλητισμό, κατά τη διάρκεια δύσκολων χρόνων για την Ελλάδα.

Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1888 στην Πύλο της Μεσσηνίας από εύπορη οικογένεια της περιοχής. Ο πατέρας του τον έστειλε στην Αθήνα για να σπουδάσει Οικονομικά, αλλά ο νεαρός Κωστής έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Γράφτηκε στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο και το 1906 είχε την πρώτη επιτυχία, καθώς κατέκτησε την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελλήνιους Αγώνες με επίδοση 2.83 μ.

Από τη νεαρή του ηλικία ασχολήθηκε με τον αθλητισμό ενώ παράλληλα η προπόνηση του βασιζόταν σε αυτοσχεδιασμούς όπως το να πηδά τη μάντρα του σπιτιού του ή να περνά επάνω από τρία δεμένα άλογα.

Στη συνέχεια διακρίθηκε στους μαθητικούς αγώνες. Ο Κωστής Τσικλητήρας αφιερώθηκε στον αθλητισμό και το 1906 έγινε αθλητής του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου. Οι σπάνιες ψυχικές του αρετές, και οι έξοχες σωματομετρικές του ικανότητες, τον έκαναν έναν υπεραθλητή.

 

Σκληροτράχηλος και επίμονος ο Τσικλητήρας από παιδί, υπήρξε σύμφωνα με τον Δελώνη ο φυσιολογικής κοινωνικότητας νέος, ενίοτε όμως και ηθελημένα απόμακρος εξαιτίας της ολοκληρωτικής προσήλωσης στον αγωνιστικό στόχο, αδιάφορος ή έστω συμβιβασμένος με τις απαραίτητες θυσίες σε οικογενειακό και αισθηματικό επίπεδο. Χωρίς να πρόκειται για τον τύπο του εγκεφαλικού αθλητή, δεν τον διακατείχε υπέρμετρο άγχος, με λογικές εξαιρέσεις την αρχή της πορείας του και τους απαιτητικούς Ολυμπιακούς αγώνες.

Τις περιορισμένες φορές που συνέβη εντός Ελλάδας, αποδέχθηκε δύσκολα την ήττα, ενώ με τις επιδόσεις του σπάνια έμενε ικανοποιημένος, παραβλέποντας ότι ουσιαστικά έρχονταν ως συνέπεια του χαμηλού ανταγωνισμού. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό πήγαζε από μία ιδιότυπη αντίληψη διαχωρισμού μεταξύ νίκης και δόξας, μην θεωρώντας την πρώτη αυτοσκοπό αλλά μέσο για την επίτευξη της δεύτερης.

 

Στη δικαίωση άρα που ζητούσε εναγωνίως, δεν αρκούσαν οι πανελλήνιες νίκες και χρειάζονταν υψηλότατες επιδόσεις ώστε να ξεπεράσει τους ξένους, κύρια Αμερικάνους, άλτες. Το κυνήγι της παγκόσμιας κορυφής αποτέλεσε από νωρίς το μοναδικό του στόχο, η δε κατάκτηση της δόξας εξελίχθηκε κυριολεκτικά σε εμμονή. Διέθετε αυτοπεποίθηση και εσωτερική δύναμη, ενώ φέρεται να είχε παραδεχθεί πως είναι υπερβολικά φιλόδοξος, εγωιστής και υπερφίαλος, χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του ως θεληματικό και πεισματάρη.

 

Τη στενότατη σχέση με το συναθλητή του στον Πανελλήνιο ΓΣ ολυμπιονίκη ρίψεων τα 1904 και 1906 Νίκο Γεωργαντά, η οποία επανειλημμένα σημειώνεται στο έργο “Ταξίδι στη δόξα”, υπογραμμίζει ακόμη ο Ε.Ν Περδικέας στο δικό του “Η ιστορική Πύλος και ο ολυμπιονίκης Κωστής Τσικλητήρας” του 1960. Ο “αδελφικός και αχώριστος φίλος”, φθασμένος αθλητής και μέλος στο σύλλογο από το 1901 ή 1902, λειτούργησε ως πρότυπο νικητή και αγωνιστικός εμψυχωτής του, ενώ όντας μεγαλύτερος μία σχεδόν δεκαετία και δάσκαλος το επάγγελμα, βοήθησε κοινωνικά και στήριξε συναισθηματικά τον νεαρό κατά την παραμονή μακριά από τη μικρή του πόλη. Εντούτοις και εξαιτίας ίσως οικογενειακών καταβολών, ο άλτης δεν φαίνεται να ταυτιζόταν με τις αντιβασιλικές και κυρίως ακραία προοδευτικές –τότε αναρχικές– θέσεις εκείνου. Αναφορές του Δελώνη περί συναναστροφής και με το συνομήλικό του τρίτο Έλληνα ολυμπιονίκη στίβου της εποχής Μιχάλη Δώριζα, ελέγχονται ως προς την ακρίβεια δεδομένου ότι αποτελούσε τον βασικό αντίπαλο του Γεωργαντά, το δε σωματείο του Εθνικός ΓΣ του Πανελλήνιου.

 

Το 1906 κατέκτησε την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελλήνιους αγώνες με επίδοση 2.83 μ. Το ίδιο έτος στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας, κατετάγη 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30 μ, ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό.

Το 1907 κατέκτησε τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης, στο άλμα εις ύψος με 1.65 μ., στο ύψος άνευ φοράς με 1.40 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.14 μ. Επίσης του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Πανιωνίου. Στους Πανελλήνιους αγώνες κατέκτησε 2 χρυσά μετάλλια. Με την ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΓΣ συμμετείχε στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα του 1907 αγωνιζόμενος στη θέση του τερματοφύλακα.

Μετείχε και πάλι στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου για την περίοδο 1907-08. Στις 20 Ιουλίου αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου στο αγαπημένο του αγώνισμα το οποίο ήταν το μήκος άνευ φοράς και κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο υποσχώμενος ότι θα γίνει πρώτος ολυμπιονίκης. Στις 23 Ιουλίου του 1908 ο Τσικλητήρας κατέκτησε για δεύτερη φορά το ασημένιο μετάλλιο στην ίδια διοργάνωση στο ύψος άνευ φοράς. Τα άλματά του ήταν 3,28 μ. και 1,55 μ. αντίστοιχα.

Από το 1908 ακολούθησε το Γιώργο Καλαφάτη εγκαταλείποντας την ποδοσφαιρική ομάδα του Πανελλήνιου και μετείχε στην πρώτη ομάδα που σχημάτισε ο Ποδοσφαιρικός Όμιλος Αθηνών (όπως τότε ονομαζόταν ο Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος). Αγωνιζόμενος ως τερματοφύλακας στον ΠΟΑ, στις 30 Νοεμβρίου του 1908 κατέκτησε το Πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που διοργανώθηκε από τον ΣΕΑΓΣ. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1910 κατάκτησε ένα ακόμη Πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου με τον ΠΟΑ.

 

Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1912 στη Στοκχόλμη κατά τους οποίους ήταν ο σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής, κατέκτησε στις 8 Ιουλίου το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με άλμα 3,37  και το χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς με άλμα 1,55.

Αμέσως, όμως, έρχεται και η πρώτη απογοήτευση, όταν στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας, τον ίδιο χρόνο, κατετάγη 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30 μ, ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό.

Σφίγγει τα δόντια, δουλεύει σκληρά και το 1907 κατακτά τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης: στο άλμα εις ύψος με 1.65 μ., στο ύψος άνευ φοράς με 1.40 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.14 μ. Την επόμενη χρονιά έρχεται η μεγάλη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, όταν κερδίζει δύο αργυρά μετάλλια: στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.25 μ.

Ο Τσικλητήρας ήταν ψηλός (1.92 μ.) με θαυμάσια αλτικότητα, που οφειλόταν στα δυνατά του πόδια και στο εκπληκτικό «σπάσιμο» της μέσης του. Ιδού, πως τον περιγράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας Χρόνος στο Λονδίνο και γνωστός λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου:

…Είνε σώμα υψηλόν, λεπτόν, καλογραμμένον. Εις το σχέδιον του μελαχροινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών, των χειλέων, του πώγωνος νομίζεις ότι επέρασεν, ελαφρώς, ολίγον κοντύλι Γκύζη. Από πάνω ως κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν. Μελαχροινός, πολύ υψηλός σχετικώς με τη νεότητά του, πόδια μεγάλα και λαστιχένια, ως σκύλου πόιντερ, σύμμετρον και χαριτωμένον σύνολον. Το μόνον μειονέκτημά του είνε ότι δεν έχει, ακόμη, την αθλητικήν ανάπτυξιν που του χρειάζεται. Πολύ ολίγον έχει γυμνασθή και είνε μάλλον αδύνατος. Αλλά η νίκη του εις το αγγλικόν στάδιον του έδειξε τον δρόμον και είνε αρκετά έξυπνος ώστε να μη τον χάση. Από τώρα και εις το εξής πρέπει να ζη διαρκώς μέσα εις τα γυμναστήρια.

 

Ο Τσικλητήρας επανέλαβε το κατόρθωμα του Λονδίνου τέσσερα χρόνια αργότερα. Στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης το 1912 κέρδισε χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με 3.37 μ. (παγκόσμιο ρεκόρ του ιδίου με 3.47 μ. από την 1η Απριλίου) και χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ., αφού χρειάστηκε να δώσει σκληρή μάχη και στα δύο αγωνίσματα με τους αδελφούς Άνταμς από τις ΗΠΑ. Ο Τσικλητήρας επέστρεψε τροπαιούχος στην Αθήνα, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή, ενώ διθυραμβικά ήταν και τα σχόλια του Τύπου.

 

Δύο μήνες μετά τον θρίαμβο της Στοκχόλμης ξεσπά ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (4 Οκτωβρίου 1912) και ο Τσικλητήρας στρατεύεται. Του προτείνουν να παραμείνει στο Φρουραρχείο Αθηνών, αλλά αυτός αρνείται. Θέλει να πάει στο μέτωπο για να μην κατηγορηθεί για ευνοϊκή μεταχείριση. Εκεί στην πρώτη γραμμή προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα και άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Φεβρουαρίου 1913. Ήταν μόλις 25 ετών. Προς τιμήν του, ο Πανελλήνιος διοργανώνει από το 1963 συνάντηση στίβου με την επωνυμία Τα Τσικλητήρεια.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ