Ένας παγκόσμιος μύθος στον σχεδιασμό (1937-2020)
Μύθοι

Ένας παγκόσμιος μύθος στον σχεδιασμό (1937-2020)

Ο Γιάννης Τσεκλένης θεωρείται ως ο κορυφαίος Έλληνας σχεδιαστής μόδας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο οποίος εισήγαγε την ελληνική μόδα στον σύγχρονο διεθνή κόσμο. Η καλλιτεχνική του συνεισφορά στην Ελλάδα έχει αναγνωριστεί και του έχουν απονεμηθεί διάφορες διακρίσεις, ενώ σχέδιά του πουλήθηκαν παγκοσμίως από τα κορυφαία καταστήματα, σε περισσότερες από 30 χώρες.

Ο Γιάννης Τσεκλένης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 6 Νοεμβρίου 1937, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλωσε στην Αθήνα, φοίτησε στο Κολέγιο Αθηνών και στη συνέχεια στη Σχολή Μωραΐτη. Παρόλο που, όπως είχε διηγηθεί, δεν ήταν σπουδαίος μαθητής, ήταν αστέρι στην διοργάνωση μαθητικών συμβουλίων, ενώ σχεδίαζε και τα περιοδικά του σχολείου. Ήταν αναμεμειγμένος με την τέχνη και την ζωή, καθώς είχε από μικρός και μια καλή κοινωνική ζωή.

 

 

Σε ηλικία 15 ετών, άρχισε να εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση εμπορίας υφασμάτων, όπου απέκτησε πολύτιμη εμπειρία, ενώ ταυτόχρονα εξασκούσε τις ικανότητές του στη ζωγραφική και το σχέδιο.

Όταν ετέθη το θέμα των σπουδών, είπε στον πατέρα του πως θα έμενε κοντά στο κατάστημα υφασμάτων, αλλά ότι θα ασχολούταν με τη διαφήμιση. Είχε κοινωνικές επαφές και φίλους, όπως τον Σπύρο Μεταξά που αμέσως του ανέθεσε δουλειές. Ακόμα, ο πεθερός του -παντρεύτηκε πρώτη φορά στα 23 του- ήταν της ΕΛΦΙΝΚΟ και αδελφικός του φίλος ήταν ο Αγγελος Κανελλόπουλος του Τιτάνα, των οποίων και αναλάμβανε δουλειές. Είχε την επιθυμία να αφήσει το στίγμα του και για αυτό η έφεσή του ήταν να αναλαμβάνει προϊόντα διαρκείας.

 

 

Το 1961, σε ηλικία 24 ετών, ίδρυσε τη δική του διαφημιστική εταιρεία, τη Spectra Advertising, και ανέλαβε τις διαφημιστικές εκστρατείες μεγάλων πολυεθνικών, αλλά και ελληνικών εταιρειών, όπως η Metaxa, η General Motors και η Aegean Mills.

Το 1962 και το 1964 αντίστοιχα, ο Γιάννης Τσεκλένης ασχολήθηκε με τον σχεδιασμό και τη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων για τους επίσημους εορτασμούς των γάμων της πριγκίπισσας Σοφίας της Ελλάδας με τον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας και της Άννας-Μαρίας της Δανίας με τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο Β’ της Ελλάδας.

Πάνω στην απογείωση της διαφημιστικής του δραστηριότητας, το 1964, πέθανε ο πατέρας του και το κατάστημα έμεινε σε αυτόν. Το κατάστημα δούλευε με εκείνον να συμμετέχει στις επιλογές και μαζί με τον Μουρτζόπουλο και τον Σινάνη, αργότερα και τον Αγγελόπουλο, αποτελούσαν τα καταστήματα υψηλής ραπτικής.

 

 

Ο πατέρας του είχε παρατηρήσει πρώτος το ένστικτο και την οξυδέρκεια του γιου του στο να επιλέγει για την εισαγωγή υφασμάτων που παράγγελναν για τους αθηναϊκούς οίκους υψηλής μόδας, εκείνα τα σχέδια που μερικούς μήνες αργότερα ήταν η κυρίαρχη τάση των μεγάλων παρισινών οίκων.

Έτσι, προτού πεθάνει ο πατέρας του, του έδωσε μια ευλογία, ευχή και κατάρα μαζί, όπως σχολίασε ο ίδιος: «Mην αφήσεις τη μόδα. Τα τελευταία πέντε χρόνια ό,τι αγοράζεις μετά από έξι μήνες το έχει η couture στο Παρίσι, χωρίς να το ξέρεις». Πώς; Εμείς βλέπαμε τις συλλογές με τα υφάσματα νωρίτερα κι εγώ έκανα μια ανάλυση του τι πουλιέται και προέβλεπα, ας πούμε, τι έρχεται. Σαν μάρκετινγκ. Έβγαζα τα trends από το μυαλό μου. Σαν να είχα ένα μελλοντολογικό μάτι στη μόδα για το επόμενο χρονικό διάστημα».

 

 

Το 1965, ανέλαβε το κατάστημα και άρχισε να σχεδιάζει τα πρώτα του υφάσματα, τη συλλογή Tseklenis Silks, σε συνεργασία με τη μεταξουργία Χρυσαλλίς. Ήταν ακόμα η εποχή που υπήρχε ανθούσα ελληνική βιομηχανία και εξήγαγε χιλιάδες μέτρα και τόνους υφασμάτων.

Ασχολήθηκε με το κατάστημα, αλλά δεν τον χωρούσε. «Ήμουν σαν μια βόμβα. Πού να με χωρέσουν τα πενήντα τετραγωνικά ή οι κυρίες». Κι έτσι σκέφτηκε να κάνει μια πρώτη σειρά από σχέδια για υφάσματα για το μαγαζί, τα οποία και έδειξε σε διάφορους άλλους, χωρίς ανταπόκριση. Μόνο ο Ντίμης Κρίτσας ανταποκρίθηκε θετικά και του πρότεινε να λάβουν μαζί συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Λαμπράκη, για το περιοδικό Μόδα.

Η συλλογή ταξίδεψε από τη Θεσσαλονίκη όπου πρωτοπαρουσιάστηκε μέχρι τη Βηρυτό και τη Βενετία. Εκείνη την εποχή, γνωρίζεται με την πανέμορφη Έφη Μελά, μοντέλο-σταρ, με την οποία ερωτεύονται. Η σχέση τους, χάρη στη μεγάλη πείρα εκείνης στον χώρο της μόδας, υπήρξε καθοριστικής σημασίας και στα επαγγελματικά του, ενθαρρύνοντάς τον σε κάθε νέο του βήμα.

 

 

Η πρώτη εκείνη μεγάλη επιτυχία εδραίωσε τη συνεργασία των δύο σχεδιαστών, οι οποίοι αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μια νέα συλλογή που θα παρουσιαζόταν στη Νέα Υόρκη. «Πού να ανταγωνιστούμε Γάλλους και Ιταλούς στην Ευρώπη;» είχε σχολιάσει με αυτοσαρκασμό. Το γεγονός ότι είχαν την προνοητικότητα να την παρουσιάσουν σε off market season, δηλαδή την άχαρη εκείνη περίοδο μεταξύ φθινοπώρου και Χριστουγέννων, αυτομάτως τους πέρασε σε όλες τις απογευματινές εφημερίδες της Νέας Υόρκης.

Σε αυτήν την πρώτη συλλογή, αισθάνθηκε το χρέος να δώσει ένα ελληνικό στοιχείο. Κι έτσι, έφτιαξε τα Κύματα -Waves. Μέσα σε 48 ώρες, ζήτησε να δει τη συλλογή η 87χρονη τότε Ελίζαμπεθ Άρντεν, αυτοπροσώπως, την οποία και αγόρασε ολόκληρη -τόσο τα υφάσματα όσο και τα πατρόν του Κρίτσα. «Η αίσθηση ότι μπόρεσες, από την άσημη, σ΄ αυτόν τον τομέα Ελλάδα, να κουνήσεις ένα φυλλαράκι του Μανχάταν, σε έκανε να νιώθεις ότι κατέκτησες την πόλη».

 

 

Αυτό οδήγησε σε μια ακόμα σημαντική συνεργασία με τον κολοσσό Puritan Fashion Corporation, που μέσω 16 εταιρειών διοχέτευε ενδύματα σε όλη τη χώρα. Τότε, σχεδίασε τη δεύτερη προσωπική του συλλογή πάνω σε μινωικά μοτίβα και θέματα για να στηρίξει μια καμπάνια με τίτλο «The Greek Fashion Odyssey», χρηματοδότες της οποίας ήταν ο ΕΟΤ, η Ολυμπιακή, το μπράντι Μεταξά και ο Αριστοτέλης Ωνάσης προσωπικά.

Εκατομμύρια δολάρια στήριξαν τη νέα συλλογή με διαφημίσεις στον διεθνή Τύπο, προβολή στις τηλεοράσεις του εξωτερικού και στις βιτρίνες των πολυκαταστημάτων πολυτελείας της Αμερικής.

Τη στιγμή που, συνέβαιναν αυτά, εκείνη η πρώτη του συλλογή αγοράστηκε από τον Σινάνη, τον Παπαγιάννη και από εκείνους. Μέσα σε μισό έτος, έγινε και η μπουτίκ Tseklenis στην Ερμού. «Ακολουθώντας την συμβουλή των Αμερικανών, αυτονομήθηκα από τον Κρίτσα, γιατί τα υφάσματά μου ήταν πολύ σύνθετα στα σχέδιά τους και δεν χρειαζόταν να είναι σύνθετα και στο ράψιμό τους».

 

 

Τα ρούχα του πωλούνταν μέσω των instore καταστημάτων κατά χιλιάδες, ένας καθαρά «ελληνικός» θρίαμβος, κι ο Τσεκλένης ήταν πανευτυχής αφού ο μεγάλος του καημός ήταν να φανεί πάνω από όλα η Ελλάδα. Παράλληλα, άνοιξε μια σειρά από Tseklenis boutiquesκι εκχώρησε άδεια παραγωγής και διάθεσης σε μεγάλους οίκους του εξωτερικού, οι οποίοι διοχεύτευαν τα ρούχα του σε εκατοντάδες μαγαζιά σε Ευρώπη, Αμερική και στην Άπω Ανατολή. Έτσι, όταν τον προσκάλεσε ένα πολυκατάστημα στην Αυστραλία το 1971, πετώντας με την Quantas για Σίδνεϊ, στους ενδιάμεσους σταθμούς του Χονγκ Κονγκ, της Μπανγκόκ και της Σιγκαπούρη, είδε στα launches των αεροδρομίων να κυκλοφορούν οι δημιουργίες του.

Το ίδιο συνέβη και λίγο αργότερα, με τους βυζαντινοί κώδικες και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα με τίτλο «Byzantium», διαμορφώνοντας μια σύγχρονη ελληνική ταυτότητα στις συλλογές του, ενώ ο ίδιος πρωτοστάτησε στην οργάνωση μιας μεγάλης εκδήλωσης Ελλήνων μόδιστρων στην Αθήνα στην οποία κατέφθασαν για να την παρακολουθήσουν σημαντικοί παράγοντες της διεθνούς μόδας.

 

 

Ακόμα, σχεδίασε τις στολές της Ολυμπιακής, της Kuwait Airways και της Air Malta, όπως και υφάσματα εσωτερικών χώρων για την κλωστοϋφαντουργία Αιγαίον και εισχώρησε στην ιαπωνική αγορά. Εξακολουθούσε να εμπνέεται από διάφορες τάσεις κι έτσι δημιούργησε συλλογές, όπως την «Impressionists» από τους Γάλλους ιμπρεσιονιστές ή την «Czars» από την αρχιτεκτονική της προεπαναστατικής Ρωσίας, το 1972, ακριβώς την εποχή που ο Νίξον επισκέφθηκε τη Μόσχα. Εικόνες της ιδιότυπης κολεξιόν συνόδεψαν στις τηλεοπτικές ειδήσεις τα νέα της προσέγγισης των δύο υπερδυνάμεων. Σιγά σιγά απέσυρε την παραγωγή από το εξωτερικό και την έφερε στην Ελλάδα, εγκαινιάζοντας μια μεγάλη μονάδα παραγωγής στον Μαρκόπουλο.

Εργάστηκε φέρνοντας αίγλη από το εξωτερικό στην Ελλάδα. Πρώτα ήταν οι βιτρίνες στο Λονδίνο, 120 μαγαζιά, καταχωρήσεις, διαφημίσεις, editorial και μετά εδώ. Άνοιξε μαγαζί στην Βηρυτό, ενώ ακολούθησαν η Θεσσαλονίκη και η Μύκονος. Στόχος του ήταν να γίνει μια μικρή μονάδα στην Ελλάδα και να κερδίσει τη δημοσιότητα που είχε δημιουργηθεί, εκμεταλλευόμενος κάθε απόκομμα που είχε γραφτεί για εκείνον.

 

 

Τη θεματολογία των υφασμάτων του την άντλησε από τις δημιουργίες του ελληνικού και του παγκόσμιου πολιτισμού. Πηγή έμπνευσής του ήταν τα αρχαία ελληνικά αγγεία, τα βυζαντινά χειρόγραφα, τα ελληνικά παραδοσιακά ξυλόγλυπτα και έργα ζωγραφικής, τα αφρικάνικα, τα κινέζικα, τα ινδονησιακά, τα ρώσικα και τα ισπανικά έργα τέχνης, τα εραλδικά σύμβολα, ​​τα έντομα, τα κινούμενα σχέδια, τα περσικά χαλιά, τα ταπισερί «The Lady and the Unicorn» και τέλος οι πίνακες των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, του Ανρί Ρουσσώ και του Γιάννη Γαΐτη.

Το 1975, επισκέφτηκε έναν δερματολόγο-ογκολόγο, ο οποίος του διέγνωσε μελάνωμα τρίτου σταδίου και συνέστησε την ταχύτερη αφαίρεσή του. «Όταν άκουσα την λέξη μελάνωμα δεν κατάλαβα ότι ήταν ο θάνατος φτιαγμένος μέσα σε μια φακίδα». Μέσα στις επόμενες ημέρες, έκανε μια μεγάλη αφαίρεση και, στη συνέχεια, ανοσοθεραπεία σε πειραματικό στάδιο.

Δημιούργησε τη συλλογή «Persepolis» με την οποία συμμετείχε, το 1976, σε εμπορική έκθεση στην Τεχεράνη και την οποία η αυτοκράτειρα Φαράχ αγόρασε σχεδόν όλη. Όταν ερωτήθηκε ποιες διάσημες φόρεσαν τα ρούχα του απαντά: «Όσες τα είδαν σε καταστήματα και τα αγόρασαν, δεν έστειλα ποτέ εγώ σε καμία να τα φορέσει. Εκτός από την Τζάκι, που λόγω της συνεργασίας μου με τον Ωνάση όντως της έστειλα ρούχα μου».

 

 

Το 1977, συνεργάστηκε με τα πολυκαταστήματα Μινιόν και λάνσαρε τη σχολική ποδιά.

«Όταν μετά από ενάμιση χρόνο βρέθηκε τοπική υποτροπή στο γάγγλιο που είχε πειραχτεί, μάλλον την είχε αντιμετωπίσει η ανοσοθεραπεία. Αλλά ο γιατρός δεν μπορούσε να πάρει το ρίσκο και να μην μου αφαιρέσει όλο το σύστημα. Ενάμιση χρόνο μετά πήγα κι έκανα αυτή την τεράστια επέμβαση, ώμο, ωμοπλάτη, κλείδα, τα πάντα».

Με το που ξεκίνησε όλη αυτή η διαδικασία, ο σχεδιαστής μόδας, βγήκε από τον εαυτό του και αποστασιοποιήθηκε, όπως είχε πει χαρακτηριστικά. «Αφού πέρασα και τον ακρωτηριασμό έπρεπε να πάρω κάποιες αποφάσεις».

 

 

Στην Αθήνα, είχε διακόσιους ανθρώπους, show-rooms, σχεδιαστές, εργάτριες στο Μαρκόπουλο κι ένα εργοστάσιο που χρωστούσε, ενώ οι τράπεζες έμαθαν για την αρρώστια του. Τα έκλεισε όλα αυτά κι έφυγε, καθώς θα είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση, και πήγε στη Νέα Υόρκη. «Πριν πάω ρώτησα τον γιατρό μου, τι ποσοστά ζωής έχω. Για τον πρώτο χρόνο, μου είπε, είναι σαν μια ζαριά στο τάβλι, ένα ποσοστό γύρω στο 5%».

Το 1979, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, απέκτησε τις κινηματογραφικές ταινίες που ο ίδιος είχε τραβήξει για τη προώθηση των συλλογών του, με σκοπό να τις καταχωρήσει στο αρχείο ταινιών του.

 

 

Στη Νέα Υόρκη, βρήκε τον τρόπο να είναι παραγωγικός. Σχεδίαζε για τη βιομηχανία DuPont μια πειραματική συλλογή εμπνευσμένη από τον El Greco χρησιμοποιώντας ύφασμα από τη συνθετική ίνα Qiana, που προοριζόταν να αντικαταστήσει το φυσικό μετάξι, πείραμα που δεν είχε εξέλιξη, λόγω του κόστους του. Ήταν δύσκολο να κερδίσει χρήματα από τα σχέδιά του γιατί και οι Αμερικανοί γνώριζαν για το θέμα της υγείας του και δε ρίσκαραν να επενδύσουν.

Ο μόνος άνθρωπος που επένδυσε και πίστεψε σε εκείνον ήταν ο Γιάννης Γεωργακάς του Μινιόν. Ταξίδεψε στην Αμερική για να τον βρει και να του προτείνει συνεργασία, απαιτώντας μάλιστα να υπογράψουν συμβόλαιο για εννέα χρόνια -τελικά δέχτηκε να κάνουν για τρία, ενώ ο σχεδιαστής του υπενθύμιζε τον έναν χρόνο ζωής που του είχαν δώσει.

 

 

Εν τω μεταξύ, η απουσία της εταιρείας Tseklenis από την Ελλάδα, προκάλεσε κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα για τη χώρα. Έτσι, η κυβέρνηση, του προσέφερε ευνοϊκούς όρους για να επιστρέψει τις δραστηριότητες του στην Ελλάδα, το οποίο και έκανε. Δημιούργησε σε συνεργασία με το πολυκατάστημα ΜΙΝΙΟΝ, την Tseklenis International Fashion Enterprises, με έδρα την Αθήνα. Αντικείμενό της, ήταν η κατασκευή γυναικείων, ανδρικών, αθλητικών ενδυμάτων, αξεσουάρ και λευκών ειδών. 7 μπουτίκ άνοιξαν στο ΜΙΝΙΟΝ, με σκοπό να εξαπλωθούν σε όλη τη χώρα μέσω των καταστημάτων δικαιόχρησης (franchise). Δυστυχώς, αυτά τα σχέδια εγκαταλείφθηκαν το επόμενο έτος, αφού η ναυαρχίδα του Ομίλου, το ΜΙΝΙΟΝ, στη γωνία των οδών 28ης Οκτωβρίου (Πατησίων) και Δώρου, καταστράφηκε από εμπρησμό, που αποδόθηκε από τις αρχές σε τρομοκρατική ενέργεια.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του 1980, υπέγραφε με τη φίρμα TSEKLENIS στολές εργασίας, κάλτσες, βαλίτσες, καθώς και μια σειρά από οικιακά προϊόντα, όπως λευκά είδη, υφάσματα διακόσμησης εσωτερικών χώρων και επίπλων, πλακάκια τοίχου και δαπέδου κλπ. Επίσης, σχεδίαζε τους εσωτερικούς χώρους αυτοκινήτων, αεροσκαφών και ξενοδοχείων. Το έργο του εγκωμιάστηκε παγκοσμίως από κορυφαίους συντάκτες μόδας της εποχής, όπως η Bernadine Morris των New York Times, Sally Kirkland του Life Magazine, η Eugenia Sheppard των International Herald Tribune και Los Angeles Times, καθώς και πολλοί άλλοι.

 

 

Επίσης, το 1979, η εταιρεία αυτοκινήτων FIAT του ανέθεσε να σχεδιάσει τους εσωτερικούς χώρους και την ανακαίνιση του επιβατικού αυτοκινήτου της, Fiat 126.

Έπειτα, δημιούργησε τις συλλογές «Macedonian Mosaics» και «Vergina» από τα ευρήματα της Πέλλας αλλά και τις «Sahara» και «More Action». Το 1982, ήρθε και η περίφημη συλλογή εμπνευσμένη από τα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη, ενώ λίγο αργότερα σχεδίασε και τις στολές της ελληνικής αστυνομίας.

Τότε, σύμφωνα με τον Γιάννη Τσεκλένη, ήταν σημαντικό οι σχεδιαστές να κάνουν κάτι καινούργιο, πράγματα εικονοκλαστικά. Εκείνος μιμήθηκε τα bold χρώματα του Εmilio Pucci, τον οποίο θεωρούσε μάστερ, χωρίς όμως να τον αντιγράψει. Συνέχισε κάνοντας κάθε έξι μήνες και κάτι διαφορετικό. «Ήμουν εραστής του χρώματος, εκτός από μια ασπρόμαυρη συλλογή εμπνευσμένη από τον Γαΐτη και μια ολόασπρη, το ΄85 για την Αμερική, χωρίς πριντ. Μπήκα και στα ανδρικά. Στην Ολυμπιακή, έφτιαξα πρώτα τις στολές για την πρώτη θέση και όταν τις είδε ο Ωνάσης μου ζήτησε να τις αναλάβω όλες. “Μα έχουμε τον Pierre Cardin”, του είπαν οι συνεργάτες του. “Εγώ θέλω τον δικό μας”, είχε πει».

 

 

Ο Ανδρέας Παπανδρέου του πρότεινε να διευθύνει την Πειραϊκή-Πατραϊκή κι εκείνος δέχτηκε, όμως τα μεγάλα πολιτικά σκάνδαλα του 1989 τον οδηγούν σε παραίτηση. Γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα, που τότε εντούτοις ήταν 12η σε εξαγωγές ρούχων, με το άνοιγμα των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τα μεγαθήρια λόγω της απουσίας επώνυμων ρούχων, κάτι που και έγινε. Το 1991, αποχώρησε οριστικά από τη μόδα.

Το 1997, δώρισε στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το σύνολο των πρωτότυπων σχεδίων και ενδυμάτων του, που είχε στην κατοχή του.

 

 

Συνέχισε στην ανακαίνιση των εσωτερικών των αεροπλάνων της Ολυμπιακής, όπως και της εξωτερικής εικόνας των Boeing 767. Το επόμενο έτος, 1998, του ανατέθηκε να σχεδιάσει τις εσωτερικές και εξωτερικές επιφάνειες των δημόσιων μέσων μαζικής μεταφοράς της Αθήνας (λεωφορεία, τρόλεϊ) και το 1999 σχεδίασε τα τρένα για τον νέο, για εκείνη την εποχή, προαστιακό σιδηρόδρομο του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και στη συνέχεια όλους τους νέους συρμούς του Οργανισμού.

Κατασκεύασε τα πρώτα art boutique hotels στη Σαντορίνη, δραστηριότητα που του άνοιξε ένα νέο θαυμαστό σύμπαν δημιουργικότητας. Χρηστικά αντικείμενα, ξενοδοχειακές μονάδες και σπίτια, ωφέλιμο ντιζάιν για το ευρύ κοινό, μιας και πάντα ήταν ένα άνθρωπος της αγοράς, συγκροτημένος και προσγειωμένος, ένας πολίτης του κόσμου με ευαισθησίες και αλάνθαστο αισθητικό κριτήριο.

 

 

Η καλλιτεχνική συνεισφορά του Γιάννη Τσεκλένη στην Ελλάδα, είχε αναγνωριστεί και του είχαν απονεμηθεί διάφορες διακρίσεις, όπως ο Αργυρός Σταυρός του Τάγματος του Φοίνικος, το Χρυσό Μετάλλιο της Μόδας από το Ελληνικό Ινστιτούτο Μόδας, η Κόρη των Κυκλάδων από το Ελληνικό Κέντρο Μόδας και το Βραβείο Δίολκος της Ελληνικής Ακαδημίας Marketing.

Την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020 σε ηλικία 82 ετών, ο μεγάλος σχεδιαστής έφυγε από τη ζωή.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ