Η στιχουργός που με το πάθος της “άλλαξε” το λαϊκό τραγούδι
Μύθοι

Η στιχουργός που με το πάθος της “άλλαξε” το λαϊκό τραγούδι

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν η πρώτη γυναίκα στιχουργός στην Ελλάδα, μια  ισχυρή προσωπικότητα που με τα τραγούδια της σφράγισε όλη την σύγχρονη ιστορία της χώρας. Πουλούσε τους στίχους της για να μπορεί να ζει και να παίζει χαρτιά, μέσα στα τραγούδια της μπορεί να ανακαλύψει κανείς κάθε πτυχή του δυναμικού χαρακτήρα της αλλά και την ευαισθησία μιας ευφυούς γυναίκας.

 

Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893,  και πέρασε τα παιδικά της χρόνια εκεί. Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα της, κάτι που όπως είχε πει στιγμάτισε και άλλαξε ολόκληρη τη ζωή της. Θεώρησε πως από εκείνη τη στιγμή την έπιασε η ζούρλια, να πουλάει και να αγοράζει πράγματα, χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το ότι πούλησε το στασίδι που είχε στην εκκλησία. Τον Ιούνιο του 1919, Τούρκοι και Τσέτες εισέβαλαν στο Αϊδίνι λεηλατώντας το και αφήνοντας τους κατοίκους σε άθλια κατάσταση, η Ευτυχία μαζί με τη μητέρα της και τα δυο της παιδιά έφυγαν με τρένο με προορισμό τη Σμύρνη, στο δρόμο όμως ανακάλυψαν πως τους πήγαινε στην Αττάλεια, κάνοντας την να συνειδητοποιήσει πως θα έπρεπε να αποχαιρετήσει για πάντα την πατρίδα της.  Έπειτα από κάποιο διάστημα σε κέντρα φιλοξενίας προσφύγων της εποχής, κατάφεραν να φύγουν με καράβι για την Ελλάδα και το νησί της Λέρου. Λίγο καιρό αργότερα βρέθηκαν στην Αθήνα όπου συνάντησαν και τον σύζυγό της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου όπου είχε φτάσει εκεί από τη Σμύρνη. Το πρώτο σπίτι που έζησε στην Ελλάδα ήταν στο Χαλάνδρι, σε σπίτι συγγενών, προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια της. 

 

 

Λίγα χρόνια μετά την άφιξη της στην Ελλάδα, αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, επάγγελμα για εκείνα τα χρόνια αρκετά δύσκολο για μια γυναίκα, παρόλα αυτά η Ευτυχία μέσω των γνωριμιών της στον καλλιτεχνικό κόσμο μπόρεσε να εδραιωθεί στην στιχουργική και να χρησιμοποιήσει προς όφελος της αυτές τις επαφές. Τα χρόνια εκείνα γνώρισε έναν συνάδελφό της τον Αλεξίου όπου τον ερωτεύτηκε και έτσι χώρισε από τον πρώτο άντρα της. Μαζί του έκαναν περιοδείες με θεατρικούς θιάσους. 

Το μεγάλο κεφάλαιο στην προσωπική της ζωή όμως δεν ήταν ο Αλεξίου αλλά ο Γιώργος Παπαγιαννόπουλος, ο άνθρωπος που ήταν δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής του.  Οι κοινές ανησυχίες τους περί Τέχνης, παρόλο που ο Παπαγιαννόπουλος ήταν αστυνομικός στο επάγγελμα, τους έφερναν πιο κοντά. Το 1956 ο σύζυγος της πέθανε αφήνοντας την Ευτυχία μόνη με τις δύο κόρες της. 

 

 

Η συνεργασία με τον Τσιτσάνη

Μία από τις πιο σημαντικές γνωριμίες της ζωής της ήταν αυτή με τον Τσιτσάνη. Η στιχουργός γνώρισε πρώτα την τραγουδίστρια Μαρίκα Νίνου, ντουέτο αλλά και σχέση του συνθέτη, η οποία ξεχώρισε αμέσως το ταλέντο της Ευτυχίας, Την ίδια στιγμή ανακάλυψε και ο Τσιτσάνης τον αβίαστο και καθάριο λόγο της, της τότε νέας στιχουργού.  Στην αρχή η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν διστακτική στο να ασχοληθεί με την στιχουργική, θεωρώντας τον εαυτό της ποιήτρια και μόνο, αλλά ο Βασίλης Τσιτσάνης κατάφερε να την μεταπείσει και να την βοηθήσει να βρει τον δρόμο της έκφρασης μέσω των τραγουδιών. Οι στίχοι της αποτέλεσαν ακρογωνιαίο λίθο της λαϊκής μουσικής, με το «Για μια γυναίκα χάθηκα» να αποτελεί το πρώτο της τραγούδι που μελοποιήθηκε από τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον «δάσκαλό της στους στίχους», όπως τον αποκαλούσε η ίδια. Με δική του επίσης παραγγελία είχε γράψει τους στίχους για το γνωστό τραγούδι «Τα καβουράκια», το οποίο έγινε αργότερα η αφορμή να επέλθει ρήξη στη μεταξύ τους σχέση, όταν εκείνη σκέφτηκε να διεκδικήσει την πατρότητα των στίχων κι εκείνος αντέδρασε αναφέροντας ότι η τελική επιτυχημένη μορφή του τραγουδιού οφείλεται στον ίδιο και ότι εκείνη έδωσε απλώς στην αρχή ένα προσχέδιο.

Η συνεργασία της με τον Τσιτσάνη έφερε γύρω της όλους τους λαϊκούς συνθέτες της εποχής, όπως ο Χιώτης, ο Δήμος Μούτσης ο Καζαντζίδης, ο Απόστολος Καλδάρας κ.α. 

 

 

Η χαρτοπαιξία και η μεγάλη απώλεια 

 

Το 1960, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έχασε την κόρη της και από τότε όλα άλλαξαν, η απώλεια αυτή την οδήγησε ακόμη πιο κοντά στα πάθη της και δίχως όριο προς την χαρτοπαιξία. Δύο χρόνια νωρίτερα, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είχε γράψει το προφητικό τραγούδι «Δύο πόρτες έχει η ζωή» για το οποίο η μεγάλη μαστόρισσα των στίχων έλεγε: «Μέσα σε αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη, σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη. Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη όλη μου τη ζωή – ή μάλλον τη ζωή της ζωής μου, την κόρη μου τη Μαίρη».

Χαρακτηριστική για την περίοδο αυτή είναι και η γραπτή κατάθεση του Αλέκου Σακελλάριου στη βιογραφία που έγραψε προς τιμήν της, στην οποία αναφέρει: «Η Ευτυχία, κεραυνοβολημένη από το θάνατο της κόρης της, έβαλε το μαύρο φουστάνι και το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της –που δεν τα έβγαλε ποτέ ως το θάνατο της– κι αφοσιώθηκε στην ανατροφή της μικρής Ρέας».

 

 

 

 Σε συνέντευξη της την εποχή εκείνη είχε πει: “Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από εκεί και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή αν δε θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα ας πούμε , απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα”. Τα λόγια της αυτά επιβεβαιωνουν πως για να ζήσει αλλά κυρίως για να μπορεί να δίνει χρήματα στο πάθος της, την χαρτοπαιξία, πουλούσε όσο όσο τα στιχάκια της. Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν ο μόνος που δεν της έδινε χρήματα για τα τραγούδια της, αλλά και αυτός που την έπεισε να διεκδικήσει πνευματικά δικαιώματα, βοηθώντας την σε βάθος χρόνου να έχει κάποια χρήματα να ζήσει ως τα γεράματά της.

Το πάθος της με την χαρτοπαιξία την οδήγησε πολλές φορές  σε συγκρούσεις με τους συντρόφους της αλλά και με τους φίλους της, πολλά βράδια εγκατέλειπε το σπίτι της πηδώντας από το παράθυρο για να πάει να παίξει την αγαπημένη της πόκα. Δύο χρόνια νωρίτερα, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είχε γράψει το προφητικό τραγούδι «Δύο πόρτες έχει η ζωή» για το οποίο η μεγάλη μαστόρισσα των στίχων έλεγε: «Μέσα σε αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη, σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη. Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη όλη μου τη ζωή – ή μάλλον τη ζωή της ζωής μου, την κόρη μου τη Μαίρη».

 

 

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έγραφε τους στίχους της παντού, άλλες φορές σε ένα πακέτο τσιγάρα πάνω, άλλες πίσω από λογαριασμούς, χωρίς ουσιαστικα να κατανοεί το μέγεθος του ταλέντου της. Η πυγμή και ο χαρακτήρας της ανοίγεται ολόκληρος στα τραγούδια της  μέσω των στίχων όπως “ Να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε “ Σαν τον αητό είχα φτερά και πέταγα πολύ ψηλά”. Η επιμονή και η παρόρμηση του χαρακτήρα της την οδήγησαν πολλές φορές στο να κάνει διάφορα πράγματα όπου για μια γυναίκα της εποχής ήταν αδιανόητα, όπως για παράδειγμα ένα πρωί αποφάσισε να πάει από το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι και να αφήσει τους στίχους του “Είμαι αητός” μαζί μ’ ένα σημείωμα για τον συνθέτη. Ο Χατζιδάκις συγκινημένος έγραψε τη μουσική στο στίχο και δημιουργώντας έτσι ένα από τα πιο διαχρονικά τραγούδια του.

Οι συνεργασίες της όμως με σπουδαίους συνθέτες της εποχής και μεταγενέστερους δεν σταματάνε εκεί, καθώς δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην υποκλίθηκε στο έμφυτο χάρισμά της. Μανώλης Χιώτης, Στέλιος Καζαντζίδης, Απόστολος Καλδάρας, Αντώνης Ρεπάνης, Μάνος Χατζιδάκις «πάντρεψαν» τις μελωδίες τους με τους στίχους της Ευτυχίας, που φαίνεται ότι χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, είχε ανακαλύψει το μυστικό που έκανε τα τραγούδια διαχρονικές επιτυχίες που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.

 

Αυτό που έκανε τόσο ξεχωριστή την Παπαγιαννοπούλου ήταν ότι συνδύασε τον ερωτικό στίχο με τον κοινωνικό προβληματισμό, δημιουργώντας σχολή στην ελληνική στιχουργική, έτσι όπως απαθανάτισε τον καημό του Έλληνα: «Βλέπετε τον Έλληνα και μερακλώνεται και σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο. Ας είναι και βιομήχανος! Δεν λέω τον σνομπ, αλλά τον άλλο, που παθιάζεται και στριφογυρίζει, ζώντας εκείνη τη στιγμή τους πόθους του και τα όνειρά του. Τραγουδά και χορεύει τις λύπες του και τις χαρές του, βαλσαμώνει τον πόνο του, μεταμορφώνει σε ήχους τους χτύπους της καρδιάς του. Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι’ αυτό είναι αληθινό, γι’ αυτό εξελίχθηκε. Πρέπει όμως ν’ αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. Πρέπει να ζυμωθείς με το λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Κι έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει», συνήθιζε να λέει η Παπαγιαννοπούλου σχετικά με το λαϊκό τραγούδι.

 

 

Τα τελευταία χρόνια της ζωής αντιμετώπισε αρκετές δυσκολίες με την υγεία της έχοντας όμως πάντα στο πλευρό της την εγγονή της Ρέα. Στις 7 Ιανουαρίου του 1972 η μεγάλη Ελληνίδα στιχουργός έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών. 

Ο λαϊκός στίχος μετά την εμφάνιση της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου άλλαξε για πάντα μορφή, η γυναίκα αυτή κατάφερε με την αμεσότητά της, να βάλει τα λόγια της στο στόμα όλων των Ελλήνων. 

Τον Δεκέμβριο του 2019, βγαίνει στους κινηματογράφους η ταινία “ Ευτυχία” για τη ζωή της μεγάλης στιχουργού με πρωταγωνίστρια την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.

 

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ