O ακούραστος δουλευτής των μαγνητικών πεδίων
Μύθοι

O ακούραστος δουλευτής των μαγνητικών πεδίων

Ο Παναγιώτης Βασιλάκης, με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Takis, ήταν ο πρωτοπόρος Έλληνας γλύπτης που συγκαταλέγεται στους κυριότερους εκπροσώπους της σύγχρονης εικαστικής σκηνής και της κινητικής τέχνης. Τόσο λόγω των υλικών και των τεχνικών που χρησιμοποίησε όσο και εξαιτίας των ιδεών που μετέδωσε, τα έργα του υπάρχουν σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους που εκτίθενται στις μόνιμες συλλογές των σπουδαιότερων μουσείων του κόσμου.

Ο Takis ήταν ένας καλλιτέχνης αυτοδίδακτος εκ πεποιθήσεως που κατάφερε να δημιουργήσει μια άρρηκτη σύνδεση ανάμεσα στην τέχνη και τις επιστήμες συνδυάζοντας στοιχεία της φύσης και της φυσικής στη γλυπτική του. Προσέγγισε, δηλαδή, μέσα από τα έργα του αυτό που σήμερα ονομάζεται «διεπιστημονικότητα» στην τέχνη, σπάζοντας τα συμβατικά σύνορα μεταξύ διαφορετικών τομέων μελέτης, όπως η τέχνη, η επιστήμη, η μηχανική, η ποίηση, η ιστορία και η μουσική. Ήταν ένας καλλιτέχνης που αντλούσε έμπνευση από την τεχνολογία και τα υλικά που είχε γύρω του.

 

 

Γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1925 στην Αθήνα, το έκτο παιδί μιας οικογένειας με εφτά παιδιά. Αν και οι γονείς του είχαν υπάρξει ευκατάστατοι πριν την καταστροφή της Σμύρνης, έπειτα από αυτήν, ο κτηματίας πατέρας του καταστράφηκε οικονομικά, έτσι που η οικογένεια δοκιμάστηκε σκληρά από τη φτώχεια.

Σε μικρή ηλικία, όταν ακόμα στην Αθήνα οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες στους δρόμους ήταν κάτι σχεδόν ανήκουστο, επισκέφθηκε για πρώτη φορά το φωταγωγημένο Λονδίνο, το οποίο και τον μάγεψε. Πιο συγκεκριμένα, το 1957, ενώ καθόταν σε έναν σταθμό στην αγγλική πρωτεύουσα, περιμένοντας το τρένο, παρατηρούσε σαγηνευμένος τα φώτα που αναβόσβηναν, τις κεραίες, τα σήματα στον σταθμό. Αυτή ήταν και η αρχή της λατρείας του για το φως, ο σπόρος για τον απολύτως προσωπικό δημιουργικό του τρόπο.

 

 

Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια συμπέμπεσαν με τη δικτατορία του Μεταξά και την Ιταλική και Γερμανική κατοχή, κατά τη διάρκεια της οποίας υπήρξε ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ, γεγονός για το οποίο και καταδικάστηκε με εξάμηνη φυλάκιση.

Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία σε ηλικία περίπου 20 ετών σε ένα υπόγειο εργαστήριο, παρά το γεγονός ότι η οικογένειά του δεν αποδεχόταν την κλίση του προς τις καλές τέχνες. Το 1952, άνοιξε το πρώτο του ατελιέ με τους παιδικούς του φίλους και καλλιτέχνες, Μίνω Αργυράκη και Ραϋμόνδο, στην περιοχή της Ανάκασας, ενώ οι πρώτες του δουλειές περιλάμβαναν μπρούτζινα και γύψινα αγάλματα, εμπνευσμένα από τα Κυκλαδίτικα αγαλματίδια, καθώς και από τους Picasso και Giacometti.

 

 

Ο Takis μεταπήδησε στη συνέχεια στην τεχνολογική εποχή αν και μέσα από τα έργα του εξακολουθούσε να αναζητά τη διαχρονικότητα των πραγμάτων. Το 1954, φτάνοντας στο Παρίσι, εντάχθηκε για μερικούς μήνες στο ατελιέ του Brancusi, ενώ, το 1959, ανακάλυψε και άρχισε να μελετά τον μαγνητισμό, μπαίνοντας ορμητικά στον δρόμο που τον έκανε να φέρει επανάσταση στην τέχνη.

Μάλιστα, για τον Δρ. Μike Wellen, τον έφορο του Tate (θεσμός που στεγάζει, σε ένα δίκτυο τεσσάρων μουσείων τέχνης, την εθνική συλλογή βρετανικής τέχνης του Ηνωμένου Βασιλείου και τη διεθνή σύγχρονη και σύγχρονη τέχνη), ο Takis ήταν ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του πρωτοπόρου καλλιτέχνη Marcel Duchamp, ο οποίος ήταν επίσης θαυμαστής των πρώτων έργων του Έλληνα δημιουργού.

 

 

Για τα τρία επόμενα χρόνια, ταξίδεψε και έζησε ανάμεσα στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου εμπνεύστηκε και δημιούργησε τα πρώτα του κινητικά έργα. Εντυπωσιασμένος από τα ραντάρ, τις κεραίες και τα τεχνολογικά κατασκευάσματα που κοσμούσαν τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Calais της Γαλλίας, δημιούργησε τα πρώτα του Σινιάλα, τα οποία στην αρχή ήταν άκαμπτα και είχαν φωτεινά σήματα στην κορυφή τους.

Τα έργα του όμως σταδιακά άλλαξαν μορφή, απέκτησαν ευελιξία και κοσμούνταν με τα λεγόμενα «objets trouvés», λικνίζονταν χάρη στην πνοή του ανέμου ενώ όταν κρούονταν μεταξύ τους παρήγαγαν μοναδικούς ήχους αποδίδοντας μοναδικά την αίσθηση της δόνησης των χορδών και της μελωδίας της άρπας. Ακόμα, αρκετά από αυτά, στην κορυφή τους, έστεκαν πυροτεχνήματα μέσω των οποίων πραγματοποιούσε διάφορα street art happenings στις πλατείες του Παρισιού.

 

Πηγή: Tony Evans/Getty Images

 

Από το 1955 και μέχρι το τέλος του 1965, ο Takis, ως καλλιτεχνική διάνοια ήδη από τότε, πειραματίστηκε με όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος και της φύσης που περιβάλλουν τον άνθρωπο, αλλά αυτός αδυνατεί να εντοπίσει με γυμνό μάτι. Αυτά τα στοιχεία υπήρξαν καταλύτης της βάση της καλλιτεχνικής του πορείας και εξερεύνησης καθώς χάρη σε αυτά διακρίθηκε, ξεχώρισε και καινοτόμησε.

Εξερεύνησε τις μαγνητικές δυνάμεις και την ενέργεια των μαγνητικών πεδίων, τα οποία και αποτελούν ένα από τα θεμέλια του έργου του, πειραματίστηκε με τον ηλεκτρισμό, τον ήχο και το φως και δημιούργησε μια ολόκληρη νέα επικράτεια στον χώρο της σύγχρονης τέχνης, κάνοντας αυτά τα στοιχεία κεντρικά εργαλεία της δημιουργίας του. Κατάφερε να τιθασεύσει αυτές τις δυνάμεις και δημιούργησε έργα μοναδικά, ακαριαία αναγνωρίσιμα που επηρέασαν πολλούς σημαντικούς εικαστικούς, ανάμεσά τους και ο κορυφαίος Olafur Eliasson.

 

 

Τα γλυπτά του αψήφησαν κάθε γνωστό νόμο και τεχνική που θέλει το υλικό, την βαρύτητα, το μέγεθος να κυριαρχούν. Ίπτανται στον χώρο, έχουν διαρκή κίνηση, παράγουν ήχους, μετατρέπουν τον μαγνητισμό σε σώμα τέχνης. Μάλιστα, κάποιοι λένε ότι οι δημιουργίες του φέρουν μια ακόμα διάσταση που ξεπερνά την όραση και τον τρόπο που πλοηγείται κανείς στον χώρο.

Την περίοδο που ταξίδευε αρκετά συχνά σε όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά και μητροπολιτικά κέντρα του κόσμου -χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρώτο του ταξίδι του στις ΗΠΑ το 1961, όπου γνώρισε τον μετέπειτα φίλο του Marcel Duchamp- δημιούργησε Τηλεγλυπτά, Τηλεπίνακες, Τηλεφώτα, Καντράν, Μουσικά Όργανα επηρεασμένα από το υπερπέραν και τις κοσμικές αναζητήσεις του.

 

 

Το 1960, μια χρονιά ορόσημο για τον ίδιο, ο Takis πραγματοποίησε την παράσταση L’Impossible – Homme dans l’Espace (Το Αδύνατον – Ο Άνθρωπος στο Διάστημα) σε συνεργασία με τον φίλο του και ποιητή Sinclair Beiles. Η performance πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί Iris Clert στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Sinclair Beiles διάβασε το περίφημο μαγνητικό του μανιφέστο.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, αγόρασε μια έκταση περίπου 10 στρεμμάτων στον λόφο ύψους 175 μέτρων, Γεροβουνό, ορμώμενος από τα ισχυρά μαγνητικά πεδία του, όπου και ξεκίνησε εργασίες κατασκευής ενός κοινωφελούς οργανισμού με σκοπό την προώθηση της τέχνης και των επιστημών.

 

 

Το 1968, μετακόμισε στη Μασαχουσέτη, όπου προσκλήθηκε με υποτροφία ως ερευνητής από το πανεπιστήμιο του ΜΙΤ, και πιο συγκεκριμένα από το Κέντρο Προηγμένων Οπτικών Μελετών. Εκεί, δημιούργησε μια σειρά από Ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά, μελέτησε την υδροδυναμική ενέργεια, έδωσε μορφή στην επινόησή του με τίτλο «Υδροδυναμική της Θαλάσσιας Ταλάντωσης», ενώ παράλληλα εμπνεύστηκε και μια σειρά από Υδρομαγνητικά γλυπτά.

Ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός, συν-ίδρυσε, την εποχή εκείνη, την Ένωση Art Workers Coalition με σκοπό την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών ενάντια στην εκμετάλλευσή τους από τους γκαλερίστες, τους εικαστικούς επιμελητές και τα μουσεία. Χαρακτηριστικό γεγονός αποτέλεσε η εφόρμησή του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης με σκοπό να αποσύρει ένα έργο του πριν προλάβει η ασφάλεια του Μουσείου να αντιδράσει -μία συμβολική κίνηση που έγινε πρωτοσέλιδο στους New York Times.

 

 

Το 1974, έχοντας πλέον επιστρέψει και πάλι στο Παρίσι, ξεκίνησε να δημιουργεί τα Ερωτικά του γλυπτά, ενώ, το 1986, γύρισε στην Ελλάδα για να ολοκληρώσει το έργο που είχε ξεκινήσει το ‘64, Ο λόγος για το Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες (Κ.Ε.Τ.Ε.) ή το Ίδρυμα Τάκις, όπως είναι σήμερα γνωστό, το οποίο επίσημα εγκαινιάστηκε το 1993. «Δεν υπάρχει κανένας επισκέπτης στο Κ.Ε.Τ.Ε. που να μην αισθάνθηκε αυτή τη μαγνητική ηρεμία που έδωσε ο χώρος στο κορμί του», είχε αναφέρει ο καλλιτέχνης.

Το Ίδρυμα Takis έκτοτε αποτελούσε την κοιτίδα του καλλιτεχνικού και ερευνητικού έργου του καλλιτέχνη. Οι κύριοι χώροι του Ιδρύματος, το Μουσείο, το «Θέατρο», οι Κήποι και το Ατελιέ του καλλιτέχνη, κοσμούνται από χαρακτηριστικά έργα όλων των περιόδων της καλλιτεχνικής του πορείας αλλά και από έργα φίλων του, Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών.

 

 

Σκοπός του Ιδρύματος ήταν και εξακολουθεί να είναι η προώθηση της γνώσης και της εκτίμησης των εικαστικών τεχνών στο ευρύ κοινό, καθώς και η παροχή υπηρεσιών, χώρων και προγραμμάτων υποστήριξης της εκπαίδευσης και της σύγχρονης τέχνης. Το 2001, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέδωσε στο Κ.Ε.Τ.Ε. τιμητική πλακέτα για την προσφορά του καλλιτέχνη στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τα έργα του με τίτλο «Ηλεκτρικά Βαρέλια».

Παρά το γεγονός ότι ήταν αναγνωρισμένος για τα κινητικά του γλυπτά, ο Τάκις πρωτοπορούσε και στη δημιουργία σκηνικών, στη μουσική επιμέλεια θεατρικών παραστάσεων και performances. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι συνεργασίες με τον Κώστα Γαβρά για την ταινία Section Spéciale (Ειδικό Δικαστήριο, το 1975), με τον Μιχάλη Κακογιάννη για την παράσταση Ηλέκτρα του Σοφοκλή στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (1983), καθώς και την παράσταση Τρωάδες, με το Nam June Paik (1979), με τη Joelle Léandre και τη χορεύτρια Μάρθα Ζιώγα για την performance με τίτλο Ligne Parallèle Erotique (Παράλληλη Ερωτική Γραμμή, το 1986), καθώς και με τη Βαρβάρα Μαυροθαλασσίτη για την performance «Isis Awakening» (Το ξύπνημα της Ίσιδος, το 1990).

 

 

Ακόμα, το περιοδικό New Scientist, σε άρθρο του με τίτλο «Οι ήχοι του αύριο», τον κατέταξε μαζί με τους Ιάννη Ξενάκη και John Cage στους περισσότερο υποσχόμενους μουσικούς του 20ου αιώνα.

Η αυτοβιογραφία του Takis έχει εκδοθεί δύο φορές, την πρώτη φορά στο Παρίσι το 1961 από τον εκδοτικό οίκο Julliard με τίτλο «Estafilades», ενώ στα ελληνικά εκδόθηκε το 2005 από τις εκδόσεις Φερενίκη με τίτλο «Takis».

Τον Ιούλιο του 2019, το κορυφαίο θέμα στην πολιτιστική ατζέντα του Λονδίνου ήταν η αναδρομική έκθεση του Takis, «Takis: Γλύπτης μαγνητισμού, φωτός και ήχου», που πραγματοποιήθηκε στην Tate Modern σε συνεργασία με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.

 

 

Οι Financial Times χαρακτήρισαν τον 94χρονο δημιουργό ως τον καλλιτέχνη «που προκαλεί τη βαρύτητα», και που έργα του συνέλεγε ο Τζον Λένον.Η έκθεση είχε ήδη παρουσιαστεί σε δημοσιογράφους από ολόκληρο τον κόσμο που έλκονταν από την ομορφιά και το μυστήριο της τέχνης του, οπότε επρόκειτο για κάτι περισσότερο από μια βρετανική υπόθεση.

Στην έκθεση παρουσιάστηκαν έργα μαγνητικά, ήχου και φωτός, καθώς και το «Μagnetic Fields» που δημιούργησε το 1969 και δεν είχε παρουσιαστεί στο κοινό από τη δεκαετία του ‘70 και μετά: ένα μαγνητικό εκκρεμές που το χειρίζεται υπάλληλος του μουσείου και πυροδοτεί την κίνηση από 100 μεταλλικά γλυπτά που μοιάζουν με ράβδους. Η αίθουσα γέμισε από μια σειρά έργων γνωστών ως «Musicals» με ασύμβατα ηχητικά πεδία από βελόνες που χτυπούν χορδές, ενώ οι επισκέπτες από ολόκληρο τον κόσμο περπάτησαν μέσα στο δάσος των «Σινιάλων», ένιωσαν να περιτριγυρίζονται από τους ήχους των μουσικών γλυπτών και επεξεργάστηκαν το Γκονγκ του.

 

Πηγή: Guy Bell/REX/Shutterstock

Στις 9 Αυγούστου του 2019, ο Takis έφυγε από τη ζωή.

Συνολικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, συνέχισε να διερευνά τα όρια και τα σημεία τομής της καλλιτεχνικής και επιστημονικής αντίληψης, καθώς και της μουσικής, των ήχων και ιδιαίτερα των εικόνων που βρίσκονται σε κίνηση.

 

 

Τα έργα του κοσμούν τις μόνιμες συλλογές των σπουδαιότερων μουσείων του κόσμου όπως το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης George Pompidou στο Παρίσι, το ΜΟΜΑ και το Guggenheim Museum της Νέας Υόρκης, τη De Menil Collection στο Χιούστον, την Tate Modern του Λονδίνου, την Peggy Guggenheim Collection στη Βενετία. Στη Γαλλία, το Μουσείο του Jeu de Paume, το Palais de Tokyo και το Fondation Maeght έχουν οργανώσει μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις αφιερωμένες στον καλλιτέχνη.

Το έργο του επίσης εκτίθεται στους κήπους της UNESCO στο Παρίσι και στην περιοχή της La Défense, όπου η γαλλική κυβέρνηση του παραχωρεί τον μεγαλύτερο δημόσιο χώρο που δόθηκε ποτέ στην ιστορία του Παρισιού σε καλλιτέχνη, 3500 τμ για ένα «δάσος» από 49 Φωτεινά Σινιάλα.

 

 

Είχε επίσης συμμετάσχει δύο φορές στη Documenta στο Κάσελ, μια φορά στην Biennale της Βενετίας και το 1985 στην Biennale του Παρισιού, όπου τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο.

Ο καθοριστικός για την σύγχρονη τέχνη γλύπτης Takis, αυτοδίδακτος εκ πεποιθήσεως, και με έρευνα, μελέτη και πειραματισμούς κατάφερε να αποτελέσει έναν από τους ανανεωτές της γλυπτικής, βασίζοντας την καλλιτεχνική του έκφραση και δημιουργικότητα στη λειτουργική χρήση των φυσικών νόμων. Το φως, αλλά και η κίνηση σε κάθε της μορφή -μηχανική, ηλεκτρομηχανική, θερμική, μαγνητική, υδροδυναμική- συνδυασμένα με την προσωπική του τεχνική και ευφυΐα διαμόρφωσαν ανεπανάληπτα τη σύγχρονη τέχνη.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ