Μια ξεχωριστή ηθοποιός, ένας φωτεινός άνθρωπος
Μύθοι

Μια ξεχωριστή ηθοποιός, ένας φωτεινός άνθρωπος

Η Τζένη Καρέζη υπήρξε μία από τις πιο αγαπητές στο κοινό ηθοποιούς, μία ταλαντούχα, καταξιωμένη καλλιτέχνιδα με επαναστατική ψυχή και αγάπη για το θέατρο, την Ελλάδα και τη ζωή. Με πνεύμα ζωηρό και υποκριτικό εύρος, τόσο για κωμωδία όσο και για δράμα, μπήκε στα σπίτια και τις καρδιές των Ελλήνων θεατών που δεν παύουν να τη θυμούνται με νοσταλγία και συγκίνηση όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Η Ευγενία Καρπούζη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 1934 και έζησε τα παιδικά της χρόνια σε διάφορες πόλεις, ακολουθώντας τις μεταθέσεις των γονιών της που ήταν εκπαιδευτικοί. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν μαθηματικός και η μητέρα της, Θεώνη, δασκάλα.

Στα χρόνια της Κατοχής, η μικρή Ευγενία, ήταν περίπου 10 ετών και η ναζιστική θηριωδία τη σημάδεψε σε όλη τη μετέπειτα ζωή της. Ακόμα περισσότερο, επειδή τον Σεπτέμβριο του ‘43, δύο συμμαθητές της εκτελέστηκαν στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί.

 

 

Ο Κώστας Καρπούζης, ήταν προσωπικός φίλος του Ιωάννη Μεταξά, ένας βαθιά συντηρητικός άνθρωπος. Ωστόσο, ένα ασήμαντο συμβάν, στάθηκε η αφορμή για να χάσει την εύνοια του προσωπικού του φίλου. Έτυχε να βρίσει τον Μεταξά, γεγονός που μαθεύτηκε και ξεκίνησε η «τιμωρία» του, δηλαδή οι συνεχείς μεταθέσεις, πρώτα στη Σύρο και έπειτα στη Θεσσαλονίκη, όπου έβαλε την κόρη του εσωτερική στο Γαλλικό Σχολείο Καλογριών. Σ’ ένα μάθημα, μία καλόγρια φώναξε την Ευγενία με το όνομα Τζένη και αν και ο αυστηρός Κώστας Καρπούζης δεν ενθουσιάστηκε στην ιδέα να αλλάξει όνομα η κόρη του, το όνομα αυτό την ακολούθησε μέχρι και το τέλος της ζωής της. Αργότερα, η Τζένη Καρέζη συνέχισε στο αντίστοιχο Ελληνογαλλικό Σεν Ζοζέφ στην Αθήνα.

Στο σπίτι, όταν έλειπε ο πατέρας της, επικρατούσε το γέλιο και η χαρά, ενώ όταν επέστρεφε  εκείνος, άλλαζε η ατμόσφαιρα. «Ήμουν μικρούλα τότε για να της πω: «Μάνα, μη με φορτώνεις έτσι. Δεν το θέλω αυτό το φορτίο. Φύγε. Εχεις τη δουλειά σου, έχεις τα νιάτα σου, έχεις την ομορφιά σου. Φύγε. Σταμάτα να ζεις αυτή την απαίσια ζωή. Φύγε. Μη με αφήνεις να τα βλέπω όλα αυτά (…). Ό,τι κι αν συμβεί θα ‘ναι καλύτερο. Φύγε, μάνα. Μάνα μου». Δεν έφυγε. Εμεινε. Εμεινα κι εγώ», είχε γράψει η ίδια στο βιβλίο της με τίτλο, «Τετράδια ζωής».

H αγάπη της για το θέατρο άρχισε να εκδηλώνεται από τα μαθητικά της χρόνια κι εκφράστηκε με τη συμμετοχή της στις σχολικές παραστάσεις. Τη χρονιά αποφοίτησής της από την Ελληνογαλλική Σχολή, το 1951, πήρε μέρος στην παράσταση της «Aντιγόνης» του Σοφοκλή που ανέβηκε στο θέατρο «ΡΕΞ» από τους τελειόφοιτους, ερμηνεύοντας τον ομώνυμο ρόλο.

 

 

Όταν η Τζένη αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, ήρθε η οριστική ρήξη με τον πατέρα της. «Ο Κώστας Καρπούζης δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθεί η κόρη του με το θέατρο. Το θεωρούσε κάτι πολύ φτηνό», είχε εξομολογηθεί ο γιος της αξέχαστης καλλιτέχνιδος, Κωνσταντίνος Καζάκος. Η νεαρή Τζένη για να τον μεταπείσει, έκανε απεργία πείνας εννέα ημερών.

Αφού πέρασε στη σχολή του Εθνικού, κατάφερε να κρατήσει μυστικό το γεγονός για έναν χρόνο, αλλά όταν ο πατέρας της το ανακάλυψε, της «απάντησε» με ένα δυνατό χαστούκι. «Ο χωρισμός κόρης-πατέρα, έγινε όταν η Τζένη ήταν στην πρώτη τάξη του Εθνικού. Όταν το έμαθε της έδωσε ένα χαστούκι. Δε δεχότανε αυτή τέτοια πράγματα. Επαναστάτησε. Του έπιασε το χέρι και του είπε, «Αυτό δεν θα ξαναγίνει». Και πηρε την μητέρα της και έφυγαν από το σπίτι», είχε αποκαλύψει ο Κώστας Καζάκος. Από τότε ιδώθηκαν μετρημένες φορές, με εκείνον να πηγαίνει κάποιες φορές να τη βλέπει στο θέατρο, αλλά πάντα από τα πίσω καθίσματα.

 

 

Στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Pοντήρη, τον Άγγελο Tερζάκη, ο οποίος και της έδωσε το καλλιτεχνικό «Καρέζη», την Kατερίνα και τον Γιώργο Παππά, που υπήρξε και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας. Αποφοίτησε το 1954 και αμέσως χρίστηκε πρωταγωνίστρια.

Ο πρώτος της ρόλος στο θεατρικό σανίδι ήταν δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, στο έργο του Αντρέ Ρουσέν, «Ωραία Ελένη», που ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1954, στο Θέατρο Κοτοπούλη. Ακολούθησε ο ρόλος της Αντέλα στο έργο του Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», στο οποίο πρωταγωνιστούσε η Κατίνα Παξινού και σκηνοθέτησε ο Αλέξης Μινωτής.

 

 

Το 1955, έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», για να ακολουθήσουν περισσότερες από τριάντα ταινίες, μεταξύ άλλων οι «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Η νύφη το ’σκασε» (1962), «Τα κόκκινα φανάρια» (1963), «Δεσποινίς διευθυντής (1964), «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965), «Τζένη – Τζένη» (1966), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968), «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (1970).

Μετά το 1960, δημιούργησε δικούς της προσωπικούς θιάσους και συνεργάστηκε με έξοχους κωμικούς, όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Από το 1968, μέχρι τον θάνατό της έπαιξε μαζί με τον Κώστα Καζάκο, έργα των Καμπανέλλη, Άλμπι, Ίψεν, Τσέχοφ, Αναγνωστάκη, ενώ το 1985, ερμήνευσε για πρώτη φορά αρχαίο δράμα, με τη «Μήδεια», σε σκηνοθεσία Μίνωα Bολανάκη, μια παράσταση που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Δύο χρόνια αργότερα, πρωταγωνίστησε στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα, που ανέβηκε στην Επίδαυρο και τον Λυκαβηττό.

Η μεγάλη της θεατρική επιτυχία υπήρξε αναμφισβήτητα το σπονδυλωτό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», που ανέβηκε το 1973, το οποίο και αποτέλεσε μία από τις εστίες πνευματικής αντίστασης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η ίδια και ο σύζυγός της, Κώστας Καζάκος, συνελήφθησαν και ταλαιπωρήθηκαν από τις αρχές της χούντας, με τον Καζάκο, για μέρες να αγνοεί σε ποιο μπουντρούμι την είχαν. «Ναι, μπορώ να ξανακάνω φυλακή. Αν χρειαστεί, μπορώ να ξαναπάω» είχε πει μετά την απελευθέρωσή της η ίδια.

 

 

Το θεατρικό είδος αυτό είχε συνέχεια μετά τη μεταπολίτευση με τα έργα «Το κουκί και το ρεβύθι» (1974) και «Εχθρός Λαός» (1975). Δύο μήνες μετά την μεταπολίτευση, στις 24 Σεπτέμβρη του 1974, σε μια τεράστια σε προσέλευση εκδήλωση για την Κύπρο, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, παρευρέθηκαν μεταξύ άλλων οι Θεοδωράκης, Λοϊζος, Σαββόπουλος, Νταλάρας, Ξυλούρης, Μελίνα Μερκούρη, Τζένη Καρέζη, Νίκος Κούρκουλος και άλλοι πολλοί καλλιτέχνες.

 

 

Στην προσωπική της ζωή έκανε δύο γάμους. Ο πρώτος με τον δημοσιογράφο Ζάχο Χατζηφωτίου, το 1962, στη Φιλοθέη, όπου η παρουσία απλού κόσμου ήταν τόσο μεγάλη που οι καλεσμένοι δεν κατάφεραν καν να προσεγγίσουν το Ναό. Στη δεξίωση, που ακολούθησε, τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, μπροστά στον οποίο λίγους μήνες πριν είχε γίνει κατά κάποιον τρόπο, η πρόταση γάμου.

Το 1963, πρωταγωνίστησε στην ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» που ανέδειξε το δραματικό της ταλέντο και εμφανίστηκε στις Κάννες, εντυπωσιάζοντας. Η Τζένη Καρέζη είχε προτάσεις για διεθνή καριέρα, η ίδια όμως δεν ήθελε να δίνει τη μισή της αμοιβή σε ατζέντηδες. Με την ταινία «Λόλα», που γυρίστηκε την επόμενη χρονιά, επιβεβαιώθηκε η υποκριτική δύναμη της σε δραματικούς ρόλους.

Ο δεύτερος γάμος της ήταν με τον ηθοποιό Κώστα Καζάκο, το 1968, με τον οποίο έμεινε παντρεμένη έως το τέλος της ζωής της. Το 1969, το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, τον Κωνσταντίνο Καζάκο κι εκείνη ήταν η χρονιά που ο πατέρας της την επισκέφτηκε ξανά, λίγο αργότερα από τη γέννηση του γιου της. Δύο χρόνια αργότερα, ο Κώστας Καρπούζης σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

 

 

«Το τρομερό συμβάν με τον πατέρα της έλαβε χώρα αργότερα. Υπήρχε κατά βάθος τέτοια αγάπη μεταξύ τους, που είναι να τρομάζει ο άνθρωπος. Μας ειδοποίησαν ότι τον χτύπησε ένα φορτηγό και τον είχαν στο «Λαϊκό», σε κώμα. Δεν συνήλθε ποτέ. Τρέξαμε μέσα στη νύχτα και τον βρήκαμε σε ένα ράντζο. Η Τζένη άρχισε να φωνάζει να φέρουμε γιατρούς από τη Γαλλία, όμως ήταν θέμα ωρών, όπως της έλεγαν οι γιατροί. Το άλλο βράδυ, μετά την παράσταση, μπαίνουμε στο δωμάτιο όπου πλέον τον είχαν μεταφέρει και μέσα στο μισοσκόταδο πλησιάζουμε στο προσκεφάλι του, από τη μία μεριά η Τζένη, από την άλλη εγώ. Είχε κλειστά τα μάτια του, δεν τα άνοιξε ποτέ, κι όταν η Τζένη έσκυψε επάνω του, τον άκουσα να λέει «Ευγενούλα». Μου κόπηκαν τα γόνατα, την έπιασαν τα κλάματα την Τζένη. Δεν ξαναμίλησε εκείνος», είχε αποκαλύψει σε παλαιότερη συνέντευξή του ο Κώστας Καζάκος.

Άξιες αναφοράς είναι οι φιλίες της με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που ήταν μαζί από τα χρόνια του Εθνικού και με το ζευγάρι Κατίνα Παξινού-Αλέξη Μινωτή, φιλία η οποία γεννήθηκε με την παράσταση «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» και επισφραγίστηκε χρόνια αργότερα με μία κουμπαριά, αφού βάφτισαν τον γιο της. Πολύ καλές της φίλες υπήρξαν και οι Μαίρη Χρονοπούλου και Μάρω Κοντού.

 

 

Η Καρέζη διαγνώστηκε με καρκίνο τη θεατρική χρονιά 1988-89 όταν πρωταγωνιστούσε στην παράσταση «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ μαζί με τον Κώστα Καζάκο. Οι παραστάσεις του ζευγαριού διακόπηκαν και η ηθοποιός ταξίδεψε στο εξωτερικό για εξετάσεις. Τον Μάιο του 1992, δύο μήνες πριν από τον θάνατο της, η Τζένη Καρέζη ανέφερε σε επιστολή της προς τον Τύπο, «Θέλω να ζω με τους δικούς μου, θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω».

Τελευταία της θεατρική παράσταση ήταν τα «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη (1990). «Το θέατρο για μένα, σημαίνει η ζωή μου ολόκληρη. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου, χωρίς το  θέατρο, μακριά από το θέατρο. Αυτό όχι! Εκεί θα πέθαινα!», είχε πει η Τζένη Καρέζη, σε μία τηλεοπτική της συνέντευξη.

 

 

Η μεγάλη ηθοποιός πέθανε στις 27 Ιουλίου του 1992, νικημένη από καρκίνο. Στη μνήμη της ιδρύθηκε, την ίδια χρονιά, το ίδρυμα «Τζένη Καρέζη», με σκοπό την παρηγορητική αγωγή των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο και χρόνιες καταληκτικές νόσους και τη με κάθε μέσο ανακούφισή τους από τον πόνο.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ