Ο πρωτεργάτης του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά
Μύθοι

Ο πρωτεργάτης του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά

Ο Γιάννης Κασσαβέτης ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, πιονέρος της αυτοχρηματοδότησης και της αυτο-διανομής των ταινιών στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο οποίος άνοιξε τον δρόμο για όλους τους ανεξάρτητους σκηνοθέτες και κινηματογραφιστές, βοηθώντας τους να κόψουν τους δεσμούς με την εξάρτηση του Χόλιγουντ και τον ακραίο έλεγχο που ασκεί στην παραγωγή.

Γεννήθηκε το 1929 στη Νέα Υόρκη, ως ο νεότερος από τους δύο γιους των Ελλήνων μεταναστών Νικόλα και Κατερίνα Κασσαβέτη, με καταγωγή από τη Ζαγορά του Πηλίου. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Λάρισα, όπου η οικογένεια είχε καταφύγει τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, για να επιστρέψει και να εγκατασταθεί λίγα χρόνια μετά στο Λονγκ Άιλαντ.

Δεν υπήρξε ποτέ καλός μαθητής, όμως λάτρευε τα σπορ και στο σινεμά πήγαινε για να δει τον Τζέιμς Κάγκνεϊ λόγω του κοντού του ύψους, κάτι που τον έκανε να ταυτιζεται με τον μικρόσωμο αλλά ιδιαίτερα πλούσιου άντρα, σούπερ σταρ της εποχής, μιας κι ο ίδιος ήταν κοντός.

 

 

Πέρασε από διάφορα κρατικά κολλέγια -μεταξύ των οποίων τα Mohawk College και Colgate University, όπου σπούδασε Αγγλική Φιλολογία- μα που όμως δεν του κίνησαν το ενδιαφέρον, μέχρι που αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στην American Academy of Dramatic Arts. Εκεί τελικά ήταν που βρήκε τον στόχο και τη γυναίκα της ζωής του. Η κόρη του πολιτειακού γερουσιαστή από το Ουισκόνσιν, που άκουγε στο όνομα Τζίνα Ρόουλαντς, ήταν η γυναίκα που παντρεύτηκε αμέσως μετά την αποφοίτησή τους, το 1954.

Ο Τζον σύντομα πήρε την πρώτη του σημαντική δουλειά στην τηλεόραση στην επιτυχημένη σειρά Paso Doble. Έπαιξε, σε περισσότερα από ογδόντα επεισόδια, τον ρόλο του γεροδεμένου πυγμάχου, ενώ παράλληλα έρχονταν και οι πρώτοι ρόλοι του Χόλιγουντ. Η καριέρα του Κασσαβέτη ως σκηνοθέτη, όμως, ξεκίνησε σχετικά αναπάντεχα.Το 1957, όταν εμφανίστηκε στη ραδιοφωνική εκπομπή «Night People», για να προωθήσει τον πρόσφατο ρόλο του στο φιλμ «Edge of the City», την ώρα που συνομιλούσε με τον οικοδεσπότη, Jean Shepherd, ο Κασσαβέτης σχολίασε ότι η ταινία τον είχε απογοητεύσει, ισχυριζόμενος ότι εκείνος θα την είχε κάνει πολύ καλύτερα.

 

 

Στο τέλος του ραδιοφωνικού προγράμματος, απηύθυνε την πρόσκληση-πρόκληση στους ακροατές που ενδιαφέρονταν για μια αυθεντική κινηματογραφία, εναλλακτική από τη συμβατική φόρμουλα του Χόλιγουντ, να του δωρίσουν ένα ή δύο δολάρια για να χρηματοδοτήσουν τα όνειρά του, υποσχόμενος στο κοινό μια ταινία για πραγματικούς ανθρώπους.

Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, δέχτηκε τηλεφώνημα από τον ραδιοφωνικό σταθμό που του ανακοίνωνε ότι περισσότερα από 2.000 δολάρια είχαν συγκεντρωθεί από τον κόσμο, ακούγοντας την πρότασή του. Εκείνος, πιστός στις δεσμεύσεις του, ξεκίνησε την παραγωγή της ταινίας αμέσως, παρά το γεγονός ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ταινία ήθελε να κάνει.

Ο Μπομπ Φόσι τού παραχωρούσε το στούντιό του τα βράδια κι εκεί ήταν που γεννήθηκαν οι «Σκιές», μια ομάδα από άνεργους ηθοποιούς. Η παραγωγή της ταινίας δεν είχε σενάριο ούτε και επαγγελματίες τεχνικούς, το μόνο που έκαναν ήταν να νοικιάσουν μερικά φώτα και μια μηχανή λήψης 16 mm. Χωρίς σκηνοθετικές γνώσεις ή εμπειρία πίσω από την κάμερα, ο Κασσαβέτης και το ερασιτεχνικό συνεργείο του έκαναν το ένα λάθος πίσω από το άλλο, καταλήγοντας σε μια ταινία που η πρόζα των ηθοποιών δεν μπορούσε να ακουστεί (και θα οδηγούσε σε μια αργοπορία τριών ετών για την κυκλοφορία του φιλμ, μέχρι να ξαναγραφτούν όλοι οι ήχοι. Το πρώτο του αυτό φιλμ ήταν ίσως η πρώτη καθαρά ανεξάρτητη παραγωγή στην Αμερική.

 

 

Ανήμπορος να βρει διανομή στις ΗΠΑ, ο Κασσαβέτης άρχισε να παρουσιάζει το φιλμ του όπου μπορούσε το 1960, ενώ οι πρώτες κριτικές να έκαναν λόγο για πρωτοποριακό επίτευγμα. Το 1959 και ο Τζον έγινε διάσημος ως ο ντετέκτιβ-πιανίστας «Τζόνι Στακάτο», από το ομώνυμο σήριαλ του NBC, ενώ οι «Σκιές» έπαιξαν στο Λονδίνο, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς, με αποτέλεσμα να βραβευτούν στο Φεστιβάλ της Βενετίας και να παρουσιαστούν στις Ηνωμένες Πολιτείες από την British Lion.

Ο Μόντι Ράτκιν της Paramount τον κάλεσε να σκηνοθετήσει στο Χόλιγουντ, όπου ανέλαβε έξι επεισοδία της τηλεοπτικής σειράς, στην οποία πρωταγωνιστούσε. Η εμπειρία του μάλλον μέτριου «Όταν ο Πόθος Προστάζει» τον έπεισε ότι τα στούντιο δεν ήταν σύμμαχοι ούτε του ηθοποιού ούτε του δημιουργού. Παρ’ όλα αυτά επέμεινε και γύρισε με πρωταγωνιστές τη γυναίκα του, τον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Τζούντι Γκάρλαντ, το «Παιδί μας σε περιμένει», μια ταινία για τη ζωή των αυτιστικών παιδιών. Ο μεγαλοπαραγωγός Στάνλεϊ Κρέιμερ τού αφαίρεσε το δικαίωμα να το μοντάρει οδηγώντας τον στο να συγκρουστεί σφοδρά μαζί με τον πρώτο και να μπει στη «μαύρη λίστα».

Το 1963, η γυναίκα του ανέλαβε να συντηρήσει το σπίτι κι ο Τζον αφοσιώθηκε στα παιδιά τους, τον Νικ και την Αλεξάνδρα -η Zωή γεννήθηκε αργότερα- και στο γράψιμο. Ήταν ένας άντρας απολύτως πιστός στη γυναίκα του και στην ιδέα της οικογένειας, πράγμα παράδοξο, καθώς η θεματολογία των ταινιών που ακολούθησαν επικεντρώνονταν στην κρίση των σχέσεων και του γάμου.

 

 

Για δύο χρόνια έγραφε μυθιστορήματα, θεατρικούς διαλόγους, σενάρια, μέχρι που ο παλιός του συν-παραγωγός στις «Σκιές», Μόρις Μακεντρί, τον προέτρεψε να γυρίσει τα «Πρόσωπα». Τα γυρίσματα κράτησαν έξι μήνες, το μοντάζ τρία χρόνια, στο οποίο διάστημα πρωταγωνίστησε σε πέντε ταινίες. Το κοφτερό δράμα του Κασσαβέτη, απολύτως ανεξάρτητο οικονομικά, έγινε τεράστια εισπρακτική επιτυχία, την ίδια στιγμή που ο καλλιτεχνικός του θρίαμβος αναγνωρίστηκε από δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ και πέντε ολόκληρα βιβλία στη βενετσιάνικη Μόστρα.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η επιτυχία της ταινίας θα έφερνε μπόλικα χολιγουντιανά τηλεφωνήματα στον Κασσαβέτη, με τους παραγωγούς να του υπόσχονται απόλυτη ελευθερία κινήσεων, πλήρη έλεγχο των γυρισμάτων και το πολυπόθητο για κάθε σκηνοθέτη του Χόλιγουντ final cut.

Με τον ρόλο του στο «The Dirty Dozens» του Robert Aldrich έλαβε το Όσκαρ Β’ Αντρικού Ρόλου, ενώ πασίγνωστος έγινε με το «Μωρό της Ρόζμαρι» του Πολάνσκι, το ’68. Οι αμοιβές ολοκλήρωναν το δικό του φιλμ, ενώ ο ίδιος θεωρούσε εκείνη την περίοδο την ευτυχέστερη, την πιο «μαγική» της ζωής του. Στα «Πρόσωπα» δίνεται η εντύπωση ότι κυριαρχεί ο αυτοσχεδιασμός, αλλά στην πραγματικότητα η ταινία βασίστηκε σε ένα σφιχτοδεμένο σενάριο. Κατάφερε, όμως, και έβγαλε από τους ηθοποιούς του έναν αυθορμητισμό και μια αυθεντικότητα κόντρα στα στερεότυπα του εμπορικού σινεμά.

 

 

Πέντε βραβεία ακολούθησαν και έγινε καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ενώ προτάθηκε, μάλιστα, για Όσκαρ σεναρίου. Αμέσως, γύρισε τους «Συζύγους» και στον «θίασο» προστέθηκαν ο Πίτερ Φολκ και ο Μπεν Γκαζάρα, ταινία που αποτέλεσε μία ακόμη ανέλπιστη επιτυχία. Ο Γιάννης Κασσαβέτης κατάφερε όλα αυτά, χωρίς να προδώσει ποτέ το καλλιτεχνικό του όραμα, στην ανάγκη χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες, τους γονείς, τα πεθερικά του, τα παιδιά του, βάζοντας υποθήκη το σπίτι του.

Ο καλλιτέχνης δεν είχε ξεχάσει βέβαια την αγάπη του για την αυτοχρηματοδότηση, επιστρέφοντας στο ανεξάρτητο σινεμά με το αριστούργημά του «Μια Γυναίκα Εξομολογείται» (1974), ταινία που έδωσε στη Ρόουλαντς υποψηφιότητα για Όσκαρ Ηθοποιίας. Σειρά είχε το φιλμ νουάρ, που σκάρωσε με τον από χρόνια φαν του, Μάρτιν Σκορσέζε, τον «Θάνατο Ενός Κινέζου Μπούκι» (1976), ταινία που δεν κατάφερε να βρει το κοινό της, με προβλήματα να σημειώνονται ακόμη και στη διανομή της.

 

 

Μέγα βραβείο δέχτηκε στη Βενετία, το 1980, λαμβάνοντας την «Αργυρή Άρκτος», ενώ για την «Ερωτική Θύελλα» το έλαβε, το 1984. Το 1981, είχε επιστρέψει στην Ελλάδα για να παίξει στην κατά Μαζούρσκι σαιξπηρική Τρικυμία που γυρίστηκε στο Αγκίστρι.

Ολοκληρώνοντας το «Big Trouble», ο ηθοποιός αρρώστησε. Παρά την κακή κατάσταση της υγείας του, συνέχισε να εργάζεται πυρετωδώς, με τον ίδιο να στρέφεται στο σανίδι όταν πια δεν μπορούσε να βρει χρηματοδότηση για τα φιλμ του. Το θεατρικό έργο «Woman of Mystery» ήταν η τελευταία δουλειά του στο σανίδι, παράσταση που έκανε πρεμιέρα στο Λος Άντζελες, το 1987.

Ο Τζον Κασσαβέτης πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου 1989 από κίρρωση του ήπατος. Ο γιος του, Νικ, συνέχισε στα χνάρια του, δουλεύοντας ως ηθοποιός και σκηνοθέτης. Η πιο πρόσφατη ταινία του μάλιστα, το «She’s So Lovely» (1997), αποτελεί προσαρμογή ενός σεναρίου του πατέρα του.

 

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ