Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής
«Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης τὴν καταγωγήν, ἀλλὰ ἐγεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια — σ” ἕνα σπίτι τῆς ὁδοῦ Σερίφ· μικρὸς πολὺ ἔφυγα, καὶ ἀρκετὸ μέρος τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας τὸ πέρασα στὴν Ἀγγλία. Κατόπιν ἐπισκέφθην τὴν χώραν αὐτὴν μεγάλος, ἀλλὰ γιὰ μικρὸν χρονικὸν διάστημα. Διέμεινα καὶ στὴ Γαλλία. Στὴν ἐφηβικήν μου ἡλικίαν κατοίκησα ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ δὲν ἐπῆγα. Ἡ τελευταία μου ἐργασία ἦταν ὑπαλλήλου εἰς ἕνα κυβερνητικὸν γραφεῖον ἐξαρτώμενον ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Δημοσίων Ἔργων τῆς Αἰγύπτου. Ξέρω Ἀγγλικά, Γαλλικὰ καὶ ὁλίγα Ἰταλικά.»
Με αυτές τις λίγες προτάσεις, ο Κωνσταντίνος Καβάφης αυτοπροσδιόρισε την καταγωγή και μέρος από τις γνώσεις του. Λιτός, περιεκτικός, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής.
Το ένατο παιδί του Πέτρου-Ιωάννη Καβάφη, μεγαλέμπορου βαμβακιού και της Χαρίκλειας Φωτιάδη, με ρίζες από παλιά Φαναριώτικη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε στις 29 Απριλίου του 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του, εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη.
Ο θάνατος του πατέρα του, σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τη διάλυση της οικογενειακής τους επιχείρησης – όλη η οικογένεια εγκαθίσταται πλέον στο Λονδίνο.
Το 1897 ταξιδεύει στο Παρίσι και το 1903 στην Ελλάδα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια.
Το 1922, σε ηλικία 59 ετών, διορίζεται δημόσιος υπλαλληλος στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Κι όμως, ο Καβάφης, είχε αρχίσει από το 1886, να δημοσιεύει ποιήματα, επηρεασμένος από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές.
Είρων στο λόγο του, ερωτικός στην αρχή της συγγραφικής του πορείας. Η ποίησή του δημιούργησε ένα ξεχωριστό ρεύμα και αναγνωρίστηκε διεθνώς, καθώς τα έργα του μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες.
Ο ίδιος χώρισε τα ποιήματά του, σε κατηγορίες. Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος, τα 37 Αποκηρυγμένα, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα Ανέκδοτα, 75 ποιήματα που βρέθηκαν ολοκληρωμένα αλλά δεν είχαν εκδοθεί ενώ ήταν εν ζωή και τα 30 Ατελή, που βρέθηκαν χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή.
Σύμφωνα με τις αναφορές που υπάρχουν για το πρόσωπό του, ο Καβάφης επεξεργαζόταν κάθε στίχο ακόμη και για χρόνια, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές, που προχωρούσε σε διορθώσεις των κειμένων του στο τυπογραφείο.
Τα ποιήματα του Καβάφη, διακρίνονται για την ιδιότυπη γλώσσα, ένα μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα κάνει πολύ μικρή χρήση επιθέτων, ενώ αν και γράφει ποίηση, επί της ουσίας πεζογραφεί. Τα κείμενά του είναι σύντομα, αποφεύγει να εκφράσει τα συναισθήματά του, ενώ η απαγγελία τους καθίσταται ιδιαίτερη, καθώς έδινε πάντοτε πολύ μεγάλη σημασία στα σημεία στίξης, τα οποία είτε διαφοροποιούσαν το νόημα του στίχου, είτε οδηγούσαν σε αυξομειώσεις της έντασης της φωνής, καθώς χρησιμοποιούσε και προτάσεις εντός παρενθέσεων.
Τύπωσε ο ίδιος το 1904 μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα, στην οποία περιέλαβε τα : Φωνές, Επιθυμίες, Κεριά, Ένας γέρος, Δέησις, Οι ψυχές των γερόντων, Το πρώτο σκαλί, Διακοπή, Θερμοπύλες, Τα παράθυρα, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Απιστία και Τα άλογα του Αχιλλέως. Η συλλογή κυκλοφόρησε ιδιωτικά σε όχι περισσότερα από 200 αντίτυπα.
Το 1910 τύπωσε εκ νέου τη συλλογή του, προσθέτοντας αλλά επτά ποιήματα: Τρώες, Μονοτονία, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η συνοδεία του Διονύσου, Ο Βασιλεύς Δημήτριος, Τα βήματα και Ούτος εκείνος.
Το 1932, ο Καβάφης πηγαίνει στην Αθήνα, έχοντας διαγνωστεί με καρκίνο στο λάρυγγα και γίνεται αποδέκτης της αγάπης του κόσμου. Επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, όμως η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει.
Εισάγεται στο νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου πεθαίνει στις 29 Απριλίου του 1933, σε ηλικία 70 ετών.
Το 1935, δύο χρόνια μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε στην Αθήνα, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, η πρώτη πλήρης έκδοση των 154 Ποιημάτων του, που εξαντλήθηκε αμέσως. Ακολούθησαν δεκάδες ανατυπώσεις.