Ήταν από εκείνους τους ηθοποιούς που δεν «έπαιζαν» ρόλους – τους ζούσαν. Ο Μίμης Φωτόπουλος, με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο και τη γνήσια ανθρωπιά του, άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Ένας άνθρωπος που αγάπησε την τέχνη, τον άνθρωπο και τη ζωή με όλο του το είναι. Έφυγε σαν σήμερα, στις 29 Οκτωβρίου 1986, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που παραμένει ζωντανό όσο και οι ατάκες του.
Από την Ηλεία στη σκηνή
Γεννημένος το 1913 στη Ζάτουνα Αρκαδίας και μεγαλωμένος στα Ανώγεια της Ηλείας, ο Μίμης Φωτόπουλος μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, αλλά και με βαθιά πίστη στη δύναμη της τέχνης. Το 1933 αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, έχοντας ήδη δείξει το ταλέντο του στις πρώτες φοιτητικές παραστάσεις. Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση έγινε στο Εθνικό Θέατρο με την «Ερωφίλη» του Χορτάτση. Από τότε, ο δρόμος του ήταν χαραγμένος: το σανίδι θα γινόταν το δεύτερο σπίτι του.
«Δεν υπήρξε ρόλος που να μην τον σεβάστηκα. Ακόμα και ο πιο μικρός είχε μέσα του έναν άνθρωπο, κι εγώ έπρεπε να τον ζωντανέψω»
Ο ηθοποιός που μιλούσε με την ψυχή
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έπαιξε σε θιάσους με πρωτοποριακές ιδέες, συχνά ρισκάροντας την ασφάλειά του. Μετά τον πόλεμο, έγινε από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς του λαϊκού θεάτρου. Είχε μια σπάνια ικανότητα να μεταμορφώνει το δράμα σε σαρκασμό και τη φάρσα σε φιλοσοφία.
Ο κινηματογράφος τον καθιέρωσε ως «τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας». Από το 1948 με το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, ο Φωτόπουλος καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους ηθοποιούς του ελληνικού σινεμά. Στον «Μεθύστακα» (1950) συγκίνησε με τη δραματική του ευαισθησία, ενώ σε ταινίες όπως «Οι Παπατζήδες», «Το Κορίτσι με τα Μαύρα», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη» και «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», απέδειξε τη μοναδική του ικανότητα να υπηρετεί εξίσου την κωμωδία και το δράμα.
Ήταν ο ηθοποιός που μπορούσε να σε κάνει να γελάς και να δακρύζεις μέσα στην ίδια σκηνή. Όπως έλεγε ο Ντίνος Δημόπουλος, «ο Φωτόπουλος ήταν ο τελευταίος των κωμικών που έπαιζε με το βλέμμα – όχι με την ατάκα».
Ο ποιητής και ο διανοούμενος
Πέρα από το θέατρο και τον κινηματογράφο, ο Φωτόπουλος υπήρξε και ποιητής, χρονογράφος και ζωγράφος. Έγραψε πάνω από δέκα βιβλία, μεταξύ των οποίων οι ποιητικές συλλογές «Στης ζωής το πανηγύρι», «Τα ραβασάκια», «Από το ημερολόγιο ενός φτωχού διάβολου» και «Σημειώσεις ενός θεατρίνου». Μέσα από τα γραπτά του, φανερωνόταν ο βαθιά φιλοσοφημένος του νους, η ειρωνεία και η ευαισθησία του.
«Αν δεν πονάς για τον άνθρωπο, δεν μπορείς να τον ερμηνεύσεις», συνήθιζε να λέει, και αυτή η φράση συνοψίζει ίσως όλη του τη στάση απέναντι στην τέχνη και τη ζωή.
Καριέρα στο θέατρο και τον κινηματογράφο
Η θεατρική του πορεία ήταν εντυπωσιακή σε εύρος και διάρκεια. Υπηρέτησε όλα τα είδη: από το αρχαίο δράμα έως την επιθεώρηση και την κωμωδία χαρακτήρων. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, τον Θίασο Μυράτ-Ζουμπουλάκη, τον Θίασο Κατερίνας, αλλά και με δικό του θίασο, ανεβάζοντας έργα που υπέγραφε ο ίδιος.
Στο σανίδι ξεχώρισε σε έργα όπως:
«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (Μολιέρος),
«Ο Επιθεωρητής» (Γκόγκολ),
«Η Αυλή των Θαυμάτων» (Καμπανέλλης),
«Το ημερολόγιο ενός τρελού»,
«Η Χαρτοπαίχτρα»,
«Η Λοκαντιέρα» (Γκολντόνι).
Με το πέρασμα των δεκαετιών, ο Φωτόπουλος έγινε ο δάσκαλος των νεότερων. Σκηνοθέτησε, έγραψε επιθεωρήσεις, δίδαξε σε δραματικές σχολές και δημιούργησε δικούς του ρόλους που έμειναν κλασικοί. Δεν δίσταζε να σατιρίσει την εξουσία, την κοινωνία ή ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό.
Στον κινηματογράφο, η φιλμογραφία του περιλαμβάνει περισσότερες από 70 ταινίες. Μερικές από τις πιο γνωστές είναι:
Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948)
Ο Μεθύστακας (1950)
Οι Παπατζήδες (1954)
Το Κορίτσι με τα Μαύρα (1956)
Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο (1959)
Δεσποινίς Διευθυντής (1964)
Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη (1968)
Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965)
Ο Ατσίδας, Η Κυρά μας η Μαμή, Η Λίζα και η άλλη, Το θύμα
Στην τηλεόραση, εμφανίστηκε σε παραγωγές που άφησαν εποχή, όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Λούνα Παρκ», φέρνοντας τη θεατρική του ευαισθησία στο νέο μέσο με σεμνότητα και δύναμη.
Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, παρουσιάζοντας πίνακες σε εκθέσεις που αποκάλυπταν έναν καλλιτέχνη με έντονη εσωτερικότητα. Τα έργα του, με θέματα καθημερινά και ανθρώπινα, μαρτυρούν το βλέμμα ενός ανθρώπου που έβλεπε ομορφιά ακόμα και στα πιο απλά πράγματα.
Η παρακαταθήκη
Πέθανε στις 29 Οκτωβρίου 1986, σε ηλικία 73 ετών, αφήνοντας πίσω του μια σπάνια παρακαταθήκη ανθρωπιάς και τέχνης. Ο Μίμης Φωτόπουλος δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος ηθοποιός — ήταν ένας λαϊκός φιλόσοφος, ένας δημιουργός που είδε την τέχνη ως τρόπο ζωής.
Στον τάφο του γράφει: «Εδώ αναπαύεται ένας άνθρωπος που αγάπησε τη ζωή, τη δουλειά του και τους ανθρώπους». Και πράγματι, το έργο του συνεχίζει να διδάσκει, να συγκινεί και να θυμίζει ότι το πραγματικό ταλέντο πηγάζει από την ψυχή.






