Απόψεις

Η οικουμενικότητα του Ελληνισμού

Του Μάνου Μηκίδη

Ο Ελληνισμός γεννήθηκε σε έναν τόπο μικρό, βραχώδη και φαινομενικά φτωχό σε φυσικούς πόρους, όμως πλούσιο σε φως, σε ελευθερία πνεύματος και σε εσωτερική περιέργεια για τον κόσμο και τον άνθρωπο, και αυτό το αρχικό πνεύμα, από τους μύθους του Ομήρου έως τις πρώτες φιλοσοφικές αναζητήσεις των προσωκρατικών, δεν περιορίστηκε ποτέ σε μια τοπική ή εθνική συνείδηση, αλλά έτεινε εξαρχής προς κάτι ευρύτερο, έναν οικουμενικό προσανατολισμό, που έβλεπε στον άλλο όχι έναν εχθρό ή έναν ξένο, αλλά έναν συνομιλητή στη διαδρομή της αλήθειας.

Μάνος Μηκίδης
Μαθηματικός – Αριθμολόγος

Η ελληνική σκέψη, πριν ακόμη πάρει τη μορφή των διαλόγων του Πλάτωνα ή των ηθικών ερωτημάτων του Σωκράτη, εκφράστηκε μέσα από τον μύθο, το έπος και την παρατήρηση της φύσης, και μέσα από αυτές τις μορφές άνοιξε δρόμους επικοινωνίας με κάθε πολιτισμό που συνάντησε, επειδή στο βάθος της δεν έψαχνε να επιβληθεί, αλλά να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τον κόσμο, και γι’ αυτό έγινε τόσο ελκυστική, τόσο επίμονη, τόσο διαχρονική.

Η εξάπλωση του Ελληνισμού δεν ήρθε ως κατάκτηση μονάχα, όπως με τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά και ως εθελοντική διασπορά ανθρώπων που μετέφεραν την γλώσσα, τις τέχνες, τις ιδέες και την εσωτερική στάση ζωής όπου κι αν βρέθηκαν, από τις Ιωνικές ακτές μέχρι τη Νότια Ιταλία και από την Αλεξάνδρεια μέχρι τις παρυφές της Ινδίας, δημιουργώντας πολιτιστικά κέντρα όπου η ελληνική σκέψη συναντούσε και συνομιλούσε με τις παραδόσεις των άλλων.

Αυτός ο τρόπος εξάπλωσης δεν βασίστηκε στην επιβολή, αλλά σε μια εγγενή δύναμη ακτινοβολίας, που είχε ως πυρήνα την πίστη ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει καλύτερος μέσα από τη γνώση, την παιδεία, τον λόγο και τη συμμετοχή σε ένα κοινό αγαθό, κι έτσι ο Ελληνισμός δεν έπαψε να εμπνέει, να μεταμορφώνει και να ενσωματώνεται δημιουργικά με ό,τι τον περιέβαλλε, χωρίς να χάνει την εσωτερική του συνοχή.

Από την αρχαία Μίλητο μέχρι την ελληνιστική Αλεξάνδρεια, κι από την Αθήνα της δημοκρατίας έως την Κωνσταντινούπολη των φιλοσόφων και των λόγιων, ο Ελληνισμός δεν υπήρξε μια στεγνή πολιτισμική ταυτότητα, αλλά ένας ζωντανός και συνεχώς εξελισσόμενος τρόπος του υπάρχειν, που μεταφέρεται όχι μόνο με τη γλώσσα και τα γράμματα, αλλά και με τη στάση απέναντι στη ζωή, στη σκέψη και στο ανθρώπινο μέτρο.

Αν το πρώτο μεγάλο βήμα του Ελληνισμού ήταν η εξάπλωσή του στον χώρο, το δεύτερο –και ίσως βαθύτερο– βήμα ήταν η υπέρβαση της καταγωγής ως κριτήριο ταυτότητας, καθώς με τον καιρό φάνηκε πως Έλληνας δεν είναι μόνο εκείνος που γεννιέται σε μια γη ελληνική ή μιλάει την ελληνική γλώσσα, αλλά και αυτός που μετέχει συνειδητά σε έναν τρόπο σκέψης που αναγνωρίζει την αξία του στοχασμού, την αναζήτηση του μέτρου, την αμφισβήτηση των βεβαιοτήτων και την ηθική ευθύνη του προσώπου απέναντι στο σύνολο.

Αυτό το πνευματικό βάθος του Ελληνισμού, που γεννήθηκε μέσα από την αγωνία των πρώτων φιλοσόφων να ερμηνεύσουν τη φύση, την ψυχή και τον κόσμο, τον απελευθέρωσε από τη φυλετική του προέλευση, κάνοντάς τον έναν τρόπο ύπαρξης που μπορεί να υιοθετηθεί από κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως γέννησης ή πατρίδας, εφόσον αυτός επιθυμεί να ζήσει με επίγνωση, σκέψη, ελευθερία και συμμετοχή στον κοινό λόγο.

Ο Σωκράτης δεν άφησε πίσω του συγγράμματα αλλά μια μέθοδο ερωτήσεων, η οποία μαθαίνει τον άνθρωπο να σκέφτεται, να αμφισβητεί και να οδηγείται μόνος του στην αλήθεια· αυτή η μέθοδος, μαζί με την πλατωνική αναζήτηση του νοητού κόσμου και την αριστοτελική παρατήρηση του πραγματικού, αποτέλεσαν τα θεμέλια ενός παγκόσμιου τρόπου σκέψης, που στηρίζεται όχι στη βεβαιότητα αλλά στην ειλικρινή προσπάθεια κατανόησης του εαυτού και του άλλου.

Ο Ελληνισμός, ως πνευματική επιλογή, δεν προτάσσει το αίμα ή τη γλώσσα, αλλά την εσωτερική στάση, εκείνη τη λεπτή ποιότητα του ανθρώπου που τον κάνει να σέβεται τη γνώμη του άλλου, να συνδιαλέγεται χωρίς φανατισμό, να βλέπει την παιδεία όχι ως αποστήθιση αλλά ως καλλιέργεια της ψυχής, και τη δημοκρατία όχι ως τεχνική εξουσίας αλλά ως άσκηση ευθύνης μέσα στην κοινότητα.

Γι’ αυτό και σε κάθε εποχή κρίσης, φανατισμού ή μαζοποίησης, ο Ελληνισμός επιστρέφει ως υπενθύμιση ενός διαφορετικού τρόπου να σκεφτόμαστε και να υπάρχουμε, γιατί ορίζει την ταυτότητα όχι ως μια κλειστή κατασκευή, αλλά ως ένα συνεχές άνοιγμα προς την αυτογνωσία, την ευθύνη και τη δημιουργική συνύπαρξη των ανθρώπων.

Αφού ο Ελληνισμός κατάφερε να υπερβεί τα σύνορα του αίματος και να οριστεί ως τρόπος σκέψης που μπορεί να ασκηθεί από κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως τόπου και καταγωγής, το επόμενο βήμα ήταν η έμπρακτη συνεισφορά του στην οικοδόμηση ενός παγκόσμιου πολιτισμού, που βασίζεται όχι στην επιβολή ισχύος αλλά στην καλλιέργεια αξιών που ενώνουν και δεν διχάζουν, που γεφυρώνουν τις διαφορές χωρίς να ακυρώνουν την ιδιαιτερότητα.

Η ελληνική φιλοσοφία, οι επιστήμες, η τέχνη, η λογοτεχνία, η πολιτική σκέψη και η παιδευτική παράδοση του λόγου δεν έμειναν εγκλωβισμένες σε έναν αρχαίο κόσμο που έχει παρέλθει, αλλά υιοθετήθηκαν, προσαρμόστηκαν, εξελίχθηκαν και αποτέλεσαν τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχτηκαν οι μεταγενέστερες αναγεννήσεις της ανθρώπινης σκέψης, από την αραβική μετάφραση των έργων του Αριστοτέλη μέχρι την ευρωπαϊκή Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό.

Ο Ελληνισμός δεν ήταν απλώς ένα παρελθόν που μελετήθηκε σε αίθουσες πανεπιστημίων, αλλά ένα ενεργό ρεύμα πολιτισμού που έθρεψε τη νομική σκέψη, διαμόρφωσε τις βάσεις του πολιτικού διαλόγου, ενέπνευσε την έννοια του ανθρώπινου δικαιώματος και έδωσε σχήμα στην έννοια της πολιτείας όχι ως μέσου κυριαρχίας αλλά ως πεδίου ευθύνης και συμμετοχής.

Ακόμη και στις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας, όταν λαοί ολόκληροι υποτάσσονταν από αυτοκρατορίες και φανατισμούς, το ελληνικό πνεύμα επανεμφανιζόταν σαν υπόγειο φως, σαν ψίθυρος σκέψης που καλούσε τον άνθρωπο να στραφεί ξανά προς τον στοχασμό, τη μέθοδο, τη μέτρηση, την ποίηση και το εσωτερικό του κέντρο, εκεί όπου μπορεί να ξαναγεννηθεί η ελευθερία χωρίς όπλα και χωρίς κυριαρχίες.

Μέσα από τη συνάντησή του με το ρωμαϊκό, το χριστιανικό, το βυζαντινό, το αραβικό και το ευρωπαϊκό πνεύμα, ο Ελληνισμός δεν έχασε ποτέ την ικανότητά του να μεταγγίζει και να μεταγγίζεται, να κρατά τον πυρήνα του αλλά να προσφέρεται ως αφετηρία αναγέννησης, γιατί πάντα κουβαλούσε εκείνη την πολύτιμη πίστη ότι ο άνθρωπος μπορεί να προοδεύει μέσα από την καλλιέργεια του πνεύματος, της γλώσσας, της τέχνης και του ήθους· και αυτό το όραμα είναι που τον καθιστά ουσιαστικό παράγοντα του οικουμενικού πολιτισμού, όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και στο παρόν και στο μέλλον.

Ακριβώς επειδή ο Ελληνισμός δεν κλείστηκε ποτέ σε εθνοκεντρικές βεβαιότητες, αλλά διαμόρφωσε έναν πολιτισμό ικανό να συνομιλεί, να ενσωματώνει και να μεταπλάθει, η σχέση του με άλλους λαούς υπήρξε πάντοτε διάλογος και όχι άρνηση, συνάντηση και όχι σύγκρουση, μια σχέση που δεν στηρίχτηκε στη δύναμη των όπλων αλλά στην εσωτερική γοητεία της γλώσσας, της σκέψης και της δημιουργικής του πρότασης για το τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος.

Από την εποχή των αποικιών, όπου οι Έλληνες ίδρυαν πόλεις σε ξένες γαίες αλλά έπαιρναν στοιχεία από τις τοπικές κουλτούρες και τα ενσωμάτωναν αρμονικά στο δικό τους πολιτισμικό σώμα, έως τη συνάντηση με τον περσικό, τον αιγυπτιακό, τον ινδικό και τον σημιτικό κόσμο κατά την ελληνιστική περίοδο, ο Ελληνισμός λειτούργησε ως ένας ζωντανός οργανισμός που διαμορφώνει και διαμορφώνεται, όχι μέσα από φόβο ή άμυνα, αλλά με σιγουριά, περιέργεια και ανοιχτή καρδιά.

Η Αλεξάνδρεια έγινε το φωτεινότερο παράδειγμα αυτής της συνύπαρξης, μια πόλη όπου η ελληνική φιλοσοφία συναντούσε την εβραϊκή θεολογία, η αιγυπτιακή παράδοση συνομιλούσε με τον στωικισμό και η επιστήμη καρποφορούσε μέσα από ένα κοινό αίσθημα αναζήτησης που δεν αναρωτιόταν ποιος έχει δίκιο, αλλά πώς όλοι μαζί μπορούν να μάθουν και να κατανοήσουν περισσότερο.

Η συνύπαρξη του Ελληνισμού με τον ρωμαϊκό κόσμο, αντί να οδηγήσει στην εξάλειψή του, τον αναγέννησε μέσα από νέες μορφές, καθώς οι ρωμαίοι αυτοκράτορες γοητεύτηκαν από τη δύναμη της ελληνικής παιδείας, οι φιλόσοφοι του ύστερου αρχαίου κόσμου έγραφαν στα ελληνικά, και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε περισσότερο συνέχεια της ελληνικής παιδείας παρά του ρωμαϊκού στρατιωτισμού.

Ακόμη και όταν ο Ελληνισμός υπέστη κατακτήσεις, είτε από Οθωμανούς είτε από δυτικούς, διατήρησε την ικανότητα να συνδιαλέγεται με τις νέες πραγματικότητες, όχι μέσα από συμβιβασμό αλλά μέσα από εσωτερική αντοχή, γιατί είχε βαθιές ρίζες και δεν χρειαζόταν εξωτερικές επιβεβαιώσεις για να συνεχίσει να υπάρχει – του αρκούσε ότι μπορούσε ακόμη να μιλά, να διδάσκει, να τραγουδά και να γεννά σκέψη, έστω και μέσα από τον ψίθυρο της παρακαταθήκης του.

Κι όμως, παρά τις ιστορικές περιπέτειες, τις γεωπολιτικές αλλαγές και τις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις του παγκόσμιου χάρτη, ο Ελληνισμός δεν έμεινε μόνο μια υπόμνηση του παρελθόντος, αλλά συνεχίζει να εκπέμπει φως και σήμερα, στον σύγχρονο κόσμο της ταχύτητας, της τεχνολογίας και της συχνά αποπροσανατολισμένης πληροφορίας, όπου η βαθύτερη ανάγκη για νόημα γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ.

Σε μια εποχή όπου κυριαρχούν οι εικόνες, τα δεδομένα και η τεχνητή νοημοσύνη, η ουσία του Ελληνισμού εξακολουθεί να μιλά εκεί όπου τα πράγματα χρειάζονται ψυχή, κριτική σκέψη και εσωτερική στάση, προσφέροντας όχι απαντήσεις έτοιμες, αλλά τον τρόπο να θέτει κανείς τις σωστές ερωτήσεις, να αναζητά την αλήθεια όχι στα δεδομένα αλλά στον διάλογο, και να βλέπει τον άνθρωπο όχι ως μηχανή αλλά ως φορέα συνείδησης, ευθύνης και δημιουργίας.

Ο σύγχρονος Έλληνας, όπου κι αν βρίσκεται, δεν φέρει τον Ελληνισμό σαν τίτλο ή επίδειξη, αλλά ως μια υπόγεια ροή που τον ωθεί να εξετάζει, να αμφισβητεί, να στέκεται με αξιοπρέπεια απέναντι στην εποχή του, και να αναζητά πάντα την ποιότητα αντί της ποσότητας, την ουσία αντί της εντύπωσης, τη σχέση αντί της κατανάλωσης· κι αυτό, είτε το εκφράζει με λέξεις είτε το κουβαλά σιωπηλά μέσα του, τον καθιστά κρίκο μιας μακράς αλυσίδας που δεν έσπασε ποτέ.

Το μέλλον του Ελληνισμού δεν εξαρτάται από τη γεωγραφική του εξάπλωση ούτε από τον αριθμό όσων δηλώνουν Έλληνες, αλλά από τη δύναμη εκείνων που συνεχίζουν να ζουν με εκείνον τον τρόπο σκέψης και ζωής που αναγνωρίζει την αξία της γλώσσας, της ποίησης, του διαλόγου, της αμφισβήτησης, της φιλοσοφίας, της ελευθερίας και της αίσθησης του μέτρου, και που κατανοούν πως η συμβολή του Ελληνισμού στον κόσμο δεν ήταν ποτέ θεαματική αλλά εσωτερική, όχι κραυγαλέα αλλά ριζική.

Σε έναν πλανήτη που αναζητά νόημα μέσα στον θόρυβο, κατεύθυνση μέσα στην υπερπληροφόρηση και ταυτότητα μέσα στη σύγχυση, ο Ελληνισμός, ως τρόπος ύπαρξης, παραμένει μια σιωπηλή αλλά ακούραστη πυξίδα, που δείχνει προς τον άνθρωπο και όχι προς τον θόρυβο, προς την αυτογνωσία και όχι προς τη σύγχυση, προς τη σύνθεση και όχι προς τη διάλυση – κι αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος που, όσο υπάρχει άνθρωπος, ο Ελληνισμός θα συνεχίζει να υπάρχει.

Καθώς ο σύγχρονος άνθρωπος βαδίζει μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο τοπίο, γεμάτο αντιφάσεις, επιταχύνσεις και ταυτόχρονα υπαρξιακά κελύφη μοναξιάς, αναδύεται εκ νέου η ανάγκη για αρχές που να μην περιορίζονται σε πολιτισμικά σχήματα, εθνικούς προσδιορισμούς ή θρησκευτικές εξαρτήσεις, αλλά να μπορούν να λειτουργήσουν ως εσωτερικοί άξονες προσανατολισμού μέσα στην πολυπλοκότητα, και εδώ ακριβώς διαφαίνεται η βαθύτερη σημασία του Ελληνισμού ως οικουμενικής στάσης ζωής, όχι ως παραδοσιακή κληρονομιά αλλά ως ζωντανή, υπαρξιακή πρόταση απέναντι στην αβεβαιότητα του μέλλοντος.

Η οικουμενικότητα του Ελληνισμού δεν ταυτίζεται με μια επιφανειακή εξάπλωση ή με την ιδέα ενός εξαγώγιμου πολιτιστικού προϊόντος, αλλά με την ικανότητα του να εκφράζει έναν πυρήνα αξιών που δεν ανήκουν αποκλειστικά σε ένα έθνος, ούτε είναι προνόμιο ενός λαού, αλλά ενεργοποιούνται παντού όπου ο άνθρωπος στοχάζεται με ειλικρίνεια, σέβεται τη διαφορετικότητα, αγαπά το ερώτημα περισσότερο από την απάντηση, και τολμά να σταθεί απέναντι στον εαυτό του χωρίς ψευδαισθήσεις, χωρίς βεβαιότητες, αλλά με το βλέμμα στραμμένο προς την καλλιέργεια του εσωτερικού του κόσμου.

Σε αντίθεση με τις σύγχρονες ιδεολογίες που υπόσχονται μαζική σωτηρία ή συστημικές λύσεις μέσω τεχνοκρατικών μετασχηματισμών, ο Ελληνισμός απευθύνεται στον άνθρωπο ως πρόσωπο, ως φορέα ελευθερίας και ευθύνης, ως εκείνον που καλείται όχι να επιβιώσει απλώς, αλλά να ζήσει με ποιότητα, με νόημα, με αίσθηση του ωραίου και του αληθινού, όχι όπως αυτά ορίζονται εξωτερικά, αλλά όπως αναδύονται μέσα από το προσωπικό βίωμα, τη μελέτη, τη σιωπή και τον στοχασμό.

Η έννοια της οικουμενικότητας δεν είναι για τον Ελληνισμό αφηρημένη ή ρητορική, αλλά συγκεκριμένη, γιατί πηγάζει από μια μακραίωνη εμπειρία σχέσης με τον άλλο, είτε αυτός είναι ο ξένος, είτε ο μαθητής, είτε ο συνομιλητής, είτε ακόμη και ο εχθρός, μέσα από μια σταθερή στάση που επιμένει ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι διαφορετικός αλλά όχι κατώτερος, ότι μπορεί να πιστεύει σε άλλο θεό αλλά να συμμερίζεται τον ίδιο πόνο, και ότι μπορεί να ανήκει σε άλλη πατρίδα αλλά να μοιράζεται την ίδια αγωνία για το μέλλον του κόσμου.

Έτσι, η οικουμενικότητα του Ελληνισμού στο σήμερα δεν είναι ένα νοσταλγικό σχήμα επιστροφής στις ρίζες, ούτε μια ιδεολογική σημαία ηθικής ανωτερότητας, αλλά μια πράξη καθημερινή, σιωπηλή και επίμονη, που εκφράζεται στον τρόπο που σκεφτόμαστε, που μιλάμε, που διαφωνούμε, που διδάσκουμε, που προσεγγίζουμε τον άλλον, που αρνούμαστε τη χυδαιότητα, την ευκολία και τη μισαλλοδοξία, και που διατηρούμε μέσα μας, ακόμη και χωρίς να το καταλαβαίνουμε πάντα, εκείνη τη λεπτή αλλά ανθεκτική φλόγα που λέγεται ελληνικότητα όχι ως καταγωγή, αλλά ως αθόρυβη επιλογή στάσης απέναντι στη ζωή.

Μάνος Μηκίδης

Μαθηματικός – Αριθμολόγος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε εάν το επιθυμείτε. ΑΠΟΔΟΧΗ Περισσότερα