Ο Λορέντζος Μαβίλης, γεννημένος στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, υπήρξε μια από τις πιο φωτεινές μορφές των ελληνικών γραμμάτων και ταυτόχρονα μια εμβληματική φυσιογνωμία της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ποιητής, πατριώτης, φιλόλογος, μεταφραστής και άνθρωπος με ακλόνητα ιδανικά, ο Μαβίλης έζησε με τρόπο που δικαίωνε κάθε στίχο του: με συνέπεια, με αλήθεια, με απόλυτη αφοσίωση στην ελευθερία και τον άνθρωπο.
Κάτοχος ανήσυχου και καλλιεργημένου πνεύματος, έδειξε από νωρίς κλίση στις γλώσσες και την ποίηση. Σπούδασε στη Γερμανία φιλολογία και φιλοσοφία, καλλιεργώντας βαθιά σχέση με την ευρωπαϊκή σκέψη και τη λογοτεχνική παράδοση. Μιλούσε πολλές γλώσσες και η κλασική του παιδεία συνδυαζόταν με μια οξυμένη ανθρωπιστική ματιά που χαρακτήριζε όλο το έργο του. Παρά τις υψηλού επιπέδου σπουδές του και τις δυνατότητες για ακαδημαϊκή καριέρα στο εξωτερικό, ο Μαβίλης επέλεξε να επιστρέψει στα Επτάνησα – και από εκεί να αφιερωθεί στην Ελλάδα.
Η ποίησή του, λιτή, στοχαστική και γεμάτη ευγένεια, έφερε έντονα τα χαρακτηριστικά του συμβολισμού και των ευρωπαϊκών ρευμάτων της εποχής, αλλά διατηρούσε πάντα ελληνική ψυχή. Έγινε γνωστός κυρίως μέσα από τα υπέροχα σονέτα του, μικρά ποιητικά κομψοτεχνήματα που ανέδειξαν την ακρίβεια της μορφής και τη βαθιά ευαισθησία του. Η ποίηση του Μαβίλη δεν ήταν ποτέ φλύαρη· ήταν στοχασμός, είναι βίωμα, είναι η φωνή ενός ανθρώπου που έβλεπε τον κόσμο με τρυφερότητα, αλλά και με απαίτηση για το υψηλό.
Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της ποιότητας είναι ο στίχος του:
«Μόνο καημός, μ’ όλο που σβήνεις, μένει.»
Μία φράση που αποτυπώνει τη γλυκιά μελαγχολία και το φιλοσοφημένο βλέμμα με το οποίο αντιμετώπιζε τη ζωή.
Κεντρικό στοιχείο της προσωπικότητάς του ήταν το πάθος για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Ο Μαβίλης πίστευε βαθιά στη δύναμη του έθνους, αλλά με έναν τρόπο αυθεντικά ανθρωπιστικό· όχι με παρορμητικό εθνικισμό, αλλά με πίστη στη δικαιοσύνη και στην ηθική υποχρέωση του ανθρώπου να αγωνίζεται για ό,τι θεωρεί σωστό. Εξίσου έντονη ήταν η κοινωνική του ευαισθησία. Αρθρογράφησε, μίλησε για ζητήματα ηθικής, υπερασπίστηκε τη δημοτική γλώσσα και συμμετείχε ενεργά σε συζητήσεις για την παιδεία και την ταυτότητα των Ελλήνων.
Ωστόσο, η ζωή του Μαβίλη δεν ήταν μόνο πνευματική. Ήταν άνθρωπος της πράξης. Όταν ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, σε ηλικία 52 ετών, δεν δίστασε ούτε στιγμή να καταταγεί εθελοντής στους Γαρίβαλδους. Για εκείνον, η συμμετοχή στον αγώνα δεν ήταν απλώς καθήκον — ήταν τρόπος να τιμήσει όλα όσα πίστευε και δίδαξε. Στους συναγωνιστές του ήταν γνωστός για το ήθος του, τη σεμνότητα και το θάρρος του.
Στις 28 Νοεμβρίου 1912, στο Μπιζάνι των Ιωαννίνων, ο Λορέντζος Μαβίλης έπεσε μαχόμενος. Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε την Ελλάδα. Ένας ποιητής που ζούσε με ευγένεια και γράφει για την ομορφιά της ζωής, έδωσε τελικά τη δική του ζωή για το ιδανικό που θεωρούσε υπέρτατο. Η αυτοθυσία του σφράγισε τον μύθο του, αλλά το έργο του είναι αυτό που τον κρατά ζωντανό στα ελληνικά γράμματα.
Η κληρονομιά του Μαβίλη είναι διπλή: από τη μία, η ποιητική, με σονέτα που θεωρούνται από τις κορυφαίες στιγμές της νεοελληνικής λογοτεχνίας· από την άλλη, η ηθική και ιστορική, η παρακαταθήκη ενός ανθρώπου που έζησε χωρίς συμβιβασμούς. Η ποίησή του δεν υψώνει τη φωνή· ψιθυρίζει κάτι βαθύτερο: την πίστη ότι ο άνθρωπος αξίζει να κυνηγά το ανώτερο, ακόμη κι αν χρειαστεί να το πληρώσει ακριβά.
Ο Λορέντζος Μαβίλης ανήκει σε εκείνη τη σπάνια κατηγορία ανθρώπων που μετουσίωσαν τον λόγο τους σε πράξη. Ένας ποιητής που έγραψε με το χέρι, αλλά υπέγραψε με τη ζωή του. Ένας Έλληνας που άφησε πίσω του έργο μικρό σε έκταση, αλλά τεράστιο σε αξία — και μια ιστορία που εξακολουθεί να εμπνέει όσους αναζητούν το ωραίο, το γενναίο και το αληθινό.






