Tο παλαιότερο σωζόμενο γραπτό απόσπασμα των Ομηρικών Επών
Σε μια σπουδαία ανακάλυψη οδηγήθηκαν αρχαιολόγοι στην Ολυμπία όταν εντόπισαν μία πήλινη πλάκα με εγχάρακτη επιγραφή, που χρονολογείται από τη ρωμαϊκή εποχή, πιθανών από τον 3ο μ.Χ. αιώνα και η οποία διαπιστώθηκε πως διασώζει 13 στίχους από την ραψωδία ξ της Οδύσσειας (ομιλία του Οδυσσέα στον Εύμαιο).
Οι έρευνες αυτής της προκαταρκτικής χρονολόγησης έχουν ξεκινήσει, μέσω της συστηματικής μελέτης της επιγραφής, και τα πρώτα στοιχεία που έχουν συλλεχθεί ως τώρα φανερώνουν πως το συγκεκριμένο εύρημα αποτελεί το παλαιότερο σωζόμενο απόσπασμα των στίχων 1-8, αλλά και των στίχων 9-13 -μέχρι στιγμής- το παλαιότερο, δηλαδή, γραπτό μέρος των Ομηρικών Επών που έχει έρθει στο φως.
Το έπος με τους 12,110 στίχους είχε συντεθεί μόνο προφορικά από τον Όμηρο, με την προηγουμένως πρώτη γνωστή του καταγραφή να είναι στη διάρκεια της Χριστιανικής Κοινής εποχής πάνω σε μία περγαμηνή, από την οποία μόνο λίγα κομμάτια έχουν βρεθεί, στην Αίγυπτο. Η πλάκα αποτελεί, πέραν της μοναδικότητάς της, ένα σπουδαίο αρχαιολογικό, επιγραφικό, φιλολογικό και ιστορικό τεκμήριο.
Επίσης, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, είναι η πρώτη φορά που εντοπίζεται απόσπασμα της Οδύσσειας σε πήλινη πλάκα, ενώ η ερευνητική ομάδα διερευνά το ενδεχόμενο να πρόκειται για το παλαιότερο κείμενο Ομηρικών Επών που έχει βρεθεί ποτέ στον ελληνικό χώρο (πλην οστράκων με 1-2 στίχους).
Το Υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε πως το εύρημα βρέθηκε σε θέση παρακείμενη του ιερού της Ολυμπίας με κατάλοιπα της ρωμαϊκής εποχής.
Το Υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε πως το εύρημα βρέθηκε σε θέση παρακείμενη του ιερού της Ολυμπίας με κατάλοιπα της ρωμαϊκής εποχής.
Μετά από έρευνες τριών ετών, υπό τη διεξαγωγή της επιφανειακής–γεωαρχαιολογικής έρευνας, στο πλαίσιο του τριετούς ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Ο πολυδιάστατος χώρος της Ολυμπίας», που πραγματοποιείται σε θέσεις γύρω από το ιερό υπό τη διεύθυνση της Δρ. Ερωφίλης-Ίριδας Κόλια, Προϊσταμένης της ΕΦΑ Ηλείας σε συνεργασία με τους καθηγητές Franziska Lang, Birgitta Eder, Andreas Vött και Hans- Joachim Gehrke του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και των Πανεπιστημίων Darmstadt, Tübingen και Frankfurt am Mainz, εντοπίστηκε και συνελέγη το ιδιαιτέρως σημαντικό εύρημα.
Η πρώτη μεγάλη ανασκαφή στην Ολυμπία ξεκίνησε το 1875 χρηματοδοτούμενη από το Γερμανικό Κράτος. Επικεφαλής της αρχαιολογικής αποστολής ήταν ο γερμανός αρχαιολόγος Ερνστ Κούρτιους. Υπεύθυνοι για τη ανασκαφή ήταν επίσης οι Γκούσταβ Χίρσφελντ, Γκεόργκε Τρόι και Άντολφ Φουρτβένγκλερ οι οποίοι εργάστηκαν μαζί με τους αρχιτέκτονες Άντολφ Μπέττιχερ, Βίλελμ Ντέρπφελντ και Ρίχαρντ Μπόρμαν.
Παλαιότερες εξίσου σημαντικές ανασκαφές είχαν γίνει στο κεντρικό μέρος του ιερού της Άλτεως τον 17ο αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του Ναού του Δία, του Ναού της Ήρας, του Μητρώου, του Βουλευτηρίου, της Στοάς της Ηχούς, των Θησαυρών, του Πρυτανείου και της Παλαίστρας. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών αυτών είχαν έρθει στην επιφάνεια σημαντικά ευρήματα, μεταξύ των οποίων ήταν η Νίκη του Παιωνίου και ο Ερμής του Πραξιτέλους. Συνολικά 14.000 αντικείμενα είχαν ανακαλυφθεί και καταγραφεί, τα οποία στεγάστηκαν στο Αρχαιολογικό μουσείο.
Kατά τα έτη 1952 με 1966, οι Έμιλ Κούντσε και Χανς Σλάιφ συνέχισαν τις ανασκαφές του 1936, μαζί με τον αρχιτέκτονα Άλφρεντ Μάλβιτς, και ανέσκαψαν το εργαστήριο του Φειδία, το Λεωνιδαίο και το βόρειο τείχος του σταδίου, όπως επίσης και την νοτιοανατολική περιοχή του ιερού. Επίσης, τα έτη 1972 με 1984, ο Άλφρεντ Μάλβιτς βρήκε στοιχεία και ημερομηνίες από το στάδιο,και τάφους από το Πρυτανείο. Από το 1984 μέχρι το 1996, ο Χέλμουτ Κιριελάις συνέχισε τις ανασκαφές στο Πρυτανείο και Πελόπιον, βρίσκοντας πληροφορίες για την ιστορία του ιερού.