Μελέτη αποκαλύπτει διαφορές στα αρχαία υφάσματα της Ιταλίας και της Ελλάδας
Καλά Νέα

Μελέτη αποκαλύπτει διαφορές στα αρχαία υφάσματα της Ιταλίας και της Ελλάδας

Τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα αποτελούν μια από τις πρώτες τεχνολογίες ανθρώπινων τεχνών και η παραγωγή τους αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητες που αφορούσαν την κατανάλωση πόρων και εργασίας στην αρχαιότητα. Η μελέτη επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας διαφορετικής υφαντουργικής παράδοσης και κουλτούρας ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ιταλία κατά το πρώτο ήμισυ της προ Χριστού χιλιετίας.

Η ερευνήτρια Μαργαρίτα Γκλέμπα του Ινστιτούτου Αρχαιολογικών Ερευνών ΜακΝτόναλντ του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Antiquity. Στην μελέτη αναλύθηκαν λεπτομερώς εκατοντάδες ορυκτοποιημένα τμήματα υφασμάτων που έχουν διασωθεί από εκείνη την εποχή.  Όμως είναι δύσκολο να μελετηθούν τα αρχαία υφάσματα, επειδή σπάνια διασώζονται ιδίως στη Μεσόγειο, όπου οι κλιματολογικές συνθήκες δεν ευνοούν τη διατήρηση οργανικών υλικών. Συχνά όμως τέτοια ευρήματα ανακαλύπτονται σε ορυκτοποιημένη μορφή. Η λεπτομερής ανάλυση αρκετών εκατοντάδων τεμαχίων κλωστοϋφαντουργίας παρείχε για πρώτη φορά έναν πολύ λεπτομερέστερο ορισμό των κλωστοϋφαντουργικών καλλιεργειών στην Ιταλία και την Ελλάδα κατά το πρώτο μισό της πρώτης χιλιετίας π.Χ.

“Ευτυχώς για εμάς, στη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου (1000-400 π.Χ.) οι άνθρωποι θάβονταν μαζί με πολλά μεταλλικά αντικείμενα, όπως προσωπικά διακοσμητικά, όπλα και άλλα. Τα μέταλλα αυτά συμβάλλουν στη διατήρηση των υφασμάτων καθώς το μέταλλο καταστρέφει αποτελεσματικά τους μικροοργανισμούς που διαφορετικά θα κατέστρεφαν τα οργανικά υλικά, ενώ από την άλλη τα άλατα των μετάλλων βοηθούν τη διατήρηση των ινών των υφασμάτων, διατηρώντας έτσι την υφαντική μικροδομή. Έτσι, έχουμε ένα μεγάλο αριθμό κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, παρότι υπάρχουν μόνο σε μικροσκοπικά θραύσματα. Μέσω σχολαστικής ανάλυσης, χρησιμοποιώντας ψηφιακή και σάρωση ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης και άλλες προηγμένες μεθόδους, μπορούμε να καθορίσουμε πολλές πληροφορίες συμπεριλαμβανομένης της φύσης των πρώτων υλών και των δομικών χαρακτηριστικών όπως η διάμετρος του σπειρώματος, η κατεύθυνση συστροφής, ο τύπος ύφανσης ή η σύνδεση και ο αριθμός των νημάτων” τόνισε η Μαργαρίτα Γκλέμπα.

Οι τεχνικές διαφορές υποδηλώνουν ότι κατά την εποχή του σιδήρου τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα στην Ιταλία μοιάζουν περισσότερο με εκείνα της Κεντρικής Ευρώπης (που συνδέονται με την κουλτούρα Hallstatt που κυριαρχούσε στη Γερμανία, την Αυστρία και τη Σλοβενία), ενώ η κλωστοϋφαντουργική κουλτούρα της Ελλάδας συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με αυτη της Μέσης Ανατολής.

“Υπάρχουν συντριπτικά στοιχεία για συχνές επαφές μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας κατά το πρώτο μισό της πρώτης χιλιετίας π.Χ., αλλά τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι κλωστοϋφαντουργικές παραδόσεις τους ήταν τεχνικά, αισθητικά και εννοιολογικά πολύ διαφορετικές. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο πληθυσμοί σε αυτές τις περιοχές αποφασίζουν να ντύνονται με έναν ορισμένο τρόπο και μπορεί αυτό να έχει να κάνει με τις παραδόσεις που δημιουργήθηκαν ήδη στην εποχή του Χαλκού».

“Τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα είναι και εξακολουθούν να θεωρούνται ευρέως ένας από τους πιο πολύτιμους δείκτες της ατομικής και ομαδικής ταυτότητας. Ακόμα και στις κοινωνίες σήμερα, συχνά διαμορφώνουμε τις απόψεις μας για τους άλλους με βάση το είδος του υφάσματος που φορούν: το νήμα tweed συνδέεται με την ιρλανδική και τη βρετανική κουλτούρα, τα ρούχα από κασμίρ με την Κεντρική Ασία και το μετάξι με την Άπω Ανατολή για παράδειγμα” συμπληρώνει η Ελληνίδα ερευνήτρια.

«Περιέργως, από τους ρωμαϊκούς χρόνους, η εγκαθίδρυση ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία και οι γενικότερες ανατολικές επιρροές που παρατηρούνται στην υλική κουλτούρα των πληθυσμών της Ιταλίας, οδηγούν στη σταδιακή εξαφάνιση της παραδοσιακής κλωστοϋφαντουργικής παράδοσης. Η μελλοντική μας έρευνα θα προσπαθήσει να κατανοήσει τον λόγο πίσω από αυτή την αλλαγή στη κλωστοϋφαντουργία”.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ