Έλληνας ερευνητής στην ομάδα που εντόπισε το «κέντρο» των ονείρων
Επιστήμονες, μεταξύ των οποίων ένας Έλληνας ερευνητής, ανακάλυψαν ένα νέο τρόπο να ανιχνεύουν τα όνειρα στον εγκέφαλο των ανθρώπων και με αυτή την τεχνική πιστεύουν ότι εντόπισαν το «κέντρο» των ονείρων. Το βασικό συμπέρασμα από τη νέα χαρτογράφηση είναι ότι οι άνθρωποι ονειρευόμαστε πολύ περισσότερο από ό,τι νομίζαμε, αν και μετά συνήθως έχουμε ξεχάσει τα όνειρά μας.
Η νέα έρευνα επιβεβαιώνει ότι τα όνειρα δεν συμβαίνουν μόνο στη φάση REM (ταχεία κίνηση των ματιών) του ύπνου. Οι κοιμισμένοι άνθρωποι ονειρεύονται επί αρκετές ώρες και παρόλα αυτά θυμούνται λίγα μόνα λεπτά.
Όταν κοιμόμαστε, μπορούν να ανιχνευθούν χαμηλής συχνότητας εγκεφαλικά κύματα στον εγκέφαλο. Η νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι μια μείωση αυτών των κυμάτων σε μια συγκεκριμένη περιοχή στο πίσω μέρος του εγκεφάλου αποτελεί την «υπογραφή» ότι κάποιος ονειρεύεται. Αυτή η περιοχή φαίνεται να αποτελεί το κέντρο των ονείρων.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Φρανσέσκα Σικλάρι του Πανεπιστημίου του Ουσκόνσιν-Μάντισον έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό νευροεπιστήμης “Nature Neuroscience“. Μελέτησαν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου σε 32 εθελοντές που κοιμούνταν και οι οποίοι φορούσαν στο κεφάλι τους μια κάσκα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, η οποία κατέγραφε τα εγκεφαλικά κύματά τους.
Μεταξύ των ερευνητών ήταν ο Λάμπρος Περόγαμβρος, απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ερευνητής σήμερα στο Τμήμα Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Ουσκόνσιν-Μάντισον, στο Τμήμα Νευροεπιστήμης του Πανεπιστημίου της Γενεύης και στο Εργαστήριο Ύπνου του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της ελβετικής πόλης.
“Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα όνειρα δεν έχουν καμία λειτουργικότητα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι τα όνειρα είναι ένας κόσμος-προσομοίωσης, το οποίο υποστηρίζει λειτουργίες σχετιζόμενες με την εκμάθηση, τη βελτίωση των επιδόσεων ή τη ρύθμιση των συναισθημάτων” τονίζει ο Έλληνας ερευνητής.
Κάθε φορά που εμφανιζόταν μια διακριτή εγκεφαλική δραστηριότητα, οι επιστήμονες ξυπνούσαν τους συμμετέχοντες και τους ρωτούσαν αν ονειρεύονταν και τι θυμούνταν από τα όνειρά ους. Με τον τρόπο αυτό, διαπιστώθηκε μια στενή σχέση ανάμεσα στα όνειρα και στα μειωμένα κύματα χαμηλής συχνότητας κύματα σε μια συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου.
Έχοντας εντοπίσει αυτή την περιοχή, οι ερευνητές ήσαν στη συνέχεια σε θέση -βλέποντας την εγκεφαλική δραστηριότητα- να προβλέψουν με ακρίβεια περίπου 90% αν κάποιος έβλεπε όνειρο. Έτσι, διαπίστωσαν ότι τα όνειρα δεν συνοδεύουν μόνο τη φάση REM του ύπνου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, ένας άνθρωπος ονειρεύεται στο 95% του ύπνου REM και στο 71% του μη-REM ύπνου.
Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι όταν κανείς θυμάται τα όνειρά του αργότερα, υπάρχει αυξημένη δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου, που σχετίζεται με τη μνήμη. Συνεπώς η εγκεφαλική περιοχή ανάμνησης ενός ονείρου είναι διαφορετική από την περιοχή δημιουργίας του ονείρου.
Οι ερευνητές αισιοδοξούν ότι, μεταξύ άλλων, η νέα «χαρτογράφηση» των ονείρων θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η αϋπνία και οι εφιάλτες, αλλά επίσης στην κατανόηση του σκοπού των ονείρων.