Νέα έρευνα: Η «καλή» χοληστερόλη δεν κάνει πάντα καλό στην καρδιά
Μία νέα διεθνής επιστημονική έρευνα, στην οποία συμμετέχει Έλληνας ερευνητής, αποκάλυψε για πρώτη φορά πως σε ορισμένους ανθρώπους, στους οποίους η«καλή» χοληστερόλη (HDL) είναι αυξημένη για γενετικούς λόγους, το υψηλό αυτό επίπεδο είναι στην πραγματικότητα κακό για την καρδιά.
Στην έρευνα συμμετείχε ο Πάνος Δελούκας, ο οποίος είναι καθηγητής Καρδιαγγειακής Γονιδιωματικής στο Ινστιτούτο Έρευνας William Harvey και στο Πανεπιστήμιο Queen Mary, καθώς και μέλος του Βρετανικού Ινστιτούτου Γενετικής Wellcome Trust Sanger Institute. Έχει γίνει ευρύτερα γνωστός από τις μελέτες που έχει κάνει για τα γονίδια της νεότητας αλλά και ύψους.
Η «καλή» χοληστερόλη συνήθως αντισταθμίζει την επιζήμια παρουσία της «κακής» χοληστερόλης (LDL). Όμως, ορισμένοι άνθρωποι έχουν μια συγκεκριμένη γονιδιακή μετάλλαξη, η οποία -παρά την παράλληλη παρουσία της υψηλής «καλής» χοληστερόλης- αυξάνει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο και έμφραγμα, όσο περίπου και το κάπνισμα. Η ανακάλυψη αυτή δημιουργεί κάποιες αμφιβολίες κατά πόσο τα φάρμακα που αυξάνουν την «καλή» χοληστερόλη είναι κατάλληλα για όλους τους ασθενείς, αν δεν έχει προηγηθεί γενετικό τεστ.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ντάνιελ Ράντερ, διευθυντή του Τμήματος Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο κορυφαίο περιοδικό «Science», ανέλυσαν στοιχεία από το γονιδίωμα 328 ανθρώπων με πολύ υψηλή «καλή» χοληστερόλη και έκαναν σύγκριση με 1.156 άλλα άτομα που είχαν χαμηλότερα επίπεδα στο αίμα τους, προκειμένου να εντοπίσουν τις γενετικές αιτίες της υψηλής HDL.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δώσει ενδείξεις ότι η HDL μπορεί να μην είναι πάντα προστατευτική για την καρδιοπάθεια, όπως νομίζουν οι καρδιολόγοι. Η υποψία αυτή ενισχύθηκε έπειτα από αλλεπάλληλες κλινικές δοκιμές φαρμάκων που αυξάνουν μεν την HDL, αλλά τελικά μειώνουν ελάχιστα ή καθόλου τον κίνδυνο για την καρδιά.
«Η αντίληψη για την HDL τείνει να εξελιχθεί τελευταία, καθώς φαίνεται ότι μπορεί να μην προστατεύει πάντα από κάθε καρδιοπάθεια» δήλωσε ο Ράντερ. «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι μερικές (γενετικές) αιτίες της αυξημένης HDL στην πραγματικότητα αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Είναι η πρώτη φορά που εντοπίζεται μια μετάλλαξη, η οποία αυξάνει την HDL και παράλληλα αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιοπάθεια» πρόσθεσε.
Η μετάλλαξη αφορά στο γονίδιο SCARB1, που ρυθμίζει τη λειτουργία μιας πρωτεΐνης, η οποία είναι ο βασικός υποδοχέας της HDL πάνω στην επιφάνεια των κυττάρων. Εξαιτίας της μετάλλαξης, η εν λόγω πρωτεΐνη παύει να λειτουργεί σωστά και η χοληστερόλη δεν μεταφέρεται στο ήπαρ, με συνέπεια παραδόξως να αυξάνεται ο κίνδυνος για την καρδιά, παρόλο που η «καλή» χοληστερόλη είναι σε υψηλά επίπεδα στο αίμα του ασθενούς.
Η συγκεκριμένη μετάλλαξη, πάντως, είναι σπάνια στον πληθυσμό και συνήθως εμφανίζεται σε άτομα εβραϊκής καταγωγής, αλλά οι ερευνητές σκοπεύουν να ελέγξουν αν υπάρχουν κι άλλες μεταλλάξεις που μπορεί να έχουν ανάλογο παράδοξο αποτέλεσμα (δηλαδή υψηλή HDL και υψηλός καρδιαγγειακός κίνδυνος).
Ο Ράντερ πρότεινε να αναπτυχθεί τελικά ένα γενετικό τεστ που θα ελέγχει τα άτομα με υψηλή HDL κατά πόσο έχουν επικίνδυνες μεταλλάξεις στο DNA τους, οι οποίες μπορεί να μετατρέπουν σε «μπούμερανγκ» την υψηλή καλή χοληστερόλη. Σε κάθε περίπτωση, όπως είπε, «έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε για τη λειτουργία της HDL και τον κίνδυνο καρδιοπάθειας».