Ένας από τους ιδρυτές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας
Αποτυπώματα

Ένας από τους ιδρυτές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας

Ο Φώτης Καφάτος ήταν Καθηγητής Γενικής Βιολογίας. Ένας διακεκριμένος επιστήμονας που έπαιξε καίριο ρόλο στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας. Μάλιστα, το 2011 έλαβε ένα περίφημο για την αφοσίωσή του στην προώθηση της επιστήμης και των επιστημονικών επιτευγμάτων του, το  Leibniz Medal.

Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1940. Απεβίωσε στις 18 Νοεμβρίου 2017 στο Ηράκλειο Κρήτης.

Ο Καθηγητής Καφάτος εργάστηκε σκληρά για να βελτιώσει την επιστημονική μελέτη στην Ευρώπη, ιδρύοντας τη δεκαετία του 1990 έναν οργανισμό  που σκοπό θα είχε τη χρηματοδότηση της έρευνας. Η Πρωτοβουλία για την Επιστήμη στην Ευρώπη ευνόησε το συστηματικό σχεδιασμό και τη διαμόρφωση ενός Οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε την έρευνα, και με ενεργή συμμετοχή της επιστημονικής κοινότητας, δημιουργήθηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας.

Αφού ολοκληρώθηκε η οργάνωση, ο Καφάτος παρέμεινε σαν ιδρυτής Πρόεδρος του ERC και Διευθυντής του Επιστημονικού του Συμβουλίου, με τον Ernst-Ludwig Winnacker σαν τον πρώτο Γενικό Γραμματέα. Δούλεψαν από κοινού για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και τις προκλήσεις καθώς το Συμβούλιο γρήγορα επεκτάθηκε με 300 υπαλλήλους που επεξεργάζονταν το 2007 9.000 αιτήματα για χρηματοδότηση. Το ERC από τότε χρηματοδοτεί υψηλής ποιότητας επιστημονική έρευνα σε όλους τους κλάδους, με συνολικό προϋπολογισμό 7.5 δισ. Ευρώ για την περίοδο 2007-2013.

Γενικά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας στοχεύει να βάλει την αριστεία στην καρδιά της Ευρωπαϊκής έρευνας, ανεβάζοντας το κύρος του οργανισμού με τους καλύτερους ερευνητές και ηγέτες του σήμερα και του αύριο. Επιδιώκει την ποικιλία των ταλέντων αναζητώντας τους πιο πολλά υποσχόμενους ερευνητές, επιβραβεύοντας τις καινοτόμες προτάσεις, ρίχνοντας το βάρος περισσότερο στις ποιοτικές ιδέες παρά στην ίδια την έρευνα.

Ο Καθηγητής Καφάτος σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Cornell και πήρε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο του  Harvard. Το 1969, σε ηλικία 29 ετών, έγινε μόνιμος Καθηγητής του  Harvard, όντας έτσι ο νεότερος Καθηγητής του Ιδρύματος, και μένοντας εκεί μέχρι το 1994. Στη διάρκεια αυτή, διηύθυνε την έδρα της Βιολογίας στο Πανεπιστήμο Αθηνών (1972-1982) και Κρήτης (1982-1993), βάζοντας γερές βάσεις για τη μελέτη της μοντέρνας Βιολογίας στην Ελλάδα.

Από το 1993 ως 2005 διετέλεσε Γενικός Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας (EMBL) στη Χαϊδελβέργη, το μεγαλύτερο στην κατηγορία του στην Ευρώπη. Στην δωδεκαετή πορεία του εκεί, βοήθησε στην ανάπτυξη του οργανισμού εγκαθιδρύοντας τρία εργαστήρια. Κυρίως αφοσιώθηκε στην υποστήριξη νέων ερευνητών, και σε αυτό το πλαίσιο, εξασφάλισε ένα διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα για νέους ερευνητές στον τομέα της Μοριακής Βιολογίας. Αγωνίστηκε επίσης για την προώθηση ίσων ευκαιριών για τις γυναίκες και για τους νέους Ευρωπαίους ερευνητές. Το 2005 ξεκίνησε να εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Imperial σαν Καθηγητής στην έδρα της Ανοσογονιδιωματικής.

Όπως εξηγούσε ο ίδιος στο δικτυακό τόπο του περιοδικού Nature, οι απαιτήσεις του ERC και η γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον έχουν πλέον κουράσει και τον εμποδίζουν να συνεχίσει το ερευνητικό του έργο στο Imperial College του Λονδίνου.

«Δεν δυσανασχετώ για το χρόνο που ξόδεψα στο ERC, αλλά θα ήταν ανόητο να μην αποσυρθώ τώρα -με απορροφούσε τελείως. Αν γνώριζα όταν ξεκινούσα πόσο χρόνο θα έπαιρνε από τη ζωή μου μπορεί και να μην το έκανα. Είμαι όμως ευτυχής που τελικά το έκανα» παραδέχεται.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ