
Ο Έλληνας που έκανε την τέχνη παγκόσμια υπόθεση
Ο Αλέξανδρος Ιόλας γεννήθηκε μέσα στα πλούτη, παιδί οικογένειας βαμβακεμπόρων. Δεν τον ενδιέφεραν όμως τα εμπορεύματα· από μικρός τον τράβαγε η τέχνη. Έτσι, το 1928, πήρε την απόφαση να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Εκεί, βρέθηκε αμέσως στον κύκλο των ανθρώπων του πνεύματος: γνώρισε τον Παλαμά, τον Σικελιανό – που τον καθοδήγησε σαν δάσκαλος – και την Εύα Πάλμερ. Παράλληλα, ξεκίνησε μαθήματα χορού. Ο κόσμος του είχε πια ανοίξει.
Δύο χρόνια μετά, το 1930, φεύγει για Βερολίνο. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος του είχε πει να το τολμήσει – και το τόλμησε. Εκεί ρίχτηκε με πάθος στις σπουδές μπαλέτου, με δασκάλους τον Victor και την Tatjana Gsovsky. Το 1931 και το 1932 εμφανίζεται στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.
Το φθινόπωρο του 1932 μετακομίζει στο Παρίσι. Συνεχίζει να μελετά χορό με σπουδαίους δασκάλους, αλλά δοκιμάζει και τα πρώτα του βήματα στη θεωρία της τέχνης, παρακολουθώντας μαθήματα στη Σορβόννη.
Το 1935 πάει στη Νέα Υόρκη. Στις 14 Δεκεμβρίου κάνει το ντεμπούτο του στο περίφημο Metropolitan Opera House με την La Traviata, ως μέλος του Ballet Productions. Ήταν μόλις η αρχή.
Στις 19 Νοεμβρίου 1945 παίρνει την αμερικανική υπηκοότητα. Υπογράφει ως Constantine Coutsoudis. Το «Ιόλας» το είχε ήδη αρχίσει να χρησιμοποιεί από το 1931, κυρίως ως «Jolas». Του φαινόταν πιο απλό, πιο κοσμοπολίτικο και γεμάτο νόημα: ήταν ο ήρωας Ιόλαος που στεκόταν δίπλα στον Ηρακλή, πιστός και ανιδιοτελής. Έτσι ήθελε να είναι κι εκείνος: αθόρυβος υπηρέτης της τέχνης.
Το 1945 είναι και η χρονιά του μεγάλου γυρίσματος. Αφήνει πίσω του τον χορό. Είχε τραυματιστεί, λένε. Ο ίδιος έλεγε πως στα 37 ήταν πια μεγάλος για τη σκηνή. Ήθελε κάτι άλλο. Και αυτό το άλλο ήταν η τέχνη, όχι πια ως ερμηνευτής, αλλά ως δημιουργός πλαισίου.
Την 1η Σεπτεμβρίου του ’45 ιδρύει τη δική του γκαλερί στη Νέα Υόρκη: τη Hugo Gallery. Της δίνει το όνομα του François Hugo, τελευταίου συζύγου της φίλης του Donna Maria Ruspoli. Ήταν ο πρώτος του χώρος — κι από εκεί ξεκίνησε ο θρύλος.
Όμως η τέχνη τον διεκδίκησε ολοκληρωτικά. Με πυρήνα την προσωπικότητά του — εκκεντρική, πληθωρική, γεμάτη φλόγα — και με διαβατήριο τη φαντασία του, εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς εμπόρους και συλλέκτες τέχνης του 20ού αιώνα.
Ο ίδιος συνήθιζε να λέει:
«Grow forever, grow eternal» – «Να μεγαλώνεις για πάντα, να γίνεσαι αιώνιος».
Μια φράση που ενσάρκωνε την κοσμοθεωρία του: η τέχνη δεν έχει όρια, και το πάθος δεν τελειώνει ποτέ.
Η τέχνη ως παράσταση
Ο Ιόλας θεωρούσε κάθε έκθεση σαν μια χορογραφία. Έλεγε χαρακτηριστικά:
«Κάθε έκθεση είναι όπως η πρεμιέρα ενός μπαλέτου. Το κοινό είναι οι χορευτές, το σκηνικό είναι το έργο τέχνης».
Για εκείνον, η γκαλερί δεν ήταν απλώς χώρος εμπορίου, αλλά ένας ναός δημιουργίας και εμπειρίας.
Ίδρυσε ένα παγκόσμιο δίκτυο γκαλερί, με έδρα τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, τη Γενεύη, τη Ρώμη, το Μιλάνο και φυσικά την Αθήνα. Έφερε κοντά διαφορετικές σχολές σκέψης και προώθησε ριζοσπαστικά ρεύματα όπως ο Σουρεαλισμός και η Pop Art, σε εποχές που πολλοί ακόμη τα αντιμετώπιζαν με επιφυλακτικότητα.
Πατριάρχης της avant-garde και μέντορας καλλιτεχνών
Ο Ιόλας υπήρξε από τους πρώτους που στήριξαν και πρόβαλαν διεθνώς καλλιτέχνες όπως ο René Magritte, ο Max Ernst και ο Andy Warhol, τον οποίο μάλιστα ενίσχυσε στα πρώτα του βήματα. Παράλληλα, στήριξε με θέρμη Έλληνες δημιουργούς όπως ο Τάκις, ο Τσαρούχης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, φροντίζοντας να ενταχθούν στον διεθνή καλλιτεχνικό διάλογο. Ένας συνεργάτης του τον είχε αποκαλέσει «Σωκράτη της σύγχρονης τέχνης», γιατί δεν δίδασκε απλώς, αλλά αποκάλυπτε. Ενέπνεε τους νέους δημιουργούς να ανακαλύψουν μέσα τους πράγματα που ούτε οι ίδιοι γνώριζαν πως είχαν.
Μια ζωή ανάμεσα στο κιτς και το μεγαλείο
Ο Ιόλας λάτρευε την αντίθεση. Η αισθητική του συνδύαζε το αριστοκρατικό με το επιτηδευμένα «ευτελές». Φορούσε γούνες, μακριά μαντό και θεατρικά κοσμήματα — στυλ που κάποιοι χαρακτήριζαν ως «περίτεχνο κιτς». Ήταν όμως ακριβώς αυτή η εσκεμμένη υπερβολή που τον έκανε ακαταμάχητο. Ήταν ένας «ευγενής της αυλής των Μεδίκων» που είχε επιλέξει να παίζει ρόλο πλυντριού.
Η βίλα στην Αγία Παρασκευή: από μουσείο σε θρύλο
Το σπίτι του στην Αγία Παρασκευή, που δημιούργησε τη δεκαετία του ’50, υπήρξε ένα σύμπαν από μόνο του. Με περισσότερα από 1.200 έργα, από αρχαιότητες μέχρι πίνακες σύγχρονης τέχνης, αποτέλεσε έναν μοναδικό χώρο τέχνης και πολιτισμού. Ο ίδιος επιθυμούσε να το δωρίσει στο ελληνικό κράτος ως μουσείο, επιθυμία που δεν πραγματοποιήθηκε όσο ζούσε. Μετά τον θάνατό του το 1987, το ακίνητο παραμελήθηκε, λεηλατήθηκε και εγκαταλείφθηκε. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες ανάδειξης και αποκατάστασης του χώρου, ως φόρος τιμής σε αυτόν που τόλμησε να φέρει τον παγκόσμιο καλλιτεχνικό αέρα στην Ελλάδα.
Ένας Έλληνας κοσμοπολίτης
Ο Αλέξανδρος Ιόλας δεν εντάσσεται εύκολα σε κατηγορίες. Ήταν ένας οραματιστής, ένας δανδής, ένας δημιουργός κόσμων. Άλλοτε παρεξηγημένος, άλλοτε λατρεμένος, έζησε όπως του άξιζε: ανάμεσα σε μύθους, τέχνη και υπερβολή. Η ζωή του δεν ήταν ποτέ μετρημένη. Και δεν ήθελε να είναι.
«Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ρίσκο», έλεγε.
Και πράγματι, όλα όσα έκανε, τα έκανε σαν να ήταν η τελευταία του πρεμιέρα.