
Ο δραματουργός του λαού και μεταφραστής του Σαίξπηρ στα ελληνικά
Ο Βασίλης Ρώτας υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής και θεατρικής παράδοσης. Ένας άνθρωπος πολυσχιδής — στρατιωτικός, παιδαγωγός, συγγραφέας, ποιητής, μεταφραστής, μα πάνω απ’ όλα υπηρέτης του λαού και της γλώσσας. Το έργο και η δράση του διαμορφώθηκαν σε μια εποχή κοινωνικών αναταράξεων και πολέμων, και ο ίδιος απάντησε με συνέπεια, όραμα και εθνική συνείδηση.
Γεννημένος το 1889 στην Κορινθία, μεγάλωσε σε ένα αγροτικό περιβάλλον και ακολούθησε στρατιωτική καριέρα, αποφοιτώντας από τη Σχολή Ευελπίδων. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α’ Παγκόσμιο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, βιώνοντας από πρώτο χέρι τις αλλαγές και τα τραύματα της εποχής. Όμως παράλληλα, έγραφε ποιήματα, διάβαζε αρχαίους συγγραφείς και παρακολουθούσε με πάθος τα φιλολογικά και θεατρικά δρώμενα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 παραιτήθηκε από τον στρατό, απογοητευμένος από την πορεία της πολιτείας. Στρέφεται ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία και το θέατρο. Δημιουργεί το Λαϊκό Θέατρο, έναν πρωτοποριακό θεσμό για την εποχή, που έφερε την τέχνη κοντά στον απλό άνθρωπο — σε χωριά, εργατικές συνοικίες, σε πλατείες και σχολεία. Ο Ρώτας πίστευε βαθιά ότι το θέατρο δεν ανήκει στις ελίτ, αλλά στον λαό. Πως είναι εργαλείο συνειδητοποίησης, μόρφωσης και αφύπνισης.
Συγγράφει θεατρικά έργα εμπνευσμένα από την ελληνική ιστορία και την κοινωνική πραγματικότητα, δίνοντας φωνή σε λαϊκούς χαρακτήρες και αναδεικνύοντας την ανάγκη για συλλογικότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Έργα όπως «Αστραπόγιαννος», «Η Αντάρα», «Το Ξεστράτισμα» και «Αγροδικείο» φέρουν το ιδεολογικό και αισθητικό του στίγμα.
Παράλληλα, ξεκινά ένα τιτάνιο μεταφραστικό έργο: αποδίδει σχεδόν ολόκληρο το έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στα ελληνικά, σε γλώσσα δημοτική, λιτή και ταυτόχρονα ποιητική, πάντα με πίστη στο πνεύμα του πρωτοτύπου. Οι μεταφράσεις του θεωρούνται μέχρι σήμερα υποδείγματα λογοτεχνικής μεταφοράς και χρησιμοποιούνται ακόμα από το Εθνικό Θέατρο, σκηνοθέτες και εκπαιδευτικούς. Ο ίδιος έλεγε πως ήθελε «ο Σαίξπηρ να μιλάει όπως μιλάει ο λαός μας όταν αγαπά, όταν θρηνεί, όταν εξεγείρεται».
Κατά την Κατοχή, εντάσσεται στο ΕΑΜ Πνευματικών και γίνεται από τις κεντρικές μορφές της Αντίστασης στον χώρο του πολιτισμού. Συμμετείχε ενεργά στο Εθνικό Συμβούλιο της ΠΕΕΑ (κυβέρνηση του Βουνού) στο ρόλο του γραμματέα Παιδείας, όπου επιχείρησε να βάλει τα θεμέλια μιας πιο ελεύθερης, δημοκρατικής και λαϊκής παιδείας. Μετά τον Εμφύλιο διώχθηκε, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει και να δημιουργεί. Πάντα με επίκεντρο την αλήθεια, την ανάγκη για ελευθερία και τον σεβασμό στη γλώσσα και τη μνήμη.
Έγραψε πάνω από 30 θεατρικά έργα, ποιητικές συλλογές, μελέτες και εκατοντάδες κριτικά και κοινωνικά κείμενα. Παρέμεινε ενεργός μέχρι την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Απεβίωσε το 1977, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη πολιτιστική και παιδευτική κληρονομιά.
Ο Βασίλης Ρώτας ήταν εκείνος που τόλμησε να πει ότι ο πολιτισμός δεν είναι προνόμιο, αλλά δικαίωμα. Ότι η γλώσσα του λαού αξίζει σεβασμό. Κι ότι το θέατρο, όταν γίνεται με πίστη, γίνεται εργαλείο αλλαγής. Ένα όνομα που μπορεί να μη γράφεται με μεγάλα γράμματα στα φώτα, αλλά είναι χαραγμένο βαθιά εκεί όπου αξίζει: στην καρδιά της ελληνικής πολιτιστικής μνήμης.