
Ο ηθοποιός που ταύτισε το θέατρο με την ευθύνη και τη στάση ζωής
Ο Κώστας Καζάκος υπήρξε μια από τις πλέον επιδραστικές μορφές του ελληνικού θεάτρου και του πολιτισμού. Ένας ηθοποιός που δεν βρέθηκε ποτέ ανάμεσα στο φως και τη σκιά, αλλά διάλεξε ξεκάθαρα τον δρόμο της ευθύνης και της αντίστασης. Με πορεία που ξεπέρασε τις έξι δεκαετίες, έδωσε στο επάγγελμα του ηθοποιού μια άλλη διάσταση: αυτήν του πολίτη, του σκεπτόμενου ανθρώπου, του μαχητή.
Γεννημένος στον Πύργο Ηλείας το 1935, έζησε τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, τα οποία, όπως και ο ίδιος έχει πει, «σε δίδασκαν να σκέφτεσαι κοινωνικά, όχι ατομικά». Μετακόμισε στην Αθήνα και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, εκεί όπου διαμορφώθηκε ως καλλιτέχνης, αλλά και ως άνθρωπος. Η παιδεία του Κουν, που συνέδεε το θέατρο με την πνευματικότητα και την κοινωνική ευθύνη, τον σημάδεψε ανεξίτηλα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισε να καθιερώνεται στον ελληνικό κινηματογράφο, με ρόλους σε δραματικές και ιστορικές ταινίες. Το παρουσιαστικό του, το επιβλητικό του ύφος και το χαρακτηριστικό βλέμμα του τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στο κοινό. Παράλληλα, όμως, ποτέ δεν απομακρύνθηκε από τη θεατρική σκηνή — εκεί ένιωθε ότι υπηρετούσε πραγματικά το σύνολο.
Η καθοριστικότερη στιγμή στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή ήταν η γνωριμία του με την Τζένη Καρέζη. Οι δυο τους αποτέλεσαν ένα εμβληματικό ζευγάρι του ελληνικού θεάτρου και της κοινωνικής δράσης. Μαζί ίδρυσαν τον θίασο «Καρέζη–Καζάκος» και ανέβασαν έργα που άφησαν εποχή, όπως το αντιδικτατορικό «Μεγάλο μας Τσίρκο» το 1973, σε σκηνοθεσία Καμπανέλλη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Ήταν μια παράσταση-σταθμός που δεν προσέφερε μόνο τέχνη, αλλά έδωσε και φωνή στους καταπιεσμένους.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Καζάκος και η Καρέζη αντιμετώπισαν διώξεις και παρακολουθήσεις. Παρ’ όλα αυτά, δεν σιώπησαν. Μετά τη Μεταπολίτευση, η δράση τους συνεχίστηκε με έργα κοινωνικού περιεχομένου και θεατρικές περιοδείες σε όλη την Ελλάδα. Πίστευαν πως το θέατρο είναι για τον λαό και ότι «ο ηθοποιός πρέπει να υπηρετεί αλήθειες, όχι το χειροκρότημα».
Ο Καζάκος συνδέθηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας από νωρίς και παρέμεινε πιστός σε αυτό μέχρι τέλους. Εκλέχθηκε βουλευτής Επικρατείας του ΚΚΕ το 2007 και επανεξελέγη το 2009. Δεν υπήρξε ποτέ παθητικός πολιτικός. Στο βήμα της Βουλής, αλλά και σε κάθε του δημόσια παρουσία, υπερασπιζόταν την εργασία, τα κοινωνικά δικαιώματα, τον πολιτισμό ως εργαλείο λαϊκής χειραφέτησης.
Από τις αρχές του 2000 και μετά, αφοσιώθηκε στο θέατρο, σκηνοθετώντας και πρωταγωνιστώντας σε κλασικά και σύγχρονα έργα. Παράλληλα, δίδαξε νέους ηθοποιούς στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, πάντα με αυστηρότητα αλλά και πατρική φροντίδα. Για εκείνον, το θέατρο δεν ήταν επάγγελμα — ήταν λειτούργημα. Έμαθε στους μαθητές του πως το ταλέντο δεν είναι αρκετό, αν δεν συνοδεύεται από γνώση, μόχθο και σεβασμό στο κοινό.
Η τελευταία του εμφάνιση στη σκηνή έγινε το 2022, λίγο πριν φύγει από τη ζωή στις 13 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 87 ετών. Ως το τέλος παρέμενε παρών: στη σκηνή, στην πολιτική, στο δημόσιο λόγο, στη συνείδηση του κόσμου. Δεν μετακινήθηκε από τις ιδέες του, δεν συμβιβάστηκε για χάρη της αποδοχής, δεν προχώρησε «διακριτικά». Επέλεξε να μείνει ακέραιος.
Ο Κώστας Καζάκος δεν υπήρξε απλώς ένας σπουδαίος ηθοποιός. Ήταν μια προσωπικότητα που συνέδεσε το καλλιτεχνικό με το πολιτικό και το προσωπικό με το συλλογικό. Ένας άνθρωπος που έζησε τη ζωή του όπως έπαιζε τους ρόλους του — με δύναμη, συνέπεια και φλόγα. Και αυτή η φλόγα θα μείνει αναμμένη στη μνήμη όσων τον είδαν, τον άκουσαν και τον ένιωσαν.