Ο κορυφαίος επιστήμονας της Ρομποτικής
Ο “Τζορτζ” έλεγαν τα υπόλοιπα παιδιά στο σχολείο, για το Αμερικανάκι που είχε έρθει στην Αριδαία Πέλλας, με τα σπαστά ελληνικά. Ο γνωστός πια Γιώργος Παππάς, καθηγητής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, κορυφαίος επιστήμονας διεθνώς στην τεχνολογία των ρομπότ, είναι ο άνθρωπος “πίσω” από τη διοργάνωση του μεγαλύτερου Παγκόσμιου Συνεδρίου Ρομποτικής.
Ο Γιώργος Παππάς γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, παιδί Ελλήνων μεταναστών πρόλαβε να ζήσει στη γη των ευκαιριών τα πρώτα 5 χρόνια της ζωής του. Ο πατέρας του ήταν σερβιτόρος στο ξενοδοχείο Γουόλντορφ-Αστόρια και η μητέρα του νοικοκυρά. Ο μικρός Γιώργος τότε γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 άρχισε να μαγεύεται τυχαία από ένα μάθημα επιλογής, αυτό της Τεχνολογίας, ήταν κάτι το εξωτικό όπως έχει πει σε συνέντευξή του. ”Εκείνα τα χρόνια η άνθηση των τηλεπικοινωνιών (μόλις είχαν κυκλοφορήσει τα πρώτα κινητά) οδηγούσε τους περισσότερους συμφοιτητές μου προς εκείνη την κατεύθυνση. Η ρομποτική δεν ήταν λεωφόρος, αλλά μοναχικό μονοπάτι” έχει δηλώσει. Αυτή ήταν η εκκίνηση λοιπόν μιας αρκετά μεγάλης διαδρομής του Γιώργου Παππά, φτάνοντας στο σήμερα.
Το 2020 με την έξαρση του κορωνοϊού, η οικογένεια του κ. Παππά ζώντας και διδάσκοντας αρκετά χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια πήρε την απόφαση να “μεταναστεύσει” στην Ελλάδα αφού υπήρχε η ευκαιρία της εξ αποστάσεως διδασκαλίας και εργασίας. “Ηρθαμε για διακοπές το καλοκαίρι του 2020. Οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε αναταραχή. Πρόεδρος ήταν ο Τραμπ, που πρότεινε ενέσεις με χλωρίνη σε ασθενείς με κορωνοϊό, οι διαδηλώσεις για τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ ήταν καθημερινές. Μόλις από το πανεπιστήμιό μας θεσπίστηκε η τηλεργασία, μείναμε. Ηταν η καλύτερη απόφαση που έχουμε πάρει ποτέ. Ξανασυνδεθήκαμε με την πατρίδα, οι κόρες μας έμαθαν καλύτερα ελληνικά. Από το 1993, που είχα επιστρέψει για τη θητεία μου, δεν είχα ζήσει τόσο πολύ στην Ελλάδα” έχει πει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα ο καθηγητής διαπίστωσε κάποιες αλλαγές στην εξέλιξη του ψηφιακού τομέα στη χώρα μας αλλά και στη διαχείριση της πανδημίας. “Η ψηφιοποίηση είναι εντυπωσιακό επίτευγμα. Στις υποδομές η πρόοδος είναι σημαντική, με εξαίρεση τα νησιά που έχουν μείνει πίσω, ειδικά σε ό,τι αφορά τις τηλεπικοινωνίες. Η διαχείριση της πανδημίας στην πρώτη φάση της ήταν καλή και σε κάποια σημεία καλύτερη από αυτή της αμερικανικής κυβέρνησης, που αντιμετώπιζε ένα παγκόσμιο πρόβλημα με τοπικές λύσεις. Ισως αυτή η επιτυχία δημιούργησε στους πολίτες την ψευδαίσθηση πως ο κορωνοϊός θα ξεπεραστεί εύκολα.
Η θριαμβολογία προκάλεσε εφησυχασμό. Αυτό που κυρίως με ενόχλησε, επειδή ερασιτεχνικά ασχολούμαι με την υπολογιστική επιδημιολογία, ήταν η έλλειψη δημόσιων δεδομένων για την επιδημιολογική κατάσταση. Οπως γίνεται σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, περίμενα να έχω στη διάθεσή μου στοιχεία έτσι ώστε και ως επιστήμονας να δω εάν μπορώ να βοηθήσω, και ως γονιός να αποφασίσω πώς θα προφυλάξω την οικογένειά μου” είπε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του.
Στην ερώτηση αν είναι εγγενής η αδυναμία του ελληνικού συστήματος να μην παρέχει επαρκή πληροφόρηση στους πολίτες ή σκοπιμότητα απαντά:
“Ο ΕΟΔΥ δίνει καθημερινά κάποια επιδημιολογικά – στατιστικά δεδομένα, αλλά είναι ελλιπή και κυρίως ποσοτικά· απουσιάζουν τα ποιοτικά στοιχεία, από τα οποία καταλαβαίνει κάποιος πολλά. Γιατί; Ισως επειδή υπάρχει μια τάση να ελεγχθεί το αφήγημα της διαχείρισης της πανδημίας. Θα μείνω σε αυτό το σχόλιο έχει πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του.
Ο κ. Παππάς θέλοντας να δώσει και να προωθήσει τις ιδέες του στην κυβέρνηση δημιούργησε μια έκθεση και την παρέδωσε. Στη ρομποτική, όπως και σε άλλα επιστημονικά πεδία, η διάθεση είναι να υπάρξει μεγαλύτερη σύνδεση μεταξύ της επιστημονικής έρευνας και του αποτυπώματός της στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
“Αν και γίνεται πολύ καλή έρευνα στη χώρα μας, αυτό δεν μεταφράζεται σε νέες εταιρείες, νέες θέσεις εργασίας ή χρήση ρομπότ από ιδιωτικές εταιρείες ή δημόσιους οργανισμούς. Είναι ανάγκη, λοιπόν, να υπάρξει μια μακροχρόνια εθνική στρατηγική για τη ρομποτική. Η εφαρμογή και η πορεία της πρέπει να αξιολογούνται με βάση όχι μόνο το πόσα προγράμματα διαθέτουν τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, αλλά και τον αντίκτυπο που έχει η έρευνα σε τομείς εθνικών προτεραιοτήτων. Η πρότασή μας περιέχει διάφορους μηχανισμούς υλοποίησης, οι οποίοι έχουν λειτουργήσει εξαιρετικά σε χώρες όπως το Ισραήλ, η Ιταλία και οι ΗΠΑ” αναφέρει ο καθηγητής.
Ο κ.Παππάς εξηγεί το πόσο θα βοηθήσει η άνθηση της ρομποτικής στην Ελλάδα λέγοντας τα εξής: “Η εθνική ασφάλεια είναι ένας χώρος όπου τα εναέρια ρομπότ αποτελούν αδιαμφισβήτητη ανάγκη. Με τον όρο «εθνική ασφάλεια» εννοώ την περιβαλλοντική επιτήρηση, την άμεση δράση σε περίπτωση φωτιάς ή σεισμού, αλλά και την επιτήρηση των συνόρων μας. Πέρα από αυτά, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα σημαντικά γεωγραφικά πλεονεκτήματά μας και να εστιάσουμε σε αγροτικά και θαλάσσια ρομπότ, καθώς και σε ρομπότ που θα χρησιμοποιηθούν στον ανερχόμενο τομέα των logistics. Σε αυτούς τους κλάδους η Ελλάδα μπορεί να πρωτοστατήσει στην έρευνα και στην καινοτομία.”
Το τρίπτυχο της επιτυχίας που ακολουθεί αλλά και συμβουλεύει ο καθηγητής είναι το εξής: “Στα δεκαοκτώ του χρόνια ένας νέος δε μπορεί να αποφασίσει οριστικά και αμετάκλητα το τι θα κάνει στη ζωή του γι αυτό γι αρχή θα πρέπει να λάβει υπόψιν του τρεις παραμέτρους: τι του αρέσει, σε τι είναι καλός και τι θέλει η κοινωνία και η αγορά. Μόνο ένα δεν αρκεί. Η «συνταγή» είναι δύσκολη. Η επαγγελματική μας πορεία είναι ένας δρόμος με πολλά σταυροδρόμια και μπροστά στο καθένα πρέπει να κάνει κανείς αυτές τις ερωτήσεις στον εαυτό του.”
Στην ερώτηση το πως θα “έπειθε” έναν νέο/ νέα να ασχοληθεί με την ρομποτική απαντά: “ Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση έχει ξεκινήσει και βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο. Η ρομποτική είναι μικρόκοσμός της. Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες. Οι ομάδες σε σχολεία και πανεπιστήμια δημιουργούν μια υπέροχη κουλτούρα καινοτομίας σε τεχνολογίες υψηλής γνώσης. Η ρομποτική είναι ιδανικός τρόπος για να μυηθούν οι νέοι και στην καινοτομία και στην επιχειρηματικότητα.” Το βασικό όμως που στηρίζει είναι η αντιμετώπιση των Πανεπιστημίων προς τους νέους που θα πρέπει να διδάσκονται όχι μόνο το πως θα σκεφτούν μια ιδέα αλλά και πως θα την υλοποιήσουν. “From thinkers to fingers” όπως έχει πει ο καθηγητής Γιώργος Παππάς.
Η ρομποτική όμως για πολλούς είναι αχαρτογράφητα νερά για αυτό και ο Έλληνας επιστήμονας εξηγεί: “Ο όρος είναι σε μεγάλο βαθμό παρεξηγημένος. Συνήθως όταν μιλάμε για ρομποτική αναφερόμαστε σε ένα μηχανικό σύστημα –αυτοκίνητο, βραχίονα, drone κ.ο.κ.– με αισθητήρες και μηχανισμούς ελέγχου τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο λειτουργεί αυτόνομα, βλέπει τι συμβαίνει στο περιβάλλον του και παίρνει αποφάσεις. Οι αποφάσεις αφορούν κυρίως την κίνηση. Χρόνο με τον χρόνο τα ρομπότ βλέπουν καλύτερα, στο μέλλον θα μπορούν και να αποφασίζουν καλύτερα. Την τελευταία δεκαετία, τεράστια πρόοδος έχει γίνει και στα αυτοκινούμενα οχήματα. Με αυτήν την τεχνολογία ασχολείται το δικό μου εργαστήριο”.
Στην ερώτηση για το αν θα έβαζε τις κόρες του σε αυτοκινούμενο όχημα απαντά: “Εγώ θα έμπαινα, οι κόρες μου όχι. Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο που έχει σημειωθεί, παραμένει δύσκολο για ένα ρομπότ να σκεφθεί όλους τους πιθανούς συνδυασμούς προβλημάτων τα οποία ενδέχεται να προκύψουν στον δρόμο μιας πόλης. Χάρη στην τεχνολογία μπορούμε να είμαστε 99,9% σίγουροι ότι τίποτα κακό δεν θα συμβεί. Αυτό μας αρκεί για πολλές εφαρμογές, αλλά όχι για ένα αστικό περιβάλλον και για συνθήκες στις οποίες θα υπάρχει ρίσκο για τη ζωή πολιτών. Το υπόλοιπο 0,1%, όσο κι αν φαίνεται ελάχιστο, δεν είναι: απαιτεί πάρα πολλή δουλειά και τεράστιο κόστος, και προβλέπω ότι θα περάσουν τουλάχιστον είκοσι χρόνια μέχρι να επιτευχθεί. Στην ασφάλεια δεν μπορείς να κάνεις εκπτώσεις. Και μέχρι στιγμής τα αυτόνομα αυτοκίνητα δεν είναι τόσο ασφαλή όσο αυτά που οδηγούν άνθρωποι”.
Ο κ. Γιώργος Παππάς απαντά και στο ερώτημα για το τι χρειάζεται η σημερινή Ελλάδα για να εξελιχθει: «Τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι εξαιρετικά στο να μεταφέρουν γνώση στους φοιτητές. Δεν τους δίνουν, όμως, την ικανότητα να δημιουργούν και να παράγουν. Προάγουν την ατομικότητα. Είναι θέμα γενικότερης κουλτούρας. Ο Ελληνας προτιμά να έχει έναν μικρό χώρο δικό του, ακόμη κι αν κλειστεί σε αυτόν για λόγους αριστείας, από το να χτίσει μαζί με άλλους. Αλλά το συλλογικό μάς οδηγεί σε μεγαλύτερες ιδέες. Η ρομποτική προσφέρει αυτό ακριβώς, γιατί χρειάζεται συνεργασίες. Είναι σαν να δημιουργούν οι φοιτητές μικρές startups στη διάρκεια των σπουδών τους. Δείτε την περίπτωση του Ελον Μασκ, που είναι απόφοιτος του πανεπιστημίου μας. Έχει φέρει επανάσταση και με την Tesla και στην αεροδιαστημική. Εκπροσωπεί το ιδεώδες του Αμερικανού καινοτόμου. Η Ελλάδα χρειάζεται τον δικό της Ελον Μασκ· άτομα με μεγάλες ιδέες, φιλοδοξίες και όραμα, που ονειρεύονται να αλλάξουν τον κόσμο. Δεν υπάρχει, όμως, το οικοσύστημα που θα τους “δημιουργήσει”»
Συνέδριο
Το συνέδριο που διοργανώνει ο Έλληνας καθηγητής θα πραγματοποιηθεί τον Μάιο στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, με τη συμμετοχή 5.000 συνέδρων και 200 εταιρειών. Επίσης, ο κ. Παππάς ήταν επικεφαλής της ομάδας επιστημόνων της διασποράς, συνεργατών του νεοσύστατου Ελληνικού Κέντρου Προηγμένων Μελετών (HIAS), που εκπόνησε μελέτη για το πώς θα αναπτυχθεί η ρομποτική στη χώρα μας. Οι προτάσεις τους παραδόθηκαν στον πρωθυπουργό και στο Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας. Η συνάντησή τους έγινε στα τέλη του καλοκαιριού, λίγο πριν ο Γιώργος Παππάς, η σύζυγός του Άννα Παπαφράγκου, καθηγήτρια Γλωσσολογίας επίσης στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, και οι δύο κόρες τους επιστρέψουν στις ΗΠΑ, έπειτα από ένα χρόνο που πέρασαν στη χώρα μας ως ψηφιακοί νομάδες.