Η παγκόσμια ζωγράφος που δημιουργεί “μικρούς παραδείσους”
Η ζωγράφος Μαρία Φιλοπούλου, εκφράζεται μέσω της παραστατικής ζωγραφικής, εμβαθύνει χρησιμοποιώντας ρεαλιστικά χρώματα, ενώ στα έργα της κυριαρχούν έντονα χρώματα αναδεικνύοντας τον δυτικό τρόπο ζωγραφικής. Τα χρώματα, το έντονο φως και ο χώρος, δημιουργούν “μικρούς παραδείσους” όπως τους έχει ονομάσει δίνοντας μια “φωτεινή” πλευρά των πραγμάτων.
Η Μαρία Φιλοπούλου γεννήθηκε το 1964, στην Αθήνα, αποφοίτησε από την Ελληνογαλλική Σχολή “Ουρσουλίνες” και έπειτα σπούδασε ζωγραφική στην école Nationale Supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι, με δάσκαλο τον Leonardo Cremonini κατά την περίοδο 1984-1988. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην ίδια σχολή, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, κατά την περίοδο 1988-9 (λιθογραφία με δάσκαλο τον Abraham Hadad).
Την περίοδο των φοιτητικών έργων της καταπιάνεται με τους κλειστούς χώρους. «Δούλευα στο εργαστήριο σε μια γωνιά με ένα τελάρο μπροστά μου για να έχω μια φωλιά απομονωμένη και κοιτούσα προς μια τζαμαρία, αναζητώντας το φως. Αυτήν τη δουλειά και κάποια άλλα έργα που είχα κάνει την πρώτη χρονιά που γύρισα στην Ελλάδα έδειξα στην πρώτη μου έκθεση το 1990 στην γκαλερί Ωρα του Ασαντούρ Μπαχαριάν ο οποίος με εμπιστεύτηκε. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκα σε ένα εργαστήριο στον σταθμό Λαρίσης, ένα υπέροχο νεοκλασικό με πολύ φως, και εκεί μπήκε πια το χρώμα στη ζωγραφική μου» έχει πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξη της.
Η ζωγραφική προέκυψε ενστικτωδώς στη ζωή της, παρόλο που ζωγράφιζε από μικρή, το ταλέντο της ξεχώρισε στη σχολή της αρχιτεκτονικής. Από ‘κει, τυχαία, την προέτρεψαν να πάει στην Καλών Τεχνών. “Τελικά, μπήκα σε ένα εργαστήρι για την Καλών Τεχνών και δεν ξαναβγήκα ποτέ μου. Μου άρεσε ανέκαθεν να βλέπω το έργο είτε παλαιότερων, είτε πιο σύγχρονων καλλιτεχνών. Εκμεταλλεύτηκα το ότι ζούσα στο Παρίσι και πήγαινα συχνά σε μουσεία. Αυτές τις επισκέψεις, τις θυμάμαι ως έναν επιπλέον δάσκαλό μου έχει πει σε συνέντευξη της.”
Η πρώτη της έκθεση έγινε στην Ελλάδα το 1990, ένα χρόνο αργότερα ξεκίνησε να εκθέτει έργα της στο εξωτερικό με αφετηρία το Παρίσι. Συνέχισε με εκθέσεις στο Λονδίνο στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στο Πεκίνο, στη Μελβούρνη την Κωνσταντινούπολη κ.α. Η Κωνσταντινούπολη αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό για την ζωγράφο αφού εκεί εκτίθενται έργα της απ’ όλες τις περιόδους της πορείας της, με κύριο κομμάτι, τα έργα που δημιούργησε στο Παμουκαλέ, περιοχή που βρίσκεται στα παράλια της Τουρκίας. Ένα τουριστικό μέρος με φυσικά νερά που αγάπησε πολύ, πρόκειται για μια αρχαία πισίνα με κολυμβητές, πικροδάφνες και πολλά αρχαία μέσα στο βυθό.
Στα έργα της διακρίνεται έντονα το στοιχείο του φωτός, ο τρόπος που προβάλλει τα σώματα των κολυμβητών αλλά και την αίσθηση που αφήνει στον θεατή δημιουργεί ένα συναίσθημα χαράς. Η όψη του βυθού είναι άκρως ρεαλιστική, μεταφέροντας το μυαλό απευθείας στον κόσμο της καλλιτέχνιδος.
Η επιστροφή της στην Ελλάδα σηματοδότησε και την επιστροφή της στο χρώμα και το φως. «Στο Παρίσι δεν μπορούσα να ολοκληρώσω τα έργα μου εξαιτίας της έλλειψης φυσικού φωτός. Εδώ βρήκα το πρόσφορο έδαφος γι’ αυτή την εμμονή μου. Αυτό που μου αρέσει στη χώρα μας, είναι το φως! Γι’ αυτό έχω επιλέξει να ζω εδώ, παρά τα προβλήματα. Παρόλα αυτά, κάποιες λεπτομέρειες στους πίνακες μου είναι πιο σκοτεινές, όπως διάφορα σημεία των βυθών. Συνήθως εκεί φωτίζονται περισσότερο οι κολυμβητές» έχει πει σε συνέντευξή της.
Έργα της βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, στη Βουλή των Ελλήνων, στην Τράπεζα Ελλάδας, στη συλλογή του Μουσείου Γουλανδρή, στο Μουσείο Φρυσίρα, στη Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, στη Συλλογή Φέλιου, στη Συλλογή Αντώνη & Άζιας Χατζηιωάννου και σε άλλες συλλογές και μουσεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Έχει κάνει 20 ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στην Κωνσταντινούπολη, αναδρομική έκθεση 1989-2009 στα Ερμουπόλεια, στην Πινακοθήκη Κυκλάδων στη Σύρο το 2009, και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στην Κωνσταντινούπολη, στο Βερολίνο, στη Ρώμη, στη Βενετία, στη Μελβούρνη, στο Μαϊάμι, στο Πεκίνο κ.α.
Στο έργο της κυριαρχούν οι άξονες του φωτός, του χρώματος και του χώρου και εξομολογείται ότι η ζωγραφική τής προσφέρει τη δυνατότητα να δημιουργεί «προσωπικούς παραδείσους» Η Μαρία Φιλοπούλου μέσω της τέχνης της δίνει ανάσα μέσα στη σκληρή καθημερινότητα, επικεντρώνεται στην κίνηση των σωμάτων, δημιουργώντας ένα αίσθημα απελευθέρωσης και πληρότητας. Η λιακάδα του μυαλού της φτιάχνει “αντίδοτα” χρησιμοποιώντας τη φύση και τα θαύματα της.
Αναλύει τη δημιουργική διαδικασία που ακολούθησε το έργο της από την παρατήρηση εκ του φυσικού στο ύπαιθρο, μέχρι την αναγκαιότητα της φωτογραφίας, της μνήμης και του μοντέλου μέσα στο εργαστήριο. Εξηγεί πώς έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη δημιουργία μεγάλων έργων με θέματα από τη φύση, που αποτελεί για εκείνη ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Εκφράζοντας την πεποίθησή της ότι η Συλλογή Σωτήρη Φέλιου στηρίζει την παραστατική ζωγραφική, σχολιάζει το έργο της Ροή αναλύοντας τις σχέσεις νερού, βράχου, ροής, ανθρώπινου σώματος και φωτός, βασικά πεδία ενδιαφέροντος για τη ζωγραφική της.