Προέβλεψε την ύπαρξη του τέταρτου κουάρκ
Σημαντικοί Έλληνες

Προέβλεψε την ύπαρξη του τέταρτου κουάρκ

«Περισσότερο ασχολούμαι με τη Φυσική του πολύ μικρού, με τα στοιχειώδη σωμάτια, όχι με την κοσμολογία του μεγάλου. Με ενδιαφέρουν οι πρώτες στιγμές του Σύμπαντος. Η μόνη πειραματική ένδειξη που έχουμε από την κοσμολογία είναι ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν στο Σύμπαν, τα πρώτα κλάσματα δευτερολέπτου μετά τη «μεγάλη έκρηξη» είναι ακριβώς οι συνθήκες που δημιουργούμε σήμερα στους μεγάλους επιταχυντές που υπάρχουν στη Γενεύη».

Με αυτά τα λόγια περιγράφει σε παλαιότερη συνέντευξή του ο σπουδαίος καθηγητής Θεωρητικής Φυσικής Ιωάννης Ηλιόπουλος, το πάθος που τον οδήγησε στη μελέτη του σύμπαντος με τόση λεπτομέρεια. Το ίδιο αυτό πάθος σε συνδυασμό με τη σκληρή δουλειά τον οδήγησε στο να αποκτήσει μια λαμπρή καριέρα στη Θεωρητική Φυσική σε παγκόσμιο επίπεδο, με αποκορύφωμα την τεράστια συμβολή του στην έρευνα που σχετίζεται με τον αριθμό και τις ιδιότητες των σωματιδίων «κουάρκ» (βασικός τύπος στοιχειωδών σωματιδίων της ύλης).

Τη δεκαετία του 1960 οι επιστήμονες πίστευαν ότι στον κόσμο υπήρχαν τρία είδη κουάρκ. Το 1969, ο Ηλιόπουλος, σε συνεργασία με τους S. L. Glashow και L. Maiani, προέβλεψαν θεωρητικά την ύπαρξη ενός τετάρτου είδους, (σήμερα ξέρουμε πως τελικά υπάρχουν έξι). Δυο χρόνια αργότερα, από κοινού με τους Cl. Bouchiat και Ph. Meyer, απέδειξε ότι μια θεωρία με τέσσερα (η έξι) κουάρκ είναι μαθηματικά συνεπής. Το 1974 η πρόβλεψη αυτή επιβεβαιώθηκε, όταν και ανακαλύφθηκε ένα άθροισμα σωματιδίων στην σύσταση των οποίων υπεισέρχεται το καινούριο κουάρκ. Ο δρόμος για μια ενοποιημένη θεωρία που θα περιέγραφε τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε στοιχειώδη σωματίδια είχε ανοίξει.

Ο Ιωάννης Ηλιόπουλος γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου 1940 στην Καλαμάτα. Έλαβε δίπλωμα Μηχανολόγου-Ηλεκτρολόγου από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Ε.Μ.Π.) το 1962, και συνέχισε τις σπουδές του στο Τμήμα Θεωρητικής Φυσικής του Πανεπιστημίου του Παρισιού, όπου το 1963 έλαβε το D.E.A., το 1965 το Doctorat 3e Cycle, και το 1968 το Doctorat d’État. Διετέλεσε Επιμελητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού από το 1964 ως το 1966, ενώ για τα δύο επόμενα χρόνια υπήρξε υπότροφος στο CERN στη Γενεύη. Τη διετία 1969-71 ήταν Research Associate στο Πανεπιστήμιο του Harvard, ενώ από το 1971 εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών της Γαλλίας (CNRS) αρχικά ως ερευνητής και από το 1978 ως Διευθυντής Ερευνών στο εργαστήριο Θεωρητικής Φυσικής της École Normale Supérieure στο Παρίσι, όπου διατέλεσε και Διευθυντής κατά τα έτη 1991-1995 και 1998-2002. Από το 2006 φέρει -στην ίδια σχολή- τον τίτλο του Επίτιμου Καθηγητή.

Θα ήταν άδικο να μη γίνει -έστω και απλή- αναφορά στις επιστημονικές του διακρίσεις, που κάθε επιστήμονας του επιπέδου του θα έβρισκε αξιοθαύμαστες.

– Βραβείο Paul Langevin, Société Française de Physique (1978)

– Μεγάλο βραβείο Ricard, Société Française de Physique (1984)

– Βραβείο J.J. Sakurai, American Physical Society (1986)

– Αριστείο Μποδοσάκη (2002)

– Μετάλλιο Matteucci, Accademia Nazionale delle Scienze (2006)

– Μετάλλιο Dirac, ICTP (2007)

– Βραβείο του Τομέα Φυσικής Υψηλών Ενεργειών, European Physical Society (2011)

– Μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών

– Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

– Επίτιμος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης (1999), Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (2002), Πανεπιστημίου Αθηνών (2002) και Πανεπιστημίου Πατρών (2004).

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ