Ο κοσμηματοποιός που επιλέγουν οι σταρς
Έργα Ελλήνων

Ο κοσμηματοποιός που επιλέγουν οι σταρς

Ο Νίκος Κούλης είναι Έλληνας σχεδιαστής κοσμημάτων με παγκόσμια αναγνώριση και επιτυχία, καθώς οι υψηλής αισθητικής, πολύτιμες δημιουργίες του κοσμούν κορυφαίους τίτλους μόδας διεθνώς, ενώ έχουν κατακτήσει και το κόκκινο χαλί, με διασημότητες, όπως η Michelle Obama, η Oprah Winfrey, η Jennifer Lopez και η Scarlett Johansson, να τις επιλέγουν στις επίσημες εμφανίσεις τους.

Γεννήθηκε στην Αθήνα σε οικογένεια κοσμηματοπωλών και παρ’ όλο που από μικρός χειροτεχνούσε, αρχικά, πραγματοποίησε κλασικές σπουδές στη Λογοτεχνία. Όταν πήρε, όμως, το πτυχίο του, αποφάσισε να αφεθεί σε αυτό που του άρεσε πραγματικά και σπούδασε Γεμολογία και Γλυπτογραφία στο Gemological Institute of America.

 

 

Εργάστηκε σε πολλά εργαστήρια στην Ιταλία για να εξειδικευτεί στο κόψιμο και το δέσιμο των πετρών και, το 2006, δημιούργησε το brand Nikos Koulis Jewels στην Αθήνα, παρουσιάζοντας την περίτεχνη τεχνική του μαζί με τις βαθιές του γνώσεις στην ποιότητα κατασκευής κοσμημάτων και αναδεικνύοντας το προσωπικό αισθητικό αποτύπωμα και ήθος του στην κοσμηματοποιία.

«Από τα πρώτα κιόλας κομμάτια με ενδιέφεραν δύο άξονες» εξηγει ο Έλληνας δημιουργός, «η ποιότητα των πετρών και η εφαρμογή του κοσμήματος πάνω στο σώμα. Δεν αρκεί το ωραίο ντιζάιν ούτε το μάρκετινγκ. Όσο δυνατή και να είναι μια προώθηση, δεν μπορεί να πείσει τον πελάτη, όπως το κάνει ένα κόσμημα από μόνο του όταν κάποιος το φοράει και το νιώθει πάνω του. Η ποιότητα κατασκευής ενός αντικειμένου είναι αυτή που ορίζει τη διαχρονικότητά του. Αυτό είναι το κριτήριο-κοινός παρονομαστής για την απήχηση του brand στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αυτό που εγγυάται την αξία και τη διάρκειά του».

 

 

Το πρώτο του κατάστημα άνοιξε στη Μύκονο το 2014, σε ένα επιλεγµένο σηµείο πώλησης που έδωσε στο brand διεθνές πελατολόγιο, ενώ ακολούθησαν οι εκθέσεις fine jewelry που άνοιξαν σηµεία πώλησης στο εξωτερικό. Λίγους μήνες αργότερα, άνοιξε και το κατάστημα στην Αθήνα, με την «ήρεμη» μπουτίκ του, που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με το Stage Design Office των Σταύρου Παπαγιάννη και Γιώργου Κυριαζή, να στέκει διακριτική αλλά και δυναμικά επικοινωνιακή στην πλατεία Κολωνακίου.

«Είχα µια αντίστροφη πορεία: Πρώτα χτίστηκαν το brand awareness και τα σηµεία πώλησης στο εξωτερικό και µετά στην Ελλάδα. Άρα, ήµασταν θωρακισµένοι απέναντι στο ξέσπασµα της ελληνικής κρίσης, γιατί εστιάσαµε στη διεθνή αγορά. Επίσης, τα πρώτα σηµεία µας ήταν στην Ευρώπη και όχι στην Αµερική, η οποία τότε είχε ήδη πληγεί από την κρίση του 2008» σχολιάζει ο ίδιος.

 

 

Σημείο αναφοράς του είναι η γυναίκα που αγαπάει το κόσμημα, το φοράει με σεβασμό και δεν το αντιμετωπίζει ως εφήμερο αξεσουάρ. Χαίρεται πολύ όταν το κόσμημα είναι ο πρωταγωνιστής και όχι το ρούχο και βρίσκει τις γυναίκες που το τολμούν αιρετικές και τον ιντριγκάρουν οι επιλογές τους.

Ο Νίκος Κούλης δημιουργεί κοσμήματα με γεωμετρικές φόρμες, αρχιτεκτονική λογική με καθαρότητα, ενώ όσο κι αν τα κοσμήματα είναι φαντασιακά, παιχνιδιάρικα με την έννοια των χρωμάτων και των πετρών, ο ίδιος παραμένει ξερός κι αυστηρός, όπως παραδέχεται. «Κι αν δεις την δουλειά μου αθροιστικά, κοινός παρανομαστής όλων είναι η τεχνική, το κόψιμο και το φινίρισμα. Εγώ, πρώτα από όλα είμαι κοσμηματοποιός».

 

 

Οι βασικές του αρχές είναι η αρχιτεκτονική και η ιστορία: κάθε βόλτα στην πόλη, κάθε φιλμ, έργο τέχνης ή εικόνα εγγράφεται στο μυαλό του και μεταφράζεται δημιουργικά σε ένα στοιχείο ή φόρμα κοσμήματος. Δεν υπάρχει σαφής έμπνευση, αλλά τον καθορίζουν η σταθερή επιρροή της Art Deco, «ο διάλογος με το παρελθόν και η αντίσταση στην αδυσώπητη επέλαση της τεχνολογίας με τις «ευκολίες» της, που «σβήνουν» την παράδοση κι ευτελίζουν τις χειροποίητες τεχνικές».

Ακόμα, η ελληνική ρίζα ταξιδεύει μέσα από συλλογές όπως η «Spectrum», όπου τα κοσμήματα μεταφράζουν το μεσογειακό φως που περνάει μέσα από μια πέργκολα, αλλά και η συμβολική «Medusa» που εστιάζει στο φιδίσιο μοτίβο.

 

 

Βαδίζοντας σταθερά ανάμεσα στην υψηλή κοσμηματοποιία και την κατηγορία του fine jewelry, ο σχεδιαστής μοιράζει τη δουλειά του ανάμεσα σε κομμάτια «ατελιέ» και σε συλλογές, όπως η νυφική «Oui» και η «Lingerie». Η πρώτη, για παράδειγμα, βασισμένη στην αγαπημένη του Αρ Ντεκό, είχε ως εφαλτήριο ένα μοναδικό κολιέ εμπνευσμένο από το κτίριο Empire State της Νέας Υόρκης, ενώ, στη δεύτερη, μαργαριτάρια και διαμάντια έρχονται μαζί σαν κεντημένη δαντέλα.

Είναι λεπτολόγος και αυτό εκτιμάται από τους συλλέκτες κοσμημάτων ανά τον κόσμο. Όταν έχει δημιουργήσει στο μυαλό του ένα κόσμημα, θα περιμένει να βρει όλα τα απαραίτητα υλικά για να καταφέρει να δημιουργήσει αυτό που έχει φανταστεί χωρίς να κάνει εκπτώσεις. Για παράδειγμα, υπήρξε φορά που προσπαθούσε 6 μήνες να βρει 20 πολύτιμες πέτρες για ένα περιδέραιο. Οι συλλέκτες, κατά μία έννοια, επενδύουν στο πρόσωπό του αφού τους ενδιαφέρουν οι νέοι δημιουργοί που πιστεύουν ότι θα εδραιωθούν στον χώρο.

 

 

Αυτή είναι και μια συνταγή που παραμένει αναλλοίωτη, το αδιάκοπο «κυνήγι» της πέτρας, το οποίο σύμφωνα με τον σχεδιαστή έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια και μια πιο ηθική διάσταση. «Σήμερα ελέγχω από πού θα πάρω τα διαμάντια, ποια είναι η πηγή τους», λέει ο ίδιος, εξηγώντας ότι απέκτησε το «μικρόβιο» μέσα από τη συνεργασία του με τον οίκο Gemfields, έναν «υπεύθυνο» προμηθευτή σμαραγδιών και ρουμπινιών, του οποίου έγινε πρεσβευτής πριν από δύο χρόνια.

Αναρίθμητες διεθνεις σταρ, όπως η Scarlett Johansson, η Meghan Markle, Gwyneth Paltrow, η Nicole Kidman, η Jennifer Lopez, η Rihanna, η Jennifer Lawrence, η Oprah Winfrey, η Reese Witherspoon, φορούν τα ανεκτίμητα κοσμήματα που δημιουργεί ο Έλληνας κοσμηματοποιός.

 

 

«Οι στυλίστες γνωρίζουν το brand και το προτείνουν στις stars που εκπροσωπούν, οπότε το να τα φορέσουν αποτελεί προσωπική επιλογή τους. Το κόκκινο χαλί είναι μια βιομηχανία από μόνο του με πολύ ακριβές συμφωνίες πίσω από τις εμφανίσεις, ενώ η δική μου προσέγγιση είναι αποστασιοποιημένη. Μόνο χαίρομαι όταν τα φορούν ή τα αγοράζουν, αλλά δεν αποτελεί αυτοσκοπό προβολής για το brand» έχει σημειώσει ο σχεδιαστής.

Επίσης, οι δημιουργίες του έχουν κοσμήσει ξανά και ξανά κορυφαία περιοδικά όπως η Vogue, το Elle, το Marie Claire, το Bazaar, το InStyle, το Cosmopolitan, το Town & Country κ.ά.

 

 

Έχει κατακτήσει την υψηλότερη διάκριση στον κορυφαίο διεθνή θεσμό Couture Design Awards, τρεις φορές. Το 2015, βγήκε νικητής στην κατηγορία Bridal ενώ, το 2016 και 2018, στην κατηγορία Haute Couture, εντυπωσιάζοντας με την πρωτοποριακή του προσέγγιση. Το 2017, κέρδισε το βραβείο του «International Jewellery Designer Brand Award» στην ιστορική έκθεση κοσμηματοποιίας VicenzaOro στην Ιταλία.

Το 2018, ήταν υποψήφιος στον κορυφαίο αμερικάνικο θεσμό βραβείων GEM Awards 2018, που διοργανώνουν οι Jewelers of America, στην κατηγορία Jewelry Design, ενώ κέρδισε το «Town & Country Jewelry Award 2018» για τη συλλογή Lingerie στην κατηγορία «Pearls of the Year». Υπήρξε φιναλίστ στο Βραβείο Κοσμήματος Town & Country 2019 στην κατηγορία «Diamonds of the Year» και τον Ιανουάριο του 2020 κέρδισε το βραβείο «GEM Award for Jewelry Design».

 

 

Όταν ερωτάται για μια στιγμή στην καριέρα του που ένιωσε πραγματικά περήφανος, απαντά πως οι βραβεύσεις ή οι δημόσιες εμφανίσεις ξεχωριστών γυναικών τροφοδοτούν τη ματαιόδοξη πλευρά ενός δημιουργού, όμως, πιο περήφανος νιώθει όταν ένα τελειωμένο κομμάτι ξεπερνά την προσδοκία που είχε γι’ αυτό κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού ή της παραγωγής του. Αυτό το αίσθημα είναι το «γκάζι» του ως κοσμηματοποιός.

Άλλωστε και ο ίδιος έχει εξομολογηθεί την αγάπη του για τη δουλειά του. Πιο πολύ απολαμβάνει τη διαδικασία, από το χαρτί στην υλοποίηση, «Έχω τέτοια ανυπομονησία και χαρά να δω κάτι τελειωμένο. Γι’ αυτό και πιέζω τους συνεργάτες μου και πολλές φορές γίνομαι φορτικός. Και, μόλις το δω, το μυαλό μου ήδη τρέχει στο επόμενο».

 

 

Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εκτελείται στην Ελλάδα, ενώ δραστηριοποιείται και στην Μπανγκόκ και στην Ιταλία. Τα κοσμήματα διοχετεύονται σε διεθνή σημεία πώλησης, όπως το Bergdorf Goodman της Νέας Υόρκης, όπου δύο φορές τον χρόνο ο Έλληνας κοσμηματοποιός παρουσιάζει τη δουλειά του σε μορφή trunk show, αλλά και σε καταστήματα στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Μόσχα, στην Κωνσταντινούπολη, στο Αλμάτι, το Saks στο Μαϊάμι και στο Κονέκτικατ, το Neiman Marcus στο Λος Άντζελες, στο Τέξας και στη Βοστώνη και στο Ντουμπάι, μεταξύ πολλών άλλων. Συνολικά, το brand του έχει φτάσει σε 29 πόλεις και πωλείται από πολύ γνωστά καταστήματα ή μπουτίκ.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ