Η πολύχρωμη “φωνή” του δρόμου
Έργα Ελλήνων

Η πολύχρωμη “φωνή” του δρόμου

Ο street artist b. εργάζεται σε ένα ευρύ φάσμα έργων από τη ζωγραφική έως τις αστικές εγκαταστάσεις και τη γλυπτική, ενώ ταυτόχρονα ταξιδεύει και ζωγραφίζει τοίχους σε πόλεις σε όλο τον κόσμο. Οι πολύχρωμες εικόνες που δημιουργεί ξεχωρίζουν για τη μοναδική τους τεχνοτροπία.

Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 13η Μπιενάλε της Αρχιτεκτονικής στη Βενετία, έχει εκθέσει έργα στο Μουσείο Μπενάκη, στο ΔΕΣΤΕ και στην Art Athina, ενώ έχει κάνει τοιχογραφίες, έργα και εκθέσεις στο Μαϊάμι, τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Πεκίνο, το Τόκιο, την Οσάκα, το Ντουμπάι, το Ρίο Ντε Τζανέιρο, το Πράσινο Ακρωτήριο και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.

 

 

Γεννήθηκε το 1982 και μεγάλωσε στην Κυψέλη, με γονείς που δεν είχαν σχέση με την τέχνη. Η πρώτη του πραγματική γνωριμία με το γκράφιτι ήταν όταν ένας φίλος του σχεδίασε το σήμα των Cypress Hill σε μια μπασκέτα. Ακόμα κι αν δεν το είχε ζωγραφίσει ο ίδιος, ένιωσε ενθουσιασμό και ανυπομονησία να μάθει περισσότερα.

Το 1996, σε ηλικία 13 ετών, σχημάτισε το πρώτο του crew με το μεγαλύτερο μέλος του γκρουπ να είναι 15. Ήταν πάντα καλός μαθητής και στις Πανελλαδικές εξετάσεις μπήκε στην Αρχιτεκτονική Βόλου -χωρίς να έχει κάνει μαθήματα σχεδίου- παρόλου που οι καθηγητές έτειναν να τον αδικούν επειδή έβλεπαν, όπως έχει πει και ο ίδιος, πως βαριόταν -μάλιστα, ο μαθηματικός του του ζήτησε συγγνώμη όταν ο καλλιτέχνης έγραψε 19.9 στα μαθηματικά.

Στον Βόλο, στην Αρχιτεκτονική, το crew και οι «δρόμοι» αντικαταστάθηκαν από τους συμφοιτητές, τη σχολή και τα ενδιαφέροντά του άλλαξαν και περιλάμβαναν την τέχνη και τη μουσική. Οι καθηγητές του (Ψυχούλης, Τζιρτζιλάκης, Αντωνάς), οι οποίοι τον επηρέασαν ιδιαίτερα στον τρόπο σκέψης, αναγνώρισαν στον b. το «μικρόβιο του γκραφιτά» και τον βοήθησαν να το εξελίξει.

 

 

Η δική τους επιρροή σε συνδυασμό με τον Banksy, που είχε εμφανιστεί εκείνον τον καιρό και «άλλαξε τα πάντα στον χώρο», σύμφωνα με τον street artist, τον έκαναν να μη θέλει να κάνει απλά γκράφιτι αλλά κάτι πιο καλλιτεχνικό. «Έτσι, προσπάθησα να φτιάξω κάτι δικό μου, πιο art».

Με τα χρόνια στους δρόμους, ήξερε πώς να κινηθεί μέσα στην πόλη, έτσι που όταν τους δίνονταν πρότζεκτς και η ελευθερία να κάνουν πράγματα στη σχολή, είχε ανοιχτούς ορίζοντες και ήξερε τι να κάνει. Συνδύαζε τη λογική του γκράφιτι, εκείνη της αρχιτεκτονικής και της τέχνης και χρησιμοποιούσε το κράμα τους για να εκφραστεί καλλιτεχνικά.

«Η Αρχιτεκτονική με έχει βοηθήσει πολύ ως καλλιτέχνη. Δεν ενθουσιάζομαι τόσο με το χρώμα και την πινελιά όσο με το βάθος στα σχέδια. Δεν βρίσκω διαφορά στο να σχεδιάσω έναν φανταστικό κόσμο στον τοίχο από το να δουλέψω ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ακόμα και στις προσωπικές μου εκθέσεις, η αρχιτεκτονική με έχει βοηθήσει σημαντικά στις κατασκευές μου» ανέφερε σε συνέντευξη του.

 

 

Το 2001, στο πρώτο έτος της σχολής, γνώρισε στην Αθήνα τη Zoe, μια θρυλική για τον b. street artist, και την ακολούθησε στο Βερολίνο, όπου σπούδαζε. Ο καλλιτέχνης έμεινε εκεί για έναν μήνα. «Γινόταν χαμός κι έβλεπες τα πάντα στον δρόμο, ακόμα και Banksy, ήταν πολύ hot φάση το Βερολίνο εκείνη την εποχή. Ήταν τρελό το vibe». Πήγε τρία χρόνια στη σειρά, από έναν μήνα κάθε φορά, και τότε ήταν που έκανε τα πρώτα του έργα στο εξωτερικό.

Το 2010, άρχισε ο συνειδητός προσανατολισμός του προς το εξωτερικό, καθώς αποφάσισε να κυνηγήσει την τύχη του, όπως λέει, και να ταξιδέψει όσο μπορούσε. Ζωγράφισε στην Ιαπωνία, τη Βραζιλία, στην Οσάκα, στο τέλος του 2010, ένα μεγάλο πρότζεκτ με φουσκωτά, και, το 2011, το Wynwood Walls στο Μαϊάμι, ένα μεγάλο πρότζεκτ που το είχε ξεκινήσει ο Tony Goldman πριν από κάποια χρόνια.

Το Wynwood Walls, από γκέτο με συμμορίες, κατέληξε να είναι ένας περιφραγμένος χώρος με τοίχους, που στο εσωτερικό του έχει εστιατόριο και γκαλερί με πάνω από 500 τεράστια murals από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του κόσμου που εργάζονται στο είδος graffiti και street art. Το 2011, ενώ ο Έλληνας street artist είχε ξεκινήσει να συνεργάζεται με την Opera Gallery της Νέας Υόρκης, έλαβε τη δική του πρόσκληση για να σχεδιάσει στο Wynwood Walls.

 

 

Την επόμενη χρονιά, το 2012, έκανε την πρόσοψη στο ελληνικό περίπτερο στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία και, το 2013, παρευρέθηκε στο Ντιτρόιτ για ένα πρότζεκτ, όπου η Library Street Collective συνεργάστηκε με ένα άδειο κτίριο της πόλης και σε κάθε όροφο street artists δημιούργησαν murals στους τοίχους. Το 2015, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη, ένα ορόσημο για εκείνον και ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα.

Το 2018, η συνεργασία του με την Allοuche Gallery της Νέας Υόρκης, η οποία ήταν αρκετά πιο πολιτικοποιημένη, δημιούργησε την έκθεση με τίτλο «Space Occupied Space» και αρχικά SOS, μια κλήση στον κόσμο για το τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο. Αποτελούνταν από μια σειρά από έργα με ράφια σούπερ-μάρκετ, τα οποία, αντί για τιμές, είχαν στατιστικά στοιχεία που αφορούσαν την παγκόσμια φτώχεια, την κλιματική αλλαγή, την ελευθερία του λόγου.

 

 

«Ήταν στην ουσία ένα concept που δουλεύω κι έχει σχέση με την κατάληψη του χώρου. Δηλαδή, καταλαμβάνω συμβολικά τον χώρο των ραφιών του σούπερ-μάρκετ και, αντί για τιμές, βάζω στατιστικά δεδομένα από παγκόσμιους οργανισμούς, τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, στοιχεία που είναι πραγματικά, από έρευνες: «το 50% του πληθυσμού της γης ζει με λιγότερα από 2,5 δολάρια τη μέρα», «το 1% του πληθυσμού της Γης κατέχει τον μισό πλούτο της Γης», «το 98% του πληθυσμού της Αιθιοπίας δεν έχει πρόσβαση στο Ίντερνετ», «με 60 δισεκατομμύρια δολάρια μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της ακραίας φτώχειας, ενώ μπορεί να σπαταλούνται 30 δισεκατομμύρια για αρώματα ή για παγωτό μόνο στην Ευρώπη και στην Αμερική. Αυτά τα δεδομένα μπορεί να δημιουργήσουν μια εικόνα για τον κόσμο σήμερα» εξήγησε ο ίδιος σε συνέντευξή του.

Έχοντας οξύτατη κριτική ματιά, η βασική πηγή έμπνευσης του b. είναι η τηλεόραση και οι διαφημίσεις. Η υπερκατανάλωση και η χειραγώγηση του κόσμου μέσα από την τηλεόραση τον ωθεί, όπως λέει, στο να σχολιάσει εύστοχα και με μια μικρή δόση ειρωνείας επίκαιρα θέματα και να παρουσιάσει αυτή την όψη της καθημερινότητάς. «Η αγανάκτηση του κόσμου και το διαμορφωμένο πολιτικό σκηνικό, με ωθεί στο να προβληματίζομαι και να αφουγκράζομαι τον παλμό της κοινωνίας».

 

 

Οι ήρωες στις τοιχογραφίες του b. είναι κυρίως σουρεαλιστικοί και μέσα από μια εναλλακτική πραγματικότητα, που βρίσκει εύφορο έδαφος και εντυπωσιάζει ακόμα και στον πυρήνα της καθημερινότητας, την πόλη, προσπαθεί να δώσει ένα ερέθισμα σε εκείνους που έρχονται αντιμέτωποι με το μουντό αστικό τοπίο.

Η ιδέα του κιτρινόμαυρου σήματος κατατεθέν των τοιχογραφιών του προήλθε από την πολιτική των πολυεθνικών εταιρειών. Με το κίτρινο και το μαύρο, αναλύει, η δουλειά του αποκτά ταυτότητα και μπορεί εύκολα να είναι αναγνωρίσιμη στην πόλη ανάμεσα σε χιλιάδες graffiti και με τα λογότυπα των πολυεθνικών να κυριαρχούν. Ιδιαίτερα, το έντονο χρώμα του κίτρινου προσελκύει την προσοχή των περαστικών και πλέον τα σχέδιά του αναγνωρίζονται αυτόματα οπουδήποτε και αν αποτυπωθούν.

Η δουλειά του είναι μέρος της πόλης και με το να δημιουργεί στον δρόμο αισθάνεται ότι «δημιουργεί» ζωή στους τοίχους της. «Οι γκαλερί στην Ελλάδα δεν εμπεριέχονται στην καθημερινότητα του κόσμου, ενώ το street art εισχωρεί στη ζωή των πολιτών και παρότι δεν αναζητά κανείς να το δει, εκφράζει και συμπληρώνει τη σκέψη των ανθρώπων σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, στις γκαλερί δίνεται η δυνατότητα να εκτεθούν σχέδια, τα οποία στον δρόμο δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστούν. Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η τέχνη των street artists έχει τραβήξει την προσοχή των γκαλερί πια».

 

 

Όταν ερωτάται για το αν έχει φοβηθεί ποτέ σε κάποιο ταξίδι του τόσο που δε θα το έκανε ξανά, λέει πως υπήρξαν πολλές φορές που φοβήθηκε, ειδικά σε μέρη όπως οι φαβέλες στο Ριο, όπου έβλεπε παιδιά με καλάσνικοφ και ναρκωτικά στα χέρια, ή στο Τόκιο σε περιοχές που ελέγχονται από τη yakuza. Αλλά και στην Αθήνα υπήρχαν στιγμές που φοβήθηκε. «Κάποια πράγματα ίσως αυτή τη στιγμή που το σκέφτομαι να μην τα ξαναέκανα αλλά όταν το ζεις εκείνη τη στιγμή είναι διαφορετικά ίσως δε συνειδητοποιείς τον κίνδυνο που υπάρχει».

Το street art το έχει μέσα του, όπως λέει, αλλά δουλεύει περισσότερο στο στούντιο πλέον. Η οικονομική κρίση τον έχει επηρεάσει αισθητά, καθώς είχε όνειρα να εργαστεί ως αρχιτέκτονας σε σταθερή βάση, αλλά «δυστυχώς στην Ελλάδα είναι στάσιμα τα πράγματα». Ακόμα και σαν artist προσπαθεί να δουλεύει περισσότερο στο εξωτερικό.

Δύναμη, στην παρούσα φάση της ζωής του, του δίνει η κόρη του, μιας και όταν παίζει μαζί της ξεχνιέται και νιώθει κι εκείνος και πάλι παιδί. Εκείνες οι στιγμές τον βοηθούν να «ζει στο τώρα». «Όσο παίζω μαζί της, δε σκέφτομαι τίποτα. Η κόρη μου με άλλαξε πάρα πολύ. Δε σκέφτομαι πια τόσο για την πάρτη μου, είναι άλλη η προτεραιότητα. Και η γυναίκα μου και το παιδί μου μού δίνουν χαρά».

 

 

Στην ερώτηση για το κατά πόσο αλλάζουν οι εικόνες που παράγει ένας εικαστικός όταν έχει οικογένεια και πόσο και με ποιο τρόπο τον έχει επηρεάσει ο ερχομός της κόρης του, απαντά πως νιώθει πάντα πως ένας καλλιτέχνης πρέπει να ακολουθεί τις εμμονές του αλλά και τα βιώματά του για να παράγει το έργο του, χωρίς να υπολογίζει και υπεραναλύει τα πράγματα. «Το γεγονός ότι έχω οικογένεια και έχω γίνει πατέρας με επηρέασε στο να είμαι πιο ευαίσθητος σαν άνθρωπος και να επαναπροσδιορίσω βασικά πράγματα στη ζωή αλλά και στη δουλειά μου».

Στη ζωή του, ακολουθεί το ρητό που του λέει πάντα ο πατέρας του, «Να είσαι αξιοπρεπής, να μη είσαι λαμόγιο, να λες αυτό που εννοείς, να έχεις μια αξιοπρέπεια, όπως την είχαν παλιά». «Ο παππούς μου και ο προπάππους μου μπορεί να μην είχαν λεφτά, να μην είχαν στην ουσία να φάνε, αλλά ήταν αξιοπρεπείς. Το σκέφτομαι συχνά τελευταία και λέω στον εαυτό μου «αυτό να το κρατάς στο μυαλό σου».

Στο μέλλον, ο street artist b., γενικότερα, θέλει να συνεχίσει να ταξιδεύει και να ζωγραφίζει σε διάφορα μέρη του κόσμου, να εξελίσσεται σαν καλλιτέχνης και να κάνει αυτό που αγαπά. Ειδικότερα, στα επόμενα σχέδιά του είναι η έκδοση ενός βιβλίου με διάφορα ταξίδια του στο εξωτερικό, όπου θα παρουσιάζονται μικρές ιστορίες από graffiti.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ