O κορυφαίος Έλληνας βαρύτονος της εποχής μας
Έργα Ελλήνων

O κορυφαίος Έλληνας βαρύτονος της εποχής μας

Ο Δημήτρης Πλατανιάς είναι ένας από τους αξιότερους και πιο καταξιωμένους βαρύτονους της εποχής μας, με κορυφαίες συνεργασίες με σπουδαίους μαέστρους, σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές. Διαπρέπει κυρίως σε ρόλους του Βέρντι και του Ιταλού Βερίσιμο στα σπουδαία θέατρα του εξωτερικού, όπως η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου και η Κρατική Όπερα του Μονάχου, καθώς και σε διεθνούς φήμης φεστιβάλ, όπως εκείνα του Σάλτσμπουργκ και του Μπρέγκεντζ.

Γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1970 και μεγάλωσε στην Καλαμάτα, την οποία αγαπά βαθιά. Ασχολούνταν με τη μουσική από παιδί στο γενικότερο πλαίσιο της μαθητικής εκπαίδευσης που περιελάμβανε τη γνώση ενός μουσικού οργάνου και μιας ξένης γλώσσας. Έλαβε πτυχίο κιθάρας και δίπλωμα μονωδίας στο Δημοτικό Ωδείο Καλαμάτας και πήρε πτυχίο Αγγλικής Φιλολογίας μετά από δέκα χρόνια, μιας και τα ενδιαφέροντά του ήταν διαφορετικά και είχε ήδη ξεκινήσει να κάνει τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι.

 

 

Η πρώτη του δουλειά ήταν ως δάσκαλος κιθάρας, με την οποία και συνειδητοποίησε ότι η εργασία με τα παιδιά δεν ήταν αυτό που του ταίριαζε, ενώ το τραγούδι τον έσωσε από μία ζωή στην οποία δε θα ήταν πραγματικά ευτυχισμένος.

Η φωνή του, όπως έχει πει ο ίδιος, μάλλον είναι κληρονομιά από τους γονείς του, οι οποίοι αν και εκπαιδευτικοί στο επάγγελμα, υπήρξαν ερασιτέχνες χορωδοί και πασίγνωστοι στις ταβέρνες της Καλαμάτας για τα αυτοσχέδια γλέντια που έστηναν από το τίποτα. Ακόμα μία επιρρόη ήταν το γεγονός πως ο πατέρας του άκουγε πολύ λυρική μουσική στο σπίτι, οδηγώντας στο «Τουραντό» του Πουτσίνι να είναι ο πρώτος δίσκος που αγόρασε ποτέ ο νέος Δημήτρης Πλατανιάς.

 

 

&nbspΛίγο αργότερα από την πρώτη όπερα που είδε στη ζωή του, στη Λυρική, στο Ηρώδειο, το καλοκαίρι του 1996, αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο τραγούδι, χωρίς να το μοιραστεί με κανέναν άλλο από τη δασκάλα του, Μαρία Μαρκέτου. Της ζήτησε να τον ακούσει κι εκείνη ενθουσιάστηκε από τη χροιά και το βάθος της φωνής του, προτρέποντάς τον κατευθείαν να διεκδικήσει την υποτροφία Τριάντη, την οποία και κέρδισε.

Έτσι, ενώ δεν είχε ταξιδέψει προηγουμένως μέχρι τα 30 του, βρέθηκε για δύο χρόνια στην Κρεμόνα της Ιταλίας για ιδιωτικά μαθήματα με τη σύζυγο του κορυφαίου βαρύτονου Αλντο Πρόττι, Μασάκο Τανάκα Πρόττι, ενώ από το 2004, μελετάει με τον Άρη Χριστοφέλλη.

 

 

Έκανε το ντεμπούτο του αρχικά στην Παιδική Χορωδία και Μονωδούς της Εθνικής Λυρικής Σκηνή και, το 2004, στην κεντρική σκηνή της, δίχως να έχει παρακολουθήσει ποτέ μαθήματα υποκριτικής, αλλά επιλέγοντας να κινηθεί με το ένστικτο. Στην πρώτη του αυτή εμφάνιση υποδύθηκε τον Άλφιο (Καβαλερία Ρουστικάνα, 2004).

Ποτέ δεν περίμενε ότι θα έκανε διεθνή καριέρα αν και μετά τα πρώτα χρόνια στο τραγούδι, ένιωσε ότι άξιζε μια ευκαιρία να δοκιμαστεί και σε αυτό. Το ντεμπούτο του στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου με τον Ριγκολέττοτο θεωρήθηκε θριαμβευτικό και του άνοιξε τον δρόμο για τη διεθνή του πορεία.

 

 

&nbspΈκτοτε έχει ερμηνεύσει πλήθος ρόλων, μεταξύ άλλων τους Μαρτσέλλο (Μποέμ), Φίγκαρο (Οι γάμοι του Φίγκαρο), Άρχοντα (Ο Πρωτομάστορας), Ρενάτο (Ένας χορός μεταμφιεσμένων) και Ριγκολέττο, Αμονάσρο (Αΐντα).

Έχει εμφανιστεί σε σπουδαία θέατρα και φεστιβάλ παγκοσμίως, όπως στο Θέατρο Ο Φοίνικας Βενετίας, Θέατρο Σάο Κάρλος Λισαβόνας, Κρατική Όπερα Μονάχου, Όπερα Φρανκφούρτης, Λα Μονέ Βρυξελλών, Βασιλική Όπερα Λονδίνου (Κόβεντ Γκάρντεν), Κρατική Όπερα Βαυαρίας, Όπερα Φλωρεντίας, Μέγαρο Τεχνών Βασίλισσα Σοφία (Βαλένθια), Όπερα Στουτγάρδης.

 

 

Έχει κάνει κορυφαίες συνεργασίες με σπουδαίους μαέστρους, όπως οι Μπερτράν ντε Μπιγύ, Μιουνγκ Βουν Τσουνγκ, Πάολο Καρινιάνι, Τζων Έλιοτ Γκάρντινερ και Άξελ Κόμπερ, και σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως όπως οι Ντανιέλε Αμπάντο, Ρόμπερτ Κάρσεν, Στήβεν Λάνγκριτζ, Ντέιβιντ Μακ Βίκαρ, Νταμιάνο Μικελέττο και Ελάιτζα Μοσίνσκυ. Έχει μοιραστεί τη σκηνή με πρωταγωνιστές διεθνούς εμβέλειας, όπως οι Γιόνας Κάουφμαν, Μάικλ Φαμπιάνο, Ανίτα Ρατσβελισβίλι, Βιττόριο Γκριγκόλο, Κάρμεν Τζανναττάζιο και Λουντμίλα Μοναστίρσκα.

Τα κορυφαία βρετανικά ΜΜΕ τον έχουν εξυμνήσει επανειλημμένως, με τον Τζορτζ Χωλ της Guardian να έχει γράψει για την ερμηνεία του το 2012, «Η ερμηνεία του βαρύτονου Δημήτρη Πλατανιά στον ρόλο του Ριγκολέττου προκαλεί δέος -κανένα ίχνος κόπωσης στη φωνή του μέχρι και την τελευταία κραυγή απελπισίας», ενώ ο Ρούπερτ Κρίστιανσεν στην Telegraph σημειώσε «Ένας βαρύτονος αληθινό θηρίο, με μια καταπληκτική φωνή. Η φλογερή δύναμη της ερμηνείας του είχε ως αποτέλεσμα την πανηγυρική υποδοχή του κοινού».

 

 

Ο Ρίτσαρντ Μόρρισον των Times του Λονδίνου είχε πει «Σπάνια έχω ακούσει να τραγουδιέται ο ρόλος του Ριγκολέττου με τέτοια συναρπαστική δύναμη και με αυτή την εντυπωσιακή σταθερότητα», ενώ ο θρυλικός Βρετανός μουσικολόγος και κριτικός Ρόντνεϊ Μιλνς έγραψε στο Opera Magazine «Ο πιο εντυπωσιακός τραγουδιστής ήταν ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς, ο οποίος θα μπορούσε να τραγουδήσει τον Ριγκολέττο οπουδήποτε στον κόσμο: η φωνή του έχει έναν γοητευτικά ζεστό αλλά και ηρωικό τόνο και μια εντυπωσιακή έκταση χωρίς να χάνει τίποτα στις αποχρώσεις, τη μουσικότητα και την ενστικτώδη αίσθηση του κειμένου».

Το 2019, έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ στην Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου , δοκίμασε νέα μονοπάτια και αναμετρήθηκε με δημοφιλείς άριες από όπερες των Μότσαρτ, Ροσσίνι, Βάγκνερ, Βέρντι, Τζορντάνο, Μασνέ και τραγούδια των Βέρντι, Τόστι, Σαμάρα, συνοδευόμενος στο πιάνο από τη Σοφία Ταμβακοπούλου.

 

 

Τον ίδιο χρόνο, επιλέχθηκε να πρωταγωνιστήσει στη νέα παραγωγή του Ναμπούκο στην Κρατική Όπερα του Αμβούργου, σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Ρώσου σκηνοθέτη Κιρίλ Σερεμπρένικοφ, ο οποίος βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Μόσχα. Ο ανορθόδοξος και σχεδόν μυθιστορηματικός τρόπος που έγινε η σκηνοθεσία της παραγωγής αυτής έχει γίνει είδηση στα μεγαλύτερα ΜΜΕ του κόσμου, ενώ η ίδια η παράσταση, στην οποία η υπόθεση της όπερας έχει μεταφερθεί στις αίθουσες συσκέψεων του ΟΗΕ και σε προσφυγικούς καταυλισμούς, έχει λάβει ιδιαιτέρως θετικές κριτικές.

Σ’ αυτή την παραγωγή, ο Ναμπούκο είναι ένας πανίσχυρος ηγέτης που θυμίζει αρκετά τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Δημήτρης Πλατανιάς φορά μπλε κοστούμι με κόκκινη γραβάτα και θέλει να κάνει τη χώρα του δυνατή ξανά, βάζοντας στο στόχαστρό του αθώους μετανάστες. Ο Σερεμπρένικοφ εστιάζει στο σήμερα, σε μια Ευρώπη που κατακλύζεται από δημαγωγούς και αντιμεταναστευτικό μένος. Αληθινοί πρόσφυγες ενώνουν τις φωνές τους στην σκηνή με τη χορωδία της Όπερας του Αμβούργου για το διάσημο χορωδιακό των Εβραίων «Va pensiero».

 

 

&nbsp«Το συγκεκριμένο ανέβασμα ήταν πολύ κοντά στο σήμερα, γιατί άγγιξε το θέμα των προσφύγων. Των προσφύγων του τώρα, που μοιάζει πολύ με τους πρόσφυγες του τότε. Ήταν πάρα πολύ άμεσο. Οι προβολές των φωτογραφιών ήταν ανατριχιαστικές. Με άγγιξε αρκετά αυτή η παράσταση. Το κυριότερο είναι όμως ότι άγγιξε περισσότερο τον κόσμο και αυτό έχει σημασία» επισημαίνει ο Δημήτρης Πλατανιάς.

Ο κορυφαίος Έλληνας βαρύτονος αγαπά ιδιαίτερα τον Βέρντι, αλλά δεν έχει αγαπημένο ρόλο, καθώς δεν του είναι εύκολο να διαλέξει ανάμεσα σε τόσους σπουδαίους χαρακτήρες. «Την ώρα που τραγουδώ δεν έχω κανέναν συναισθηματισμό» έχει πει, «Το cold blood μάλλον περιγράφει καλύτερα τη στιγμή. Δεν είναι μόνο το ότι με απωθούν οι υπερβολές και σιχαίνομαι το μελό. Είναι που το συναίσθημα είναι δίκοπο μαχαίρι, ένα ολίσθημα τεχνικό που δεν επιτρέπεται στις μεγάλες ερμηνείες. Αν κάνεις το λάθος να παρασυρθείς και του δώσεις περισσότερο χώρο, χάνεις τον έλεγχο, συχνά και τη φωνή σου. Χρειάζεται αποστασιοποίηση και κυρίως απόλυτη ισορροπία».

 

 

Στην ερώτηση για το τι είναι αυτό που μπορεί πραγματικά να τον συναρπάσει σε έναν ρόλο ή σε μια παραγωγή, απαντά πως όταν πρέπει να τραγουδήσει έναν καινούργιο ρόλο, η όλη διαδικασία είναι συναρπαστική, ακριβώς επειδή δεν έχει να κάνει μόνο με το τεχνικό μέρος (νότες, κείμενο κ.λπ.) αλλά και με τη μουσική, τον συνθέτη, την εποχή, την ιστορία που εκείνος πρέπει να διηγηθεί μουσικά, σε μια σφαιρικότερη θεώρηση όλων αυτών.

Ακόμα όμως κι όταν πρέπει να τραγουδήσει κάτι που έχει κάνει στο παρελθόν ή που τραγουδά συχνά, η εναλλαγή συντραγουδιστών, μαέστρων, σκηνοθετών, κάνει πάντα τα πράγματα διαφορετικά και πολλές φορές πιο ενδιαφέροντα.

Όσον αφορά το άγχος, παραδέχεται ότι έχει παντού το ίδιο, όπου κι αν τραγουδά -ανεξαιρέτως αν αυτό είναι λίγο ή πολύ- και του περνά αυτομάτως με το που βγαίνει στη σκηνή. Ακόμα, λέει πως δεν υπάρχει κοινό που να νιώθει ότι το έχει κατακτήσει και άρα «μπορώ να το γράψω στα παπούτσια μου ή να το προδώσω. Απεναντίας, οι άνθρωποι που με ακολουθούν παντού μου δημιουργούν μεγαλύτερη υποχρέωση και όχι ασφάλεια».

 

 

Σε συνέντευξή του έχει πει πως δεν κάνει τη «ζωή του πρωταθλητή», που συχνά ακούγεται ότι οφείλουν να διάγουν οι λυρικοί τραγουδιστές. Δεν έχει παράλογες απαιτήσεις ούτε και μυθιστορηματικές ιδιοτροπίες, ενώ είναι ένα πρόσωπο που δε δικαιολογεί όλη την αίγλη και το «σταριλίκι», όπως λέει, που συνοδεύει τους τενόρους ή τις σοπράνο. Σε αντίθεση, φοράει τα ίδια μπλουζάκια σε διάφορα χρώματα, «το ίδιο τζιν σε μικροπαραλλαγές, έχω ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, δύο κοστούμια κι ένα σμόκιν» και εξομολογείται πως η μεγαλύτερη πολυτέλεια που του εξασφάλισε η δουλειά είναι το να μπορεί να ξοδεύει χρήματα για καλό κρασί και φαγητό με εκείνους που αγαπά.

Επιπλέον, όταν δεν πρόκειται να τραγουδήσει άμεσα ή δεν είναι σε περίοδο προβών, δεν αισθάνεται κανέναν περιορισμό. Όταν έρχεται αντιμέτωπος με έναν ρόλο, πράγματι γίνεται προσεκτικός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακολουθεί πρόγραμμα «αθλητή που κάνει κατοστάρι. Αντιθέτως, χρειάζομαι τα αποθέματα και τις δυνάμεις της καλοπέρασης για να ανταποκριθώ στη σωματική και ψυχολογική πίεση που μου προκαλεί η σκηνή».

 

 

Το 2010, πέρασε ένα σοβαρό επεισόδιο με την καρδιά του, κάτι που για πρώτη φορά τον έκανε να φοβηθεί, καθώς ποτέ ως τότε δεν είχε σκεφτεί πώς είναι να χάνει κανείς την επαφή με τη ζωή. Αλλά δεν ήταν ο θάνατος αυτό που τον τρόμαξε• ήταν η σκέψη, όσες μέρες έμεινε στο νοσοκομείο, ότι από ώρα σε ώρα θα έμπαιναν οι γιατροί στο δωμάτιο και θα του ανακοίνωναν ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει ξανά. «Τίποτα δεν τήρησα από τα πράγματα που μου απαγόρευσαν. Βλέπεις τι είναι ο άνθρωπος; Όταν απομακρύνεται από τον κίνδυνο τα ξεχνάει όλα».

Ο χαρισματικός βαρύτονος έχει δηλώσει πως βρίσκει φρικτά αδιάφορες τις συνεντεύξεις γιατί θεωρεί ανούσια τη διαδικασία τού να μιλάει για τον ίδιο και πως προτιμά ο κόσμος να τον κρίνει από τη δουλειά του παρά από τη ζωή του. Ακόμα, αρνείται να απαντά σε ερωτήσεις σαν «σας αρέσει η Κάλλας;», καθώς θεωρεί ότι είναι σαν να κρίνει τη Βίβλο.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ