Ένας από τους καλύτερους κατασκευαστές πιάνου του κόσμου
Έργα Ελλήνων

Ένας από τους καλύτερους κατασκευαστές πιάνου του κόσμου

Ο Πάνος Ιωαννίδης είναι ένας από τους καλύτερους κατασκευαστές πιάνου του κόσμου, καθώς και από τους ελάχιστους που προσαρμόζει κάθε πιάνο στα χέρια του εκάστοτε πιανίστα, όσον αφορά στη μουσική και στην αισθητική του. Στο εργαστήριό του, κατασκευάζονται πιάνα που είναι από τα κορυφαία παγκοσμίως, με τεχνογνωσία, αποτέλεσμα 40 χρόνων εμπειρίας, και με μεγάλη αγάπη για τη μουσική.

Ο Πάνος Ιωαννίδης είναι οργανοποιός με τρεις παράλληλες δραστηριότητες, εκείνες του χορδιστή πιάνων, του κατασκευαστή λατέρνας και του «ανακατασκευαστή» πιάνων με ουρά. Τα πιάνα Ioannidis τα συναντά κανείς σε μεγάλες αίθουσες και Ωδεία σε όλη την Ελλάδα, σε σπίτια μουσικών, στη Γερμανία, την Τουρκία και τη Ρωσία.

 

 

Από παιδί θεωρούσε ότι όσοι καταπιάνονταν με την κατασκευή μουσικών οργάνων έκαναν κάτι πολύ σπουδαίο, καθώς η διαδικασία αυτή συγκεντρώνει πολιτισμό, τέχνη και επιστήμη, όπως έχει πει ο κος Ιωαννίδης. Αποφοίτησε από το πολυτεχνείο του Leicester της Αγγλιας, το 1979, ως μηχανολόγος με BSc Hon Degree, με σκοπό να ακολουθήσει τον επαγγελματικό δρόμο του πατέρα του, αλλά στην πορεία, τα σχέδια του άλλαξαν. Στο μυαλό του, γύριζε συνεχώς, η μαγεία που έβρισκε στην κατασκευή των μουσικών οργάνων. Επέλεξε να ασχοληθεί με κάτι που θα ήταν όσο πιο κοντά στην κατασκευή τους και παράλληλα θα εξασφάλιζε τον βιοπορισμό του, επιλέγοντας το κούρδισμα πιάνου.

Αν και το πιάνο αρχικά δεν του άρεσε, μιας και του φαινόταν πάρα πολύ πολύπλοκο και ξεκούρδιστο και δεν το καταλάβαινε, στην πορεία, άρχισε σιγά σιγά να εμβαθύνει στη συντήρησή του, στα τεχνικά χαρακτηριστικά και στις λεπτομέρειες του, να ανακαλύπτει μυστικά και γοητευτικά κομμάτια της δουλειάς.

 

 

Ειδικεύτηκε σαν χορδιστής-τεχνικός πιάνων στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, όπου και πήρε το δίπλωμα RPT (Registered Piano Technician) από το Piano Technicians Guild, τον μεγαλύτερο και εγκυρότερο οργανισμό χορδιστών στον κόσμο. Έπειτα, ξεκίνησε από μια σχολή συντηρητών, όπου διδάχθηκε τη συντήρηση πιάνων, την κάλυψη φθορών που γίνονται με το παίξιμο, το κούρδισμα, το σέρβις, το ρεγουλάρισμα.

Από το 1983, έχει εργαστεί ως τεχνικός συνεργάτης και συντηρητής της Κρατικής ορχήστρας Θεσσαλονίκης, της Δημοτικής ορχήστρας Θεσ/νίκης, του Κρατικού Ωδείου και άλλων μεγάλων ωδείων της πόλης, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Δήμου Θεσ/νίκης, κάνοντας παράλληλα αναπαλαιώσεις και ανακατασκευές πιάνων.

Από το 1990, ξεκίνησε έρευνα για την κατασκευή και αναβίωση της «ελληνικής» λατέρνας και τον εμπλουτισμό του ρεπερτορίου της. Οι παλιές λατέρνες που κυκλοφορούσαν στο δρόμο ακούρδιστες και σε κακή κατάσταση χρειάζονταν συντήρηση και νέα τραγούδια, αλλά τεχνίτες δε βρίσκονταν. Έτσι κάποια στιγμή, δέχτηκε την πρόταση να φτιάξει έναν νέο κύλινδρο για μια παλιά λατέρνα, η οποία είχε εκτιμήσει πως θα ήταν έτοιμη σε 2-3 μήνες, αλλά αποδείχτηκε ότι χρειαζόταν πάνω από 2 χρόνια αφού η λατέρνα είναι ένα πολύπλοκο μηχανικό κατασκεύασμα. Από την ενασχόλησή του αυτή, έμαθε όλα τα μυστικά της λατέρνας και έτσι από το 1997 άρχισε να κατασκευάζει ο ίδιος λατέρνες. Σε αυτό τον βοήθησαν και οι σπουδές του στη μηχανική.

 

 

Μετά από δέκα χρόνια κατασκευής λατερνών, το επόμενο του βήμα ήταν η κατασκευή ενός πιάνου, ένας τεράστιος στόχος για ένα εργαστήριο διότι απαιτεί μεγάλη υποδομή, κόστος και ρίσκο. Το γεγονός πως έπειτα από τη συντήρηση δεν υπήρχε τρόπος να λάβει περαιτέρω γνώσεις επάνω στο πιάνο, τον έκανε να αρχίσει να πειραματίζεται και μετά από δέκα χρόνια πειραμάτων, αρκετού κόστους και χιλιάδων ωρών έρευνας, ξεκίνησε να ψάχνει άλλους ανθρώπους στον κόσμο που είχαν κάνει το ίδιο με εκείνον. Βρήκε διευθυντές παραγωγής σε εργοστάσια πιάνου, καθηγητές σε πανεπιστήμια ή ερευνητές που άφησαν συγγράμματα πίσω τους.

Τα πρώτα χρόνια, έδινε μέχρι 1.000 ευρώ την ημέρα για ιδιαίτερα, αλλά αν κανείς έχει πράγματα να δώσει, όπως λέει ο ίδιος, αν δεν είναι αλαζόνας και κάνει αυτούς τους ανθρώπους να δουν ότι πραγματικά ενδιαφέρεται, τους κερδίζει γιατί έχει και αυτός κάτι να δώσει για να λάβει, «Και, επίσης, τους κερδίζει από την τρέλα του. Γιατί όλοι αυτοί έχουν μια κοινή τρέλα. Κι οπότε, έτσι αρχίζεις και κερδίζεις χρόνια από τη ζωή σου, γιατί όταν πηγαίνεις ακόμα και μια μέρα σε έναν τέτοιο άνθρωπο, έχεις μαζέψει στο καλάθι σου γνώση αιώνων. Γιατί και αυτός από κάπου αλλού την πήρε, κάπου αλλού έψαξε».

 

 

Θυμούμενος το πρώτο χειροποίητο πιάνο που έφτιαξε και τη στιγμή που άκουσε το πρώτο πλήκτρο του να χτυπά, λέει πως «Εκείνη τη στιγμή, ένιωθα σαν να έβαλα ένα σημαιάκι στην κορυφή του Έβερεστ. Και μάλιστα, όταν βάζεις το σημαιάκι, είσαι μόνος σου εκεί. Δε σε χειροκροτεί κανείς. Αλλά όταν κατέβεις από το Έβερεστ και γυρίσεις σπίτι σου, ξέρεις ότι το σημαιάκι είναι ακόμα εκεί».

Τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενθαρρυντικά και από το 2000, ξεκίνησε την κατασκευή και οργάνωση ενός πολύ μεγάλου, σύγχρονου, ειδικού εργαστηρίου για την ανακατασκευή πιάνων και κατασκευή λατερνών και από το 2002, παράγει το «χειροποίητο πιάνο». Το εργαστήριο του, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη Νέα Γωνιά Χαλκιδικής, είναι κατάλληλα διαμορφωμένο με τους απαραίτητους γερανούς και βίντσια για να μπορεί να κουμαντάρει μόνος του τόσο βαριά όργανα.

 

 

Έμαθε πολλά δίπλα σε μεγάλους τεχνίτες και τώρα κατασκευάζει κυρίως πιάνα αν και συνεχίζει την κατασκευή λατέρνων. «Έχω καταμαγευτεί με αυτό το πράγμα που λέμε ήχο. Είναι το τούβλο με το οποίο χτίζουμε το δικό μας το σπίτι• ο μουσικός τόνος. Εκεί, έχει πολύ πράγμα να μπεις, να εμβαθύνεις, να εξηγήσεις, να ανακαλύψεις.

«Ιστορικά, οι άνθρωποι δεν έμαθαν ποτέ να ακούνε μουσικούς τόνους, ζούσαν με κρότους, με θορύβους, με κουδουνάκια, με συναγερμούς» εξηγεί ο κος Ιωαννίδης. «Τώρα, ζουν τον αιώνα του ήχου και ένας πιανίστας εκπαιδεύεται όπως ο σομελιέ. Μόνο ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να μετρήσει μια τόσο περίπλοκη αίσθηση, γιατί στο πιάνο συνδυάζονται δύο, η ακοή και η αφή. Στο εργαστήριο, χρησιμοποιώντας υλικά άριστης ποιότητας, ξανασχεδιάζουμε ένα πιάνο με το δικό μας γούστο -το οποίο με τις δεκαετίες έχει αλλάξει- και πιστεύουμε ότι είμαστε ένα σκαλάκι μπροστά, γιατί τα αποτελέσματά μας είναι πολύ καλύτερα από αυτά των πιάνων του εμπορίου. Είναι κάτι που θέλει πολυπραγμοσύνη, γνώση από πολλές διαφορετικές ειδικότητες, πρέπει να γνωρίζεις το μέταλλο, το ξύλο, από σχεδιασμό, μαθηματικά. Είναι κάτι πολύ δύσκολο, αλλά είναι και ένα όνειρο».

 

 

Μέχρι πρότινος, η κατασκευή των πιάνων γινόταν μόνο σε μεγάλες βιομηχανίες, αλλά τα τελευταία χρόνια, μικρά εργαστήρια σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία και δύο στην Ευρώπη αναλαμβάνουν την κατασκευή τους σύμφωνα με την προσωπικότητα του ιδιοκτήτη, τη μουσική που θα παίζει και την αισθητική του. Όπως επισήμανε ο κος Ιωαννίδης, το πιάνο γίνεται πλέον πιο προσωπική υπόθεση.

Για την τελειοποίηση ενός χειροποίητου πιάνου, απαιτούνται αρκετοί μήνες και το εργαστήριό του έχει συνήθως ιδιαίτερες παραγγελίες, οι οποίες υλοποιούνται με την εφαρμογή μίας ειδικής τεχνικής, την οποία την χρησιμοποιούν στα μοναστήρια για να στιλβώσουν τον χρυσό και την πλατίνα, ενώ ο ίδιος ο οργανοποιός ασχολείται πολύ και με την αισθητική του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί και δύο χρόνια μέχρι να ολοκληρώσει κάθε παραγγελία.

 

 

Στο παρελθόν, ο κος Ιωαννίδης πουλούσε κατά μέσο όρο δύο πιάνα τον χρόνο, ενώ τα τελευταία χρόνια, αναλαμβάνει την ολοκλήρωση μόνο ενός πιάνου, έχοντας ως στόχο το πιάνο που θα κατασκευάσει να είναι καλύτερο από το προηγούμενο.

Για να δώσει ζωή κάποιος σε ένα τέτοιο πιάνο, δε χρειάζεται να είναι βιρτουόζος πιανίστας, αρκεί να τοποθετήσει σε αυτό έναν ψηφιακό μηχανισμό και τότε το πιάνο παίζει μόνο του. Με αυτόν τον τρόπο, ο πελάτης μπορεί να απολαμβάνει το πιάνο σαν μουσικό όργανο, χωρίς να πρέπει να παίζει. Είναι μία τελείως διαφορετική αίσθηση από το να βάλεις ένα CD, όπως έχει εξηγήσει ο κατασκευαστής οργάνων, ενώ με τα ηχεία κάτω από την κοιλιά του πιάνου, που δε φαίνονται, το πιάνο μοιάζει ζωντανό. Ο Πάνος Ιωαννίδης είναι ο μόνος στις Βαλκανικές χώρες που έχει πιστοποιηθεί για αυτόν τον ψηφιακό μηχανισμό, τον οποίο πλέον τοποθετεί σε όλα τα πιάνα που φτιάχνει.

 

 

Το μυστικό της επιτυχίας του, η τεράστια καριέρα του ως τεχνίτης και χορδιστής πιάνων είναι η ανακάλυψη πως όσα υπάρχουν στον ήχο είναι πρωτόγνωρα, καθώς διδάσκονται, «Όλη αυτή η διαδικασία με βοήθησε να καταλάβω τι ψάχνω και προς τα που θέλω να πάω. Μια ζωή έψαχνα να ανακαλύψω ποιο είναι αυτό το κοκαλάκι της νυχτερίδας που κάνει ένα όργανο να ακούγεται πιο καλά από ένα άλλο. Έχω κουρδίσει πάνω από 35.000 πιάνα. Το θέμα του ήχου έχει γίνει μία καινούργια συνείδηση για εμένα».

Σήμερα, δίνει σεμινάρια για τη γνωριμία με το πιάνο και διδάσκει την τέχνη του χορδιστή, ενώ ετοιμάζει βιβλίο με τίτλο «Συνέντευξη με ένα πιάνο», που σκοπό έχει να φέρει τον πιανίστα πιο κοντά στο πιάνο του, και βιβλίο και σειρά CD με τίτλο «Τα ωραία Ταταύλα», που περιγράφει το μουσικό, ιστορικό και τεχνικό ταξίδι της λατέρνας μέσα από τη διαδρομή μιας προσφυγικής οικογένειας, αυτής της γιαγιάς του.

 

 

Έχει κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με CD «Λατέρνα-Η αρχόντισσα του δρόμου» με ιστορικά και τεχνικά στοιχεία της λατέρνας, καθώς και 18 ηχογραφήσεις δικών του λατερνών. Ακολούθησε μια ακόμη έκδοση, το CD/DVD Pera Güzeli, ένα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε στα πλαίσια της «Πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης-Κωνσταντινούπολη 2010» και περιέχει τραγούδια που τραγουδήθηκαν και από τους δύο λαούς, Έλληνες και Τούρκους, με ίδια μελωδία και διαφορετικό στίχο.

Ο κος Ιωαννίδης δεν κάνει σχέδια για το μέλλον, καθώς το μόνο που επιθυμεί είναι να συνεχίσει να φτιάχνει πιάνα και λατέρνες όχι με τα χέρια του, αλλά με την ψυχή του. Έχει πάρει τόσα πολλά μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, όπως λέει ο ίδιος, που δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο.

ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ