Ο σύγχρονος Έλληνας συνθέτης των κορυφαίων θεατρικών έργων
Ο Δημήτρης Καμαρωτός από το 1980 διερευνά σαν ενοποιημένο μουσικό χώρο την ηλεκτρονική -ψηφιακή και ακουστική- οργανική μουσική με πολλές συνθέσεις, συναυλίες και εκδόσεις CD, κυρίως από τις συνθέσεις του για θεατρικές παραστάσεις. Οι συνθέσεις του με καθαρά ηλεκτροακουστικά χαρακτηριστικά παρουσιάζονται και σήμερα, σε λίγες συναυλίες που κατά καιρούς δίνει ανάμεσα στην κύρια ενασχόληση για τη μουσική και τον ηχητικό σχεδιασμό σαν δραματουργικό μέσο του θεάτρου.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, τo 1954 και μεγάλωσε στο Παγκράτι. Όπως λέει σε παλαιότερη συνέντευξή του, από το νηπιαγωγείο του άρεσε να φαντάζεται μηχανές που μετατρέπουν τα πράγματα σε κάτι άλλο, χωρίς πλαίσιο και χωρίς λογική. Αυτό το χαρακτηριστικό το έχει ακόμα, με πολύ πιο πρακτικό τρόπο. «Και στη ζωή μου αυτό ψάχνω: μηχανές που με μαγικό τρόπο μετατρέπουν τα πράγματα σε κάτι άλλο».
Οι παππούδες και οι γονείς του τον είχαν τροφοδοτήσει, λέει χαρακτηριστικά ο κ. Καμαρωτός, με αναγνώσματα για το μέλλον και το Διάστημα, και όλα αυτά μου άνοιγαν έναν κόσμο. «Δεν με απασχολούσε να γίνω αστροναύτης αλλά πώς θα μπορούσε αυτό το φανταστικό να με περιέχει με έναν τρόπο απτό. Aυτό που θυμάμαι που να με συνδέει με το σήμερα είναι ότι από πολύ μικρός είχα μια πολύ ενεργή σχέση με το φανταστικό. Ήμουν πάντα μουσικός, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Από το δημοτικό είχα μια σχέση με τη μουσική, τυπική, με ωδεία κ.λπ., αλλά ταυτόχρονα και προσωπική. Μου άρεσε να ακούω μουσική, να παίζω με συγκροτήματα, να ασχολούμαι με αυτήν όσο και όπως μπορούσα», συμπληρώνει.
Ο Δημήτρης Καμαρωτός σπούδασε αρχικά στην Ελλάδα, Διοίκηση Επιχειρήσεων και Μουσική. Στη συνέχεια άρχισε να ψάχνει για σπουδές στο εξωτερικό. «Η οικογένειά μου είχε πάθει ένα σοκ. Πήγα στη Γαλλία, στο Παρίσι, αποφασισμένος ότι θα κάνω μουσική σε όλες τις μορφές της και ταυτόχρονα ενδιαφερόμουν πάρα πολύ για τους υπολογιστές», θυμάται. Εκεί, σπουδάζει μουσική σύνθεση και κλαρινέτο, μουσικολογία και κάνει μεταπτυχιακό IRCAM, στην χρήση τεχνητής νοημοσύνης για την αυτοματοποιημένη επιλογή και επεξεργασία ηχητικών μορφωμάτων.
«Τότε οι υπολογιστές ήταν κάτι φανταστικό, δεν ήταν αυτό που έχουμε σήμερα, τα μηχανήματα. Ήταν ολόκληρη επιστήμη και μάλιστα ο τρόπος που εγώ τους πλησίασα ήταν μέσω της κυβερνητικής επιστήμης, της βάσης των υπολογιστών, και μέσω της ανάλυσης των δεδομένων. Στα μαθήματα υπολογιστών θυμάμαι ότι έφτιαχνες πρόγραμμα που τυπωνόταν με καρτέλες, τόσο μακριά ήμασταν. Δεν υπήρχε ακόμα ο χώρος μουσική και νέες τεχνολογίες, «μουσική και υπολογιστές», τότε γεννιόταν. Βέβαια, έκανα τελείως τυπικές σπουδές μουσικής, δηλαδή μουσική, μουσικολογία, σύνθεση, όργανο, κι εκεί συνάντησα κάποιους ανθρώπους που σίγουρα μου άλλαξαν τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα», αναφέρει ο κ. Καμαρωτός.
Ήταν μαθητής του Daniel Charles, του Emile Damais και του Iάννη Ξενάκη στην μουσική ανάλυση και σύνθεση, του Horacio Vaggionne και Marc Battier στην μουσική με υπολογιστές και του Maurice Jarre στην μουσική για κινηματογράφο. Σαν προσκεκλημένος συνθέτης στο IRCAM εργάστηκε to 1984 με το υπολογιστικό σύστημα 4Χ και ερευνητικά στην ανάπτυξη νέων τεχνικών ελέγχου του ήχου των παραδοσιακών οργάνων.
«Σε προχωρημένη ηλικία σε σχέση με τις μουσικές μου σπουδές, δηλαδή στα 25 με 30, στο Παρίσι, συνειδητοποίησα πρώτη φορά τη σημασία του δασκάλου. Και με αυτή τη διαίσθηση επεδίωξα να έχω προσωπικό δάσκαλο στη μουσική. Υπάρχει και άλλο επίπεδο, το να πάρεις πράγματα ερήμην του δασκάλου, να σε επηρεάσει. Τον Ξενάκη, ας πούμε, τυπικά σαν δάσκαλο τον ήξερα από το Πανεπιστήμιο. Μετά τον γνώρισα και στο ΚΣΥΜΕ και συζητήσαμε. Δεν ήταν ποτέ προσωπικός μου δάσκαλος, αλλά ήταν δάσκαλος μέσα από αυτά που έκανε, με οδηγούσε με αυτά. Όπως κι ο John Cage, κι άλλοι. Και στο IRCAM είχα σημαντικούς δασκάλους, γιατί είχα την τύχη να είμαι εκεί την εποχή που γεννιόταν και το IRCAM, αλλά και όλη η computer music», λέει ο κ. Καμαρωτός.
Στην Ελλάδα από το 1985, συμμετείχε στην ίδρυση του Κέντρου Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας – ΚΣΥΜΕ με τον Σ. Βασιλειάδη και Ι. Ξενάκη, όπου εργάστηκε σαν διευθυντής ερευνητικών προγραμμάτων μέχρι το 1994 και οργάνωσε τα προγράμματα της Πολυαγωγίας / Upic του Ξενάκη στο ΚΣΥΜΕ. Ίδρυσε και διηύθυνε σύνολα σύγχρονης μουσικής (σύνολο συγχρ. Μουσικής του Athenaeum, 1988-92, σύνολο «Προς» του Κέντρου Σύγχρ. Μουσ. Έρευνας 1985-91, Ενδιάμεσος Χώρος» 1990- 93, «FF&2» 1998, Electric Breath 2002, Stationary Machinery 2005). Συμμετείχε στον σχεδιασμό και σαν καθηγητής σύνθεσης και ηλεκτροακουστικών τεχνικών στην τάξη του Ηλεκτροακουστικής του Ωδείου Athenaeum.
Συνεργάστηκε με τους Brad Garton (του Πανεπιστημίου Columbia), Perry Cook (του Πανεπιστημίου Princeton) και Θ. Ρικάκη στην ίδρυση και λειτουργία του εργαστηρίου μουσικής και ηχητικής έρευνας του ΚΣΥΜΕ με το σύστημα NeXT. Συμμετείχε στην ίδρυση του Ινστιτούτου Ψυχοακουστικής του Αριστ. Παν/μίου και του ΚΣΥΜΕ. Η συνεργασία του με τεχνολόγους ερευνητές Ελληνικών και Αμερικανικών Παν/μιων στον χώρο της αυτοματοποιημένης αναγνώρισής μουσικών μορφωμάτων έχει δημοσιευθεί σε διεθνείς επιστημονικές εκδόσεις.
Ήταν υπεύθυνος για την σύνταξη του προγράμματος σπουδών του πρώτου ΤΕΙ Μουσικής Τεχνολογίας – Ρεθύμνου, συμμετείχε στην ίδρυση του πρώτου Μουσικού Γυμνασίου. Επίσης, συμμετείχε σαν ιδρυτικό μέλος στο ΔΣ του ΕΣΣΗΜ (Ελληνικός Σύνδεσμος Συνθετών Ηλεκτροακουστικής Μουσικής).
Σαν ερευνητής, από το 1989 πρότεινε την αυτοματοποιημένη αναγνώριση των μουσικών μορφωμάτων σε ένα 3ετές ερευνητικό πρόγραμμα με την συμμετοχή του ΚΣΥΜΕ και του ΕΜΠ. Στο πρόγραμμα αυτό συμμετείχε σαν σύμβουλος και ο Ι. Ξενάκης. Το πρόγραμμα αυτό πραγματοποίησε χιλιάδες ηχογραφήσεις ηχοτοπίων στην Ελλάδα και έδωσε βάσεις για την τότε αναπτυσσόμενη ηχητική οικολογία με εργαλείο την διαχρονική σύγκριση ηχητικών μορφωμάτων. Παράλληλα το πρόγραμμα αυτό, έθεσε τις βάσεις ανάπτυξης εργαλείων αυτοματοποιημένης σύγκρισης ηχητικών υλικών.
Στην συνέχεια αυτή η έρευνα συνεχίστηκε σε συνεργασία με τους Σ. Θεοδωρίδη (Καπ. Παν/μιο Τμήμα. Πληροφορικής) και Α. Πικράκη. Η έρευνα αυτή και ιδιαίτερα η εφαρμογές αναγνώρισης μουσικών μορφωμάτων ελληνικών παραδοσιακών οργάνων δημοσιεύτηκε σε πολλές περιπτώσεις.
«Κατά σύμπτωση γνώρισα τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και την Αμαλία Μουτούση μέσω ενός ερευνητικού προγράμματος που έκανα στο ΑΠΘ· ο Μιχαήλ, αδελφός ενός από τους ερευνητές, ήθελε να τον βοηθήσω να γράψει ένα γράμμα στον Ξενάκη για να του ζητήσει να συνθέσει τη μουσική στη «Μήδεια» που ανέβαζε. Ο Ξενάκης δεν απάντησε ποτέ και δουλέψαμε μαζί. Θα ακολουθούσαν 27 χρόνια συνεργασίας με τον Μαρμαρινό, χρόνια ανοιχτά στον πειραματισμό και στην έρευνα, με έμφαση στη λειτουργία του Χορού. Αλλά και με πλήθος σκηνοθετών, τους Λευτέρη Βογιατζή, Βασίλη Παπαβασιλείου, Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, Ρούλα Πατεράκη, Βίκτωρα Αρδίτη, Δημήτρη Καραντζά, Αντζελα Μπρούσκου κ.ά. Πρωτότυπη μουσική δραματουργία και ηχητικός σχεδιασμός σε περισσότερες από 120 παραστάσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, 14 συμμετοχές στα Επιδαύρεια, κάθε έργο και ένα νέο βήμα στη μουσική. Είχα κάνει ένα σωρό άλλα, σε σχέση με τον ήχο, τα ηλεκτρονικά, τον κινηματογράφο. Δεν είχε περάσει ποτέ από το νου μου αυτό σαν δυνατότητα. Αλλά μου φάνηκε ως μια πολύ ενδιαφέρουσα κατεύθυνση», θυμάται ο μουσικός δημιουργός.
«Προτιμώ να κάνω μια μουσική που δεν ανήκει σε κανένα είδος, αλλά προσπαθεί να πετύχει κάτι σε σχέση με ανθρώπους. Αυτό δημιουργεί ένα ανοιχτό πεδίο ύφους, που όσο και να το θεωρούμε δεδομένο, δεν είναι: αν πει κανείς ότι κάνει μια συναυλία τζαζ, όσο κι αν πειραματιστεί, ο κώδικας πρέπει να είναι συγκρίσιμος με αυτό που εσύ ως ακροατής θεωρείς τζαζ. Ακόμα κι η ποπ μουσική έχει πολύ ισχυρές προδιαγραφές, που αλλάζουν συνέχεια μεν με βάση την αγορά, αλλά δεν παύουν να υπάρχουν. Στο θέατρο, το ότι η μουσική δεν προσδιορίζεται από το ύφος, αλλά μόνο από τη λειτουργικότητα, είναι για μένα εξαιρετικό. Αλλάζοντας περιβάλλον, δραματουργία, κείμενο, συνεργάτες, μπορώ να αναπροσδιορίζω το χώρο της μουσικής μου, από ορχηστρική σε ηλεκτρονική, σε θορύβους, σε ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς», αναφέρει ο ίδιος.
Ο κ. Καμαρωτός πιστεύει πως «Η κρίση αφύπνισε μια γενιά. Από τη μία έχουν εξαφανιστεί τυπικά οι ομάδες, καθώς δεν υπάρχουν χρηματοδοτήσεις, από την άλλη υπάρχει μεγάλη θέρμη για δουλειά, με δικά τους μέσα. Μια αντίρροπη τάση είναι ότι τα πράγματα γίνονται πιο συντηρητικά, σε μεγάλες παραγωγές επιλέγονται οι έμπειροι. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν διαφυγές, μια ευκαιρία να συμβεί κάτι άλλο, είναι το πάθος που έλεγε ο Ξενάκης, ότι είμαστε με μία εμπάθεια μέσα στα πράγματα, και αυτό τα σταματάει· δεν παίρνουμε μια απόσταση, ώστε να έχουμε μια δεύτερη σκέψη».
Όταν γύρισε στην Ελλάδα είπε πως είχε την ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Χάνοντας αυτή την ελπίδα απελευθερώθηκε. «Δεν πιστεύω ότι θα δω καλύτερα πράγματα στην Ελλάδα. Μόνο με την αλλαγή παιδείας θα υπάρξει πρόοδος, όταν πεισθούμε ότι η βελτίωση δεν θα έρθει απέξω, δεν μας την οφείλει η Ευρώπη, ο πρωθυπουργός, ότι εμείς είμαστε οι φορείς της», καταλήγει ο κ. Καμαρωτός.
Έχει συμμετάσχει σε παραγωγές πολυμέσων: Portraits of Byzantium του Ιδρ. Μελετών Λαμπράκη, παιδαγωγικές εφαρμογές του «Καλειδοσκόπιου», Ηχητικός Χάρτης της Ελλάδας της ΓΓΕΤ, Ισλαμική συλλογή του Μουσείου Μπενάκη. Σαν συνθέτης εργάζεται στην διερεύνηση της μουσικής λειτουργίας στο θέατρο. Από το 1992 συνεργάζεται με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και την εταιρεία θεάτρου «Διπλούς Έρως» και στην συνέχεια με το «Theseum Ensemble» όπου παραμένει σαν μόνιμος μουσικός ερευνητής.
Μέχρι σήμερα, ο κ. Καμαρωτός έχει γράψει τη μουσική για περισσότερες από 120 παραστάσεις. Μερικές από αυτές, σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού: «Μήδεια», «Ρομαντισμός», «Ηλέκτρα» στην Επίδαυρο, «Εθνικός Ύμνος», «Μηχανή Άμλετ», «Αγαμέμνων» στο Seoul Arts Center, «Πεθαίνω σαν Χώρα», «Βίοι Αγίων», «Ακρόπολης», «Ηρακλής Μαινόμενος» στην Επίδαυρο, «Ινσένσο» στο Φεστιβάλ Αθηνών, «Όνειρο καλοκαιρινής Νύχτας» στο Εθνικό Θέατρο, «Δον Ζουάν», «Ηλέκτρα» στο Shanghai Dramatic Arts Centre. Σε σκηνοθεσία Β. Παπαβασιλείου, «Αίας», «Οιδίπους Τύραννος», «Του Κουτρούλη ο γάμος» και «Κύκλωψ».
Σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, «Οιδίπους επί Κολωνώ» και «Οιδίπους Τύραννος». Σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, «Ιβάνωφ», «Ντον Ζουάν», «Έγκλημα και Τιμωρία», «Η Φυγή», «Τρείς Αδελφές», «Η πατρίδα μου σε επτά όνειρα», «Η μητέρα του σκύλου» με τον Λευτέρη Βογιατζή, «Λαχταρώ», «Bella Venezia», «Τόκος», «Αμφιτρύων», «Θερμοκήπιο». Σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, «Ο κυκλισμός του τετραγώνου», «Τα Κύματα”, «Δωδέκατη Νύχτα», «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί», και «Οι Βρικόλακες» του Ίψεν.
Σε μουσική δραματουργία – σκηνοθεσία του ίδιου το έργο «Ιππόλυτος» με την Αμαλία Μουτούση και σε μουσική δραματουργία του ίδιου και σκηνοθεσία – ερμηνεία Στεφανίας Γουλιώτη, το έργο «Ευμενίδες».
Ακόμη, έχουν εκδοθεί σε CD πολλά έργα από τις θεατρικές παραστάσεις, όπως επίσης ορχηστρική και ηλεκτροακουστική μουσική. Μουσικές συνθέσεις του Δημήτρη Καμαρωτού για το θέατρο, τον κινηματογράφο και τo διαδραστικό μουσικό έλεγχο έχουν διακριθεί με διεθνή βραβεία όπως Ars Electronica, Bourges και μουσικά βραβεία κοινού.