I
Ο Κωνσταντίνος Μανωλόπουλος είναι ιατρός Ενδοκρινολόγος και κλινικός ερευνητής στον τομέα της Ενδοκρινολογίας και του Ανθρώπινου Μεταβολισμού Ινστιτούτο Μεταβολισμού και Συστημικής Έρευνας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ. Τα κλινικά του ενδιαφέροντα εκτείνονται από το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών και τα νοσήματα των επινεφριδίων, έως την πολύπλοκη ενδοκρινική παχυσαρκία.
Το ερευνητικό του έργο εστιάζεται στον τομέα της Πειραματικής Φυσιολογίας του Μεταβολισμού και συγκεκριμένα στην μελέτη της ρύθμισης του μεταβολισμού με τεχνικές in vivo Ενοποιητικής Φυσιολογίας (integrative physiology). Διερευνά τους ορμονικούς καθοριστικούς παράγοντες της λειτουργίας του λιπώδους ιστού και ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους παράγοντες που προκαλούν δυσλειτουργία λιποκυττάρων στην παχυσαρκία. Είναι υπεύθυνος για το εργαστήριο Human Integrative Physiology and Metabolism στο Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ. Η έρευνά του χρηματοδοτείται μεταξύ άλλων από την Βρετανική Εταιρεία Ενδοκρινολογίας και την Βρετανική Ακαδημία Ιατρικών Επιστημών.
Η έρευνα του Δρ Κωνσταντίνου Μανωλόπουλου έχει δείξει ότι η αντίδραση του λιπώδη ιστού σε ορμονικές ρυθμίσεις διαφέρει ανάλογα με το σημείο που βρίσκεται ο ιστός στο ανθρώπινο σώμα.Μεταξύ άλλων, έχει ανακαλύψει πως η φυσιολογική αντίδραση του λιπώδη ιστού της κοιλιακής χώρας κατά τη πειραματική χορήγηση αδρεναλίνης είναι διαφορετική από αυτή του λιπώδη ιστού των μηρών, καθώς στον πρώτο ενεργοποιείται η λιπόλυση, δηλαδή η απελευθέρωση λιπιδίων από τα λιποκύταρρα, ενώ στον δεύτερο αναστέλλεται. Αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς κλινικές μελέτες έχουν δείξει πως η συσσώρευση λίπους στην κοιλιακή χώρα συσχετίζεται με τον διαβήτη και καρδιαγγειακές παθήσεις, ενώ ο λιπώδης ιστός των μοιρών παίζει έναν προστατευτικό ρόλο. Η έρευνα το Δρ Κωνσταντίνου Μανωλόπουλου εστιάζεται στην περαιτέρω ανάλυση αυτού του ρόλου, με στόχο να βρεθούν μηχανισμοί που να μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για νέες θεραπείες στον τομέα της παχυσαρκίας και τον συσχετιζόμενων νόσων.
Επίσης, ο Δρ Κωνσταντίνος Μανωλόπουλος είναι ένας από τους ερευνητές της επιστημονικής ομάδας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, οι οποίοι ανακάλυψαν τη σχέση μεταξύ αυξημένων αρσενικών ορμονών και μεταβολικών επιπλοκών όπως ο διαβήτης και η λιπώδης νόσος του ήπατος σε ασθενείς με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS).
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism, δείχνει ότι ένα ένζυμο που ενεργοποιεί τις αρσενικές ορμόνες στον λιπώδη ιστό των γυναικών με πολυκυστικές ωοθήκες, αυξάνει τον κίνδυνο να αναπτύξουν άλλες μεταβολικές επιπλοκές στην υγεία. Μια κοινή πάθηση, που πιστεύεται ότι επηρεάζει τουλάχιστον μία στις δέκα γυναίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών έχει σημαντικό αντίκτυπο στη ζωή των γυναικών που έχουν προσβληθεί.
Εκτός από τις ακανόνιστες περιόδους και συχνά τη μειωμένη γονιμότητα, οι γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες έχουν συχνά υψηλά επίπεδα αρσενικών ορμονών, που ονομάζονται επίσης ανδρογόνα, στο αίμα τους. Αυτά είναι γνωστό ότι προκαλούν προβλήματα όπως η αύξηση των τριχών στο σώμα και η ακμή.
Η μελέτη έδειξε για πρώτη φορά ότι το κοιλιακό λίπος είναι μια σημαντική πηγή αυξημένων ανδρικών ορμονών στις γυναίκες με PCOS και ότι τα επίπεδα αρσενικών ορμονών εντός του λιπώδους ιστού των γυναικών με PCOS ξεπερνούν κατά πολύ εκείνα που μετριούνται στο αίμα τους. Επιπλέον, οι ερευνητές μπόρεσαν να αποδείξουν ότι οι αρσενικές ορμόνες αποτελούν σημαντική κινητήρια δύναμη των μεταβολικών αλλαγών που καθιστούν τις γυναίκες με PCOS πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση διαβήτη και στη λιπώδη νόσο του ήπατος.
Ο Κωνσταντίνος Μανωλόπουλος σπούδασε Ιατρική στα Πανεπιστήμια του Μπόχουμ και Ντύσελντορφ, Γερμανίας, από όπου αποφοίτησε το 2004. Το 2005 έλαβε διδακτορικό πτυχίο από το Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ.
Το 2007 μετακόμισε στο Ηνωμένο Βασίλειο και προσχώρησε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ως κλινικός ερευνητής στο Oxford Laboratory for Integrative Physiology (Oxlip), από όπου και έλαβε διδακτορικό πτυχίο το 2011. Εντάχθηκε στο δυναμικό του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ ως Κλινικός Λέκτορας στο Κέντρο Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού (CEDAM) το 2011. Από το 2015 εργάζεται ως Κλινικός Επιστήμονας στην Ενδοκρινολογία στο Ινστιτούτο Μεταβολισμού και Συστημικής Έρευνας (IMSR) και παράλληλα ως Ειδικός Ενδοκρινολόγος στην Πανεπιστημιακή Κλινική το Μπέρμιγχαμ.
[:]