Μύθοι

Αττίκ – Ο καλλιτέχνης που σφράγισε την ελαφρά μουσική της Αθήνας και η περίφημη «Μάντρα»

Πολυπράγμων, ρομαντικός, ανήσυχος και βαθιά συναισθηματικός, ο Αττίκ υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της ελληνικής ελαφράς μουσικής. Συνθέτης, στιχουργός, πιανίστας, κονφερανσιέ και ηθοποιός, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα μοναδικό καλλιτεχνικό σύμπαν στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, με επίκεντρο την περίφημη «Μάντρα» του. Εκεί, μέσα από τη μουσική, το χιούμορ και την πρωτοποριακή του ματιά, ανέδειξε νέους καλλιτέχνες και έδωσε φωνή σε μια ολόκληρη εποχή.

Σύμφωνα με τον μουσικοκριτικό Γιώργο Λεωτσάκο, «ο σπάνιος συνδυασμός στιχουργικής ευαισθησίας, πηγαίας μελωδικής έμπνευσης και στέρεης τεχνικής ανέδειξαν τον Αττίκ στον σημαντικότερο ίσως εκπρόσωπο του δυτικότροπου προπολεμικού ελληνικού ελαφρού τραγουδιού».

Από το Ζαγαζίκ στο Παρίσι

Ο πραγματικός του όνομα ήταν Κλέων Τριανταφύλλου. Γεννήθηκε στις 19 Μαρτίου 1885 στο Ζαγαζίκ της Αιγύπτου, σε μια εύπορη οικογένεια Αιγυπτιωτών. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του μετακόμισε με τα παιδιά στην Αθήνα.

Η μουσική τον κέρδισε από μικρό παιδί, αν και αρχικά ακολούθησε σπουδές στη Νομική. Το 1907 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και λίγο αργότερα βρέθηκε στο Παρίσι για να συνεχίσει μεταπτυχιακά, με στόχο μια καριέρα στο διπλωματικό σώμα. Σύντομα, όμως, παραδόθηκε ολοκληρωτικά στη μεγάλη του αγάπη: τη μουσική.

Εγγράφηκε στο Ωδείο Παρισιού, εργάστηκε ως κονφερανσιέ σε θέατρα, έγραψε εκατοντάδες τραγούδια και είδε τις συνθέσεις του να ερμηνεύονται από κορυφαίους καλλιτέχνες, όπως ο Μορίς Σεβαλιέ και η Μιστεγκέτ. Σε εκείνα τα χρόνια υιοθέτησε και το ψευδώνυμο Αττίκ (Attic), εμπνευσμένος από την «Αττική γη» που τον γέννησε.

Έρωτες, πένθη και τραγούδια

Η προσωπική του ζωή υπήρξε γεμάτη έντονες συγκινήσεις, που συχνά γίνονταν πρώτη ύλη για τη δημιουργία του. Ο πρώτος του γάμος, το 1909, με τη Μαρί-Ελέν Ριφ, έληξε τραγικά, καθώς τόσο η σύζυγος όσο και το παιδί τους πέθαναν νωρίς. Ο δεύτερος γάμος του με τη Μαρίκα Φιλιππίδου τον σημάδεψε βαθιά. Εκείνη τον εγκατέλειψε για τον Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της Μελίνας, αφήνοντάς του ως παρακαταθήκη τραγούδια γεμάτα πόνο, όπως το «Ζητάτε να σας πω» και το «Είδα μάτια». Ο τρίτος του γάμος με τη ρωσίδα χορεύτρια Σούρα στάθηκε πιο σταθερός. Εκείνη τον στήριξε, αν και μια μικρή απιστία της έγινε αφορμή για το περίφημο τραγούδι «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά».

Η θρυλική «Μάντρα»

Το 1930, ο Αττίκ επέστρεψε μόνιμα στην Αθήνα και άνοιξε στη Μηθύμνης 20, στην Πλατεία Αμερικής, τη «Μάντρα του Αττίκ». Ένα υπαίθριο θεατράκι, εμπνευσμένο από τα παρισινά καμπαρέ, που γρήγορα έγινε το καλλιτεχνικό κέντρο της πρωτεύουσας.

Εκεί, με σκετς, απαγγελίες, τραγούδια και αυτοσχεδιασμούς, πέρασαν καλλιτέχνες που αργότερα σημάδεψαν το ελληνικό θέατρο και τραγούδι: η Δανάη, οι αδελφές Καλουτά, η Νινή Ζαχά, η Καλή Καλό, ο Μίμης Τραϊφόρος, ο Γιώργος Οικονομίδης, αλλά και συγγραφείς όπως ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Δημήτρης Μπόγρης.

Η ατμόσφαιρα ήταν μοναδική, όπως περιέγραφε η μούσα του, Δανάη Στρατηγοπούλου: «Λίγο Παρίσι, λίγη Ανατολή, κάμποση Αθήνα και πολύς Αττίκ. Ένα μείγμα ρετσίνας και σαμπάνιας, αττικού άλατος και γαλατικής φινέτσας».

Το 1935, η Μάντρα μεταφέρθηκε στο θεατράκι «Δελφοί» στην οδό Αχαρνών, όπου συνέχισε μέχρι το 1940, ώσπου πολιτικές επιθέσεις και επεισόδια την ανάγκασαν να κλείσει.

Τραγούδια που έμειναν για πάντα

Ο Αττίκ υπήρξε παραγωγικός μέχρι το τέλος της ζωής του. Συνέθεσε την οπερέτα «Αφροδίτη της Μήλου», έγραψε περίπου 200 τραγούδια στην Ελλάδα και δεκάδες ακόμη στο Παρίσι. Ανάμεσά τους διαμάντια που αγαπήθηκαν και συνεχίζουν να ακούγονται, όπως τα «Καημένα τα νιάτα», «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», «Το οργανάκι», «Να ζει κανείς» και «Το τρεχαντήρι».

Ακόμα και στον κινηματογράφο άφησε το στίγμα του, πρωταγωνιστώντας το 1944 στην πρώτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Χειροκροτήματα», που βασίστηκε στη ζωή του.

Το τραγικό τέλος

Η Κατοχή τον βρήκε να συνεχίζει να τραγουδά σε κέντρα όπως το «Αλκαζάρ», όμως η ψυχολογία του είχε κλονιστεί. Το καλοκαίρι του 1944, ξυλοκοπήθηκε βάναυσα από Γερμανούς στρατιώτες και δεν συνήλθε ποτέ πλήρως από το σοκ.

Στις 29 Αυγούστου 1944, μόλις λίγες εβδομάδες πριν την απελευθέρωση, έθεσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του με βερονάλ. Ο θάνατός του καταγράφηκε επισήμως ως «δυστύχημα», αλλά στην πραγματικότητα αποτέλεσε μια από τις πιο τραγικές σελίδες της αθηναϊκής καλλιτεχνικής ιστορίας.

Κληρονομιά μιας άλλης εποχής

Ο Αττίκ άφησε πίσω του έναν κόσμο γεμάτο μελωδία, χιούμορ, ρομαντισμό και πίκρα. Η «Μάντρα» του δεν υπήρξε μόνο ένα καλλιτεχνικό στέκι· έγινε σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς που βρήκε μέσα από τη μουσική του την έκφραση των συναισθημάτων της.

Με τα τραγούδια του, η ελαφρά μουσική απέκτησε βάθος, ποιητικότητα και γνήσια συγκίνηση. Κι αν το τέλος του υπήρξε πικρό, η μνήμη του παραμένει ζωντανή κάθε φορά που ακούγεται μια μελωδία του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε εάν το επιθυμείτε. ΑΠΟΔΟΧΗ Περισσότερα