Ο Χρόνης Εξαρχάκος υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Ένας ηθοποιός με αστείρευτο ταλέντο, που κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα, ακόμη κι αν δεν του δόθηκαν πάντα οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι. Με το γρήγορο λόγο του, τις μοναδικές γκριμάτσες και την ανεπιτήδευτη αίσθηση του χιούμορ, μπορούσε να κερδίσει το κοινό με την πρώτη του ατάκα. Δεν είναι τυχαίο πως ακόμη και σήμερα, δεκαετίες μετά τον πρόωρο χαμό του, παραμένει στη μνήμη ως ένας ηθοποιός που έδινε ψυχή σε κάθε ρόλο.
Από τη Σύρο στη σκηνή
Ο Πολυχρόνης Έξαρχος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1932 στην Ερμούπολη της Σύρου. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από δυσκολίες, αλλά και από την επαφή του με τον κόσμο της τέχνης. Μεγάλωσε στην Πλάκα, εκεί όπου το θέατρο ήταν πάντα παρόν, ακόμη κι όταν η ζωή του κυλούσε μακριά από τα φώτα. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει αργότερα: «Από μικρός ήθελα να βρίσκομαι στη σκηνή, ακόμα κι αν ήταν για να μαζεύω καλώδια».
Πριν στραφεί στην υποκριτική, εργάστηκε πίσω από τα παρασκήνια, ως ηχολήπτης και τεχνικός, γνωρίζοντας το θέατρο από την πιο γήινη πλευρά του. Το 1963 αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη, και αμέσως ρίχτηκε με πάθος στη σκηνή. Το ντεμπούτο του ήρθε στην παράσταση «Βίλα των οργίων», όπου, αν και άγνωστος, τράβηξε τα βλέμματα με την αμεσότητα και τη φρεσκάδα του.
Η μεγάλη οθόνη και το θέατρο
Έναν χρόνο αργότερα, έκανε το πρώτο του κινηματογραφικό βήμα στο «Διαζύγιο αλά ελληνικά». Από εκεί ξεκίνησε μια πορεία που θα τον έφερνε σε περισσότερες από είκοσι ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Στο πλάι των μεγάλων αστέρων της εποχής, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Κώστας Βουτσάς, ο Εξαρχάκος ξεχώριζε, ακόμη κι αν η παρουσία του ήταν ολιγόλεπτη.
Το κοινό τον θυμάται στις «Γοργόνες και μάγκες», στην «Παριζιάνα», στο «Μαριχουάνα Στοπ» και φυσικά στη «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι», όπου η χαρακτηριστική του ατάκα «Αϊ χάφθα, αϊ χάφθα» έγινε θρυλική. Εκείνη τη στιγμή έδειξε την ικανότητά του να μετατρέπει μια μικρή σκηνή σε πολιτιστικό σημείο αναφοράς. Όπως έλεγε ένας σκηνοθέτης που συνεργάστηκε μαζί του: «Ο Χρόνης είχε το χάρισμα να γεμίζει το πλάνο χωρίς να χρειάζεται να πει πολλά. Η παρουσία του ήταν από μόνη της αστεία και συγκινητική μαζί».
Στο θέατρο, η διαδρομή του ήταν εξίσου σημαντική. Συμμετείχε σε επιθεωρήσεις, αλλά και σε έργα κλασικών συγγραφέων, από τον Σαίξπηρ μέχρι τον Τσέχωφ. Η γκάμα του ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που του επέτρεπαν οι κινηματογραφικοί ρόλοι. Σε κάθε εμφάνιση φαινόταν πως δεν ήταν απλώς κωμικός, αλλά ένας ολοκληρωμένος ηθοποιός. «Δεν με νοιάζει αν γελούν ή συγκινούνται. Αυτό που θέλω είναι να με πιστέψουν», είχε πει σε συνέντευξή του.
Ένας άνθρωπος ευαίσθητος και μοναχικός
Πίσω από το φως της σκηνής, ο Χρόνης Εξαρχάκος ήταν ένας άνθρωπος ευαίσθητος, συχνά εσωστρεφής. Η σχέση του με τη μητέρα του ήταν καθοριστική. Έζησε δίπλα της μέχρι το τέλος, αφοσιωμένος πλήρως. Φίλοι και συνάδελφοί του συχνά έλεγαν ότι δεν άφησε ποτέ τον εαυτό του να δημιουργήσει οικογένεια εξαιτίας αυτής της σχέσης. Ένας κοντινός του συνεργάτης θυμάται: «Ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη, αλλά την έδινε όλη στη μητέρα του. Στη ζωή του δεν υπήρχε χώρος για κάτι άλλο».
Παρά τις εσωτερικές του αντιφάσεις, διατηρούσε πάντα την αίσθηση του χιούμορ. Ακόμη και όταν αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, συνέχιζε να αστειεύεται, να γελά και να σκορπά χαρά στους γύρω του. «Όσο μπορώ να κάνω τους άλλους να γελούν, νιώθω ζωντανός», είχε πει λίγο πριν την τελευταία του παράσταση.
Το πρόωρο τέλος
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Εξαρχάκος διαγνώστηκε με καρκίνο των οστών. Η ασθένεια τον ταλαιπώρησε, αλλά δεν τον λύγισε καλλιτεχνικά. Συνέχισε να ανεβαίνει στη σκηνή, ακόμη και όταν ο πόνος ήταν αφόρητος. Έδωσε την τελευταία του παράσταση το 1982 στο θέατρο Ακροπόλ με το έργο «Το παραμύθι πάει σύννεφο», αποδεικνύοντας πως η αφοσίωση στην τέχνη δεν υποχωρεί μπροστά στην αρρώστια.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1984 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 52 ετών. Η είδηση του θανάτου του βύθισε σε θλίψη τον καλλιτεχνικό κόσμο. Λίγο αργότερα, η μητέρα του, ανήμπορη να αντέξει την απώλεια, έφυγε κι εκείνη.
Η κληρονομιά του
Ο Χρόνης Εξαρχάκος ήταν πολλά περισσότερα από «ένας κωμικός που μιλούσε γρήγορα». Ήταν ένας ηθοποιός με σπάνια εσωτερικότητα, που μπορούσε να γεμίσει μια ταινία με την αλήθεια του. Ακόμα και αν έμεινε στην ιστορία ως «μεγάλος αδικημένος» του ελληνικού κινηματογράφου, για το κοινό ήταν —και παραμένει— ένας σπουδαίος ηθοποιός που χάρισε στην κωμωδία ψυχή και αλήθεια.
Σήμερα, κάθε φορά που προβάλλονται οι ταινίες του και ακούγονται οι ατάκες του, ο Εξαρχάκος ξαναγεννιέται μέσα από το γέλιο και τη συγκίνηση. Το όνομά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αυθεντικότητα, και η καριέρα του υπενθυμίζει πως δεν χρειάζεται να είσαι ο πρωταγωνιστής για να μείνεις αλησμόνητος.